Το βιογραφικό του… ζαλίζει. Είναι πρωτοπόρος της μοριακής βιολογίας. Το 1975 βραβεύτηκε με Νομπέλ Φυσιολογίας – Ιατρικής (το μοιράστηκε με τον Χάουαρντ Τέμιν και τον Ρενάτο Ντουλμπέκο) για την έρευνά του για τους ογκογόνους ιούς και πώς μετατρέπουν φυσιολογικά κύτταρα σε καρκινικά. Εστίασε στο ένζυμο αντίστροφη μεταγραφάση, το οποίο επιτρέπει τη μετατροπή του RNA σε DNA και έχει καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των ρετροϊών, όπως ο HIV. Αυτές οι σπουδαίες ανακαλύψεις βοήθησαν σημαντικά στην κατανόηση του μηχανισμού αναπαραγωγής των ιών και στην ανάπτυξη θεραπειών για ιογενείς ασθένειες και καρκίνους. Δίδαξε επίσης ως καθηγητής σε μερικά από τα μεγαλύτερα αμερικανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, όπως το MIT, το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Whitehead, το Πανεπιστήμιο Rockefeller, ενώ διετέλεσε πρόεδρος επί είκοσι πέντε χρόνια στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, το περίφημο Caltech.
Ο 86χρονος Ντέιβιντ Μπόλτιμορ είναι ένας σούπερ σταρ της επιστήμης. Είχε πολλά χρόνια να ταξιδέψει στην Ελλάδα «και τα ταξίδια στην ηλικία μου δεν είναι εύκολα». Ομως, η πρόσκληση ήταν από τον στενό φίλο και συνεργάτη του, δρα Στέλιο Παπαδόπουλο, και δεν μπορούσε να την αρνηθεί. Ηρθε, λοιπόν, στη χώρα μας για να συμμετάσχει στην «Biotechnologia 2024 – The Biotech Meeting in Greece», την ετήσια συνάντηση – συνέδριο του κλάδου της βιοτεχνολογίας, στο Costa Navarino. Εκεί τον συναντήσαμε και η συζήτησή μας έμελλε να ξεκινήσει με αναπάντεχο τρόπο. «Είναι πολύ όμορφα εδώ. Κρίμα που η σύζυγός μου (σ.σ. η διακεκριμένη καθηγήτρια Ιολογίας και Μικροβιολογίας Αλις Χουάνγκ) δεν μπορούσε να είναι εδώ. Εμεινε στο σπίτι γιατί έχουμε ένα κουτάβι και δεν ήθελε να την αφήσει μόνη. Τη λένε Νταίζη, όπως την πρώτη σκυλίτσα που είχα όταν ήμουν παιδί. Τη θυμάμαι πάντα. Πηγαίναμε παντού μαζί, παίζαμε, κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Ηταν απίστευτη η αγάπη, η αφοσίωση και η τρυφερότητα που μου πρόσφερε εκείνο το ζώο – όπως όλα τα ζώα».
Μιλήσαμε για πολλά με τον καθηγητή Μπόλτιμορ. Για τον ενθουσιασμό του για την επιστήμη των δεδομένων, «που θα μας βοηθήσει να εξερευνήσουμε επιστημονικές περιοχές της Ιολογίας και της Ανοσολογίας, άγνωστες μέχρι τώρα», για την πολυετή έρευνά του για τον HIV, που άνοιξε νέους δρόμους στη θεραπεία του AIDS, για την πανδημία της COVID· για την αγάπη του για τη μουσική· αλλά και για όσα τον κινητοποιούν τόσες δεκαετίες ως επιστήμονα. «Η περιέργεια για το πώς λειτουργεί η ίδια η ζωή, αυτό ήταν πάντα το κίνητρό μου. Η Βιολογία, όταν άρχισα να σπουδάζω, ήταν στην αυγή της, ένας άγνωστος τόπος. Το μόνο που είχαμε στα χέρια μας ήταν η γνώση της δομής του DNA, που μόλις είχε ανακαλυφθεί. Μια επανάσταση ξεκινούσε, αυτή που μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει σε τόσες καινοτόμες θεραπείες, χάρη στις οποίες σώθηκαν εκατομμύρια ζωές».
– Ποιες είναι οι οικογενειακές καταβολές σας, καθηγητά Μπόλτιμορ;
– Οι πρόγονοί μου πέρασαν τον Ατλαντικό οδηγούμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης. Ο πατέρας μου καταγόταν από τη Λιθουανία. Δεν είχε σπουδάσει, διατηρούσε μια μικρή μπουτίκ με γυναικεία ρούχα στη Νέα Υόρκη. Η οικογένεια της μητέρας μου είχε έρθει στις ΗΠΑ από την Οδησσό. Η ίδια εργαζόταν σε πολυκατάστημα πωλήτρια και είχε καημό να σπουδάσει. Λίγο μετά τη γέννηση του μικρότερου αδελφού μου γράφτηκε σε νυχτερινό σχολείο και όχι μόνο πήρε πτυχίο Ψυχολογίας, αλλά έκανε και ακαδημαϊκή καριέρα. Εγινε καθηγήτρια στο κολέγιο Sarah Lawrence σε ηλικία 62 ετών!
– Η αγάπη σας για την επιστήμη πώς γεννήθηκε;
– Χάρη στη μητέρα μου, που ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις νευροεπιστήμες. Στα χρόνια του γυμνασίου, βλέποντας ότι ήμουν πολύ καλός μαθητής, με παρότρυνε να γραφτώ στα θερινά τμήματα του εργαστηρίου Τζάκσον. Kι εγώ είπα «γιατί όχι»; Σε εκείνη την κατασκήνωση έμελλε να ερωτευτώ ισόβια τη Γενετική και τη Βιολογία.
– Αποφασίσατε να κάνετε βασική έρευνα. Δεν σκεφτήκατε να σπουδάσετε Ιατρική;
– Οχι, η έρευνα με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Από εκείνες τις μέρες στο εργαστήριο Τζάκσον δεν παρεξέκλινα ποτέ από τον δρόμο που χάραξα. Ο πατέρας μου στην αρχή στενοχωρήθηκε. Οπως συνέβαινε σε κάθε εβραϊκή οικογένεια εκείνα τα χρόνια, ήθελε ο γιος του να γίνει γιατρός. Η μητέρα μου, όμως, με στήριξε.
– Τι γνωρίζατε οι επιστήμονες για τον καρκίνο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ξεκινούσατε την καριέρα σας;
– Σχεδόν τίποτα. Μόνο ότι ήταν μια πολύ σοβαρή ασθένεια με πολλές μορφές. Αλλά δεν ξέραμε τι ήταν αυτό που έκανε τα καρκινικά κύτταρα να διαιρούνται και να πολλαπλασιάζονται. Η έρευνά μου, στις αρχές του ’70, συνέβαλε στο να κατανοήσουμε ότι μεταλλαγμένα γονίδια σε κάποια κύτταρα οδηγούσαν στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό τους. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, όμως ο καρκίνος παραμένει πολύ δύσκολος στόχος και δυσεπίλυτο αίνιγμα. Κυρίως επειδή υπάρχουν εκατοντάδες τύποι και καθένας τους ανταποκρίνεται με άλλον τρόπο στις θεραπευτικές μεθόδους (φάρμακα, ακτινοβολία κ.λπ.). Επίσης, μας μπερδεύει. Συχνά, δύο άτομα με τον ίδιο όγκο ενδέχεται να ανταποκρίνονται διαφορετικά στην ίδια θεραπεία και δεν ξέρουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν τεράστια ερωτήματα τα οποία καλούμαστε να απαντήσουμε και χρειάζεται σκληρή δουλειά για να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι δεν θεραπεύουμε έναν ασθενή αλλά έναν καρκίνο. Είμαι αισιόδοξος πάντως ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα δούμε εντυπωσιακές εξελίξεις.
– Θεωρείτε πιθανή την ανάπτυξη εμβολίων για τον καρκίνο;
– Πολλές φιλόδοξες προσπάθειες γίνονται αυτόν τον καιρό, χάρη στη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας mRNA, την οποία χρωστάμε στα εμβόλια για την COVID. Ελπίζω σύντομα να δημοσιοποιηθούν δεδομένα από κλινικές μελέτες, ώστε να μας δώσουν μια σαφή εικόνα, όμως ο καρκίνος είναι πολύ ύπουλη νόσος. Δεν είμαι σίγουρος αν θα δουλέψουν, θα το δούμε.
– Στον HIV έχουν γίνει σημαντικά βήματα;
– Εχουμε αποκωδικοποιήσει με μεγάλη ακρίβεια τον ιό, γνωρίζουμε ποια φάρμακα σταματούν την ανάπτυξή του και ποια λειτουργούν σε βάθος χρόνου. Τον ελέγχουμε δηλαδή αποτελεσματικά. Θα μπορούσα να πω λοιπόν ότι το AIDS, σε μεγάλο βαθμό, είναι ένα πρόβλημα που έχει λυθεί. Σε περιοχές του πλανήτη όπως η Αφρική, βέβαια, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν διαθέταμε ένα εμβόλιο που θα ανέκοπτε την εξάπλωσή του, αλλά γι’ αυτό δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος, δεν πιστεύω ότι είναι εφικτό. Ο HIV διαφέρει από την πλειονότητα των ιών που ξέρουμε, έχει μια μοναδική ικανότητα να ξεφεύγει από τους μηχανισμούς άμυνας που προσπαθούμε να αναπτύξουμε μέσω ενός εμβολίου.
Xρειάζεται σκληρή δουλειά για να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι δεν θεραπεύουμε έναν ασθενή, αλλά έναν καρκίνο. Είμαι αισιόδοξος ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα δούμε εντυπωσιακές εξελίξεις.
– Θυμάστε τη μέρα που μάθατε ότι πήρατε το Νομπέλ Ιατρικής;
– Φυσικά! Ημουν στη Νέα Υόρκη με την κόρη μας, τη Λορίν, που ήταν λίγων μηνών, και η Αλις βρισκόταν σε συνέδριο στην Κοπεγχάγη. Εκεί το έμαθε εκείνη και μου τηλεφώνησε στις πεντέμισι το πρωί. Κοιμόμουν βαθιά, πετάχτηκα από το κρεβάτι αλαφιασμένος, νόμισα πως κάτι κακό είχε συμβεί. Το πρώτο πράγμα που μου είπε μόλις σήκωσα το τηλέφωνο ήταν «Είμαι καλά, μην ανησυχείς». Και αμέσως μετά: «Ελπίζω να μη γίνεις κακομαθημένος μ’ αυτό που θα συμβεί».
– Αλλαξε η ζωή σας μετά το Νομπέλ;
– Δεν ήμουν πια αόρατος. Εγινα ένα… ημιδημόσιο πρόσωπο, με αμέτρητες προσκλήσεις σε φαντασμαγορικές εκδηλώσεις και συνέδρια. (Γέλια)
– Δεν είχατε ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις έκτοτε;
– Δεν θα το έλεγα. Στις ΗΠΑ δεν λειτουργεί έτσι το σύστημα. Αν δεν πείσεις την επιτροπή που θα εγκρίνει τη χρηματοδότησή σου ότι έχει ενδιαφέρον η έρευνα που θέλεις να κάνεις, δεν θα διστάσουν να σε «κόψουν», το Νομπέλ δεν θα παίξει κανέναν ρόλο. Στην πραγματικότητα, ίσως λειτουργεί έως έναν βαθμό και εναντίον σου: κάποιοι σε βλέπουν με καχυποψία, νομίζουν ότι προσπαθείς να εξαργυρώσεις κατά κάποιον τρόπο το βραβείο, αντί να βρεθείς στα χαρακώματα με τους υπόλοιπους ερευνητές.
– Η τεχνητή νοημοσύνη είναι υπόσχεση ή απειλή για την επιστήμη;
– Μάλλον είναι νωρίς για να το πει κανείς. Τώρα μαθαίνουμε πώς να τη χρησιμοποιούμε στην έρευνα, η εμπειρία μας είναι ακόμη πενιχρή. Είναι αλήθεια πως βλέπω γύρω μου τον τεράστιο ενθουσιασμό πολλών ανθρώπων για τις δυνατότητες και τις ευκολίες που παρέχει. Προσωπικά, χωρίς να συμμερίζομαι τις υπερβολικές προσδοκίες, πιστεύω ότι πράγματι θα μας βοηθήσει να λύσουμε κάποια δύσκολα επιστημονικά προβλήματα.
– Ηταν έκπληξη για εσάς η πανδημία του SARS-CoV-2;
– Ναι, ήταν. Σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν για τους κορωνοϊούς, ούτε καν εμείς οι ιολόγοι. Οχι γιατί δεν προκαλούσαν λοιμώξεις, αλλά γιατί ήταν μεγάλοι, «δυσκίνητοι» ιοί και δεν περιμέναμε ότι θα είχαν τη δυναμική να εξαπλωθούν σε όλο τον κόσμο. Η πραγματικότητα μας διέψευσε. Ηταν σοκαριστικό.
– Τώρα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη πανδημία;
– Δεν μπορείς να είσαι προετοιμασμένος για κάτι αν δεν ξέρεις τι ακριβώς θα είναι αυτό. Και όσα φάρμακα και εμβόλια κι αν διαθέτουμε, ένας ιός έχει πάντα τη δυνατότητα να αποκτήσει, μέσω γενετικών μετασχηματισμών στο DNA του, κάποιο καινούργιο χαρακτηριστικό που θα τον κάνει πιο μεταδοτικό ή και πιο επικίνδυνο. Επίσης, αν και έχουμε κατανοήσει καλύτερα την αλληλεπίδραση των ιών με τις κοινωνίες μας, δεν βλέπω πολλές χώρες να στηρίζουν τα συστήματα υγείας όσο θα έπρεπε ούτε να χαράσσουν στρατηγικές επιτήρησης.
– Υπάρχει κάποιος ιός που σας ανησυχεί ιδιαίτερα;
– Ο H5N1, η γρίπη των πτηνών. Εξαπλώνεται με τρομακτική ταχύτητα. Δεν απέχουμε ίσως πολύ από μια μετάλλαξή του, που θα τον κάνει ενδημικό και στον άνθρωπο. Εχουμε αρκετή εμπειρία στους ιούς της γρίπης, διαθέτουμε φάρμακα και εμβόλια που κάπως τους περιορίζουν, αλλά δεν τους ελέγχουμε απολύτως. Πάντα μπορούν να μας αιφνιδιάσουν. Ομως, ανησυχώ για έναν ακόμη ιό, με τον οποίο κανείς δεν ασχολείται: τον Bunya. Είναι «καλός υποψήφιος» για να προκαλέσει μια πανδημία και εύχομαι να διαψευστώ.
– Παίζετε ακόμη τούμπα;
– Αν και αγαπώ πολύ τη μουσική, όχι. Είχα παθιαστεί με την τούμπα στα νεανικά μου χρόνια, ήμουν και στην ορχήστρα του κολεγίου. Μέχρι που, σε μια συναυλία, παίζαμε ένα κομμάτι του Στραβίνσκι και μου ήταν αδύνατον να ακολουθήσω τους υπόλοιπους. Ηταν η απόλυτη καταστροφή! (Γέλια) Εκείνη τη μέρα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κανένα μέλλον ως μουσικός.