«Δώστε μας ψηλά πλατάνια, δώστε μας ψηλά βουνά», σιγοτραγουδάει τηλεφωνικά ο Μαργαρίτης Σχοινάς και γελάει. Συνειδητοποιεί ότι μπορεί να έχουν περάσει 45 χρόνια από όταν πρωτοπήγε έφηβος στην κατασκήνωση ΧΑΝ στον Αη Γιάννη του Πηλίου, αλλά θυμάται ακόμη την «κραυγή». Θυμάται κι άλλες, πολλές στιγμές από την κατασκήνωση, οι αναμνήσεις από τα καλοκαίρια που βίωσε εκεί είναι πηγαίες και ανεξίτηλες. «Θυμάμαι τις μεγάλες πεζοπορίες που κάναμε σε όλα τα χωριά του Πηλίου, που τις αποκαλούσαμε “σαφάρι” – το μικρό “σαφάρι” κρατούσε 3 μέρες, το μεγάλο 7 και κοιμόμασταν σε πλατείες, σε εκκλησίες, σε σχολεία», λέει στην «Κ» ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αναπολεί τις θεματικές βραδιές στο θεατράκι με αυτοσχεδιασμούς – «μια φορά με καουμπόηδες, άλλη με Ινδιάνους, άλλη φορά είχαμε κάνει βραδιά με θέμα την εισβολή των εξωγήινων», αναφέρει. Θυμάται τον χρόνο που περνούσαν στο μοναδικό, όπως το περιγράφει, περιβάλλον της κατασκήνωσης – «χωρίς πολυτέλειες, μες στην άγρια ομορφιά της φύσης». «Δεν έχω ζήσει καμία άλλη περίοδο της ζωής μου πιο εκτεθειμένος στη φύση», δηλώνει.
«Εμένα πήγε και ο παππούς μου και ο πατέρας μου και ο γιος μου στην κατασκήνωση αυτή», σημειώνει στην «Κ» ο οινοποιός Στέλιος Μπουτάρης. «Αυτό που θυμάμαι», συνεχίζει, «είναι ότι ετοίμαζε ουσιαστικά πολίτες η κατασκήνωση – μέσα από την πλάκα, την καλοπέραση, τη σκληραγώγηση, σου μάθαινε τις υποχρεώσεις σου προς τον εαυτό σου αλλά και προς την ομάδα σου», τονίζει. Εξηγεί πως υπήρχε πρόγραμμα διευθέτησης της σκηνής και στη συνέχεια κάθε σκηνή έπρεπε να κάνει κάποια δουλειά – «αποψίλωση ή άσπρισμα της πέτρας, η ομαδικότητα γενικά ήταν και είναι πάντα πολύ ψηλά στη ΧΑΝ», λέει. Ο ίδιος πήγε για πρώτη φορά ως κατασκηνωτής το 1974, όταν η ΧΑΝ Πηλίου γιόρταζε 50 χρόνια από την ίδρυσή της και θυμάται πως ήταν εκεί κατά την εισβολή της Κύπρου, στις 20 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς.
Φέτος η κατασκήνωση, η οποία είναι η παλαιότερη της χώρας, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο πρόεδρος της ΧΑΝ Θεσσαλονίκης Ιωάννης Σωσσίδης, γιορτάζει 100 χρόνια λειτουργίας. Αλλά για αρκετούς μήνες επικρατούσε έντονη ανησυχία πως δεν θα άνοιγε το 100ό καλοκαίρι από την ίδρυσή της. Κι αυτό γιατί η κακοκαιρία «Daniel», που έπληξε τον περασμένο Σεπτέμβριο τη Θεσσαλία, προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στις εγκαταστάσεις της, που σύμφωνα με τον κ. Σωσσίδη ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ.
«Η καταστροφή έγινε μια μέρα μετά το τέλος της τελευταίας κατασκηνωτικής περιόδου – δεν μπορείτε να φανταστείτε τα συναισθήματα που είχαμε στην αρχή, λέγαμε ότι στην εκατονταετία πάνω δεν θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της ΧΑΝ Ελλάδος Γιώργος Παπαδάκης. Εξαιτίας της κακοκαιρίας καταστράφηκαν τα ηλεκτρολογικά και υδραυλικά δίκτυα, όπως και το δίκτυο πυρόσβεσης της κατασκήνωσης, αλλά και το τοιχίο αντιστήριξης πρανών του ρέματος, οι οικισμοί φιλοξενίας των κατασκηνωτών και των στελεχών κι άλλοι κοινόχρηστοι χώροι, όπως η τραπεζαρία και το θεατράκι και ένα κομμάτι του ιατρείου, αναφέρει ο κ. Σωσσίδης. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο κατέγραφαν τις ζημιές. Καθώς περνούσε ο καιρός, ο κόσμος της ΧΑΝ Πηλίου ρωτούσε τι θα γινόταν το ερχόμενο καλοκαίρι. Θα ακουγόταν η «κραυγή» στον Αη Γιάννη;
Ανταπόκριση
«Με έπαιρναν άνθρωποι και μου έλεγαν ανοίξτε λογαριασμό, θέλω να συμβάλω, έβλεπα παιδιά στον δρόμο, στην Τσιμισκή, με ρωτούσαν αν θα ανοίξει το καλοκαίρι η κατασκήνωση και έκλαιγαν», σημειώνει ο κ. Σωσσίδης. Αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου αποφάσισαν να ξεκινήσουν να συγκεντρώνουν χρήματα για την ανάπλασή της. Κάποιες δωρεές ήταν πολύ μεγάλες, όπως αυτή της Εταιρείας Κοινωνικής Προσφοράς Ελληνικού Εφοπλισμού «ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ» –η οποία ανέλαβε τη συνολική χρηματοδότηση της αποκατάστασης των πρανών του υδατορέματος και της ανακατασκευής του τοιχίου με συρματοκιβώτια–, που ξεπέρασε τα 200.000 ευρώ. Ανταποκρίθηκαν επίσης δεκάδες επιχειρήσεις, παρέχοντας τον απαραίτητο εξοπλισμό, υπηρεσίες ή χρηματικά ποσά, όπως και ιδιώτες. Οσοι αγαπούν την κατασκήνωση στήριξαν την προσπάθεια με όποιον τρόπο μπορούσαν. «Πολλά παιδιά έσπασαν τους κουμπαράδες τους κι έβαλαν πέντε και δέκα ευρώ, κι άλλα είπαν τα κάλαντα τα Χριστούγεννα για να συμβάλουν», λέει ο κ. Σωσσίδης. Εν τέλει, μέσα σε λίγους μήνες συγκέντρωσαν περισσότερα από 700.000 ευρώ, με μόνο τα 40.767,30 εξ αυτών να προκύπτουν από κρατική επιχορήγηση, σημειώνει.
«Δεν έχω ζήσει καμία άλλη περίοδο της ζωής μου πιο εκτεθειμένος στη φύση», λέει στην «Κ» ο Μαργαρίτης Σχοινάς, που πήγε πρώτη φορά ως κατασκηνωτής πριν από 45 χρόνια.
«Εγινε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να είμαστε τώρα στην ευχάριστη θέση να μπορούμε να πούμε πως θα λειτουργήσει η κατασκήνωση», τονίζει στην «Κ» ο κ. Παπαδάκης, «και θέλω να πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ” σε όσους συνετέλεσαν με χορηγίες και δωρεές για να ανοίξει και φέτος η ΧΑΝ Πηλίου – ευαισθητοποιήθηκαν ταχύτατα».
Η συμβολή του κόσμου και η στήριξη ήταν συγκινητικές, συμπληρώνει ο κ. Σωσσίδης, υπογραμμίζοντας πως είναι ενδεικτικό της κοινότητας που έχει χτιστεί μέσω της συγκεκριμένης κατασκήνωσης κατά τον τελευταίο αιώνα λειτουργίας της. «Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο η συγκεκριμένη κατασκήνωση, μια κατηγορία από μόνη της, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα με τέτοια σύνδεση γενεών, με τέτοια παράδοση, οι άνθρωποί της κρατούν επαφή με την κατασκήνωση, έρχονται και ξαναέρχονται».
Τα πρώτα χρόνια
Στον χώρο της υπάρχουν ακόμη πέτρες που είναι εκεί από το 1924, από όταν ο Νικόλαος Δ. Πανάς, βιομήχανος που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και είχε καταγωγή από την περιοχή του Αϊ-Γιάννη, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΧΑΝ Θεσσαλονίκης, πρότεινε να δημιουργήσουν την κατασκήνωση στο Πήλιο. «Πήγαμε να δούμε το μέρος. Είχαμε, φυσικά, ακούσει πολλά για τις ομορφιές του Πηλίου, αλλά ούτε το ένα δέκατο από αυτό που ήταν. Δεν αργήσαμε πολύ να αποφασίσουμε το ακριβές μέρος που θέλαμε. Βρίσκεται πέντε λεπτά από το χωριό του Αη Γιάννη, στο μέσο του δρόμου ανάμεσα στον Κισσό και το Μούρεσι», έλεγε το 1924 ο Απόστολος Νικολαΐδης, ο πρώτος διευθυντής της κατασκήνωσης. Τα πρώτα χρόνια στην κατασκήνωση πήγαιναν αγόρια (από τη δεκαετία του ’90 και μετά έγινε μεικτή) από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τον Βόλο, την Ξάνθη, ενώ 1/4 εξ αυτών είχε καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Και τώρα, 100 χρόνια αργότερα, πηγαίνουν στην κατασκήνωση –για την οποία η Ελλη Λαμπέτη, η οποία διατηρούσε εξοχικό στην περιοχή, είχε πει πως ένα πράγμα που είχε ζηλέψει στη ζωή της ήταν ότι δεν γεννήθηκε 16χρονο αγόρι για να πάει κατασκήνωση στο Πήλιο, αναφέρει ο κ. Σωσσίδης, και από την οποία έχουν περάσει μετέπειτα πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες και πολιτικοί, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου και ο Λεωνίδας Κύρκος– παιδιά από όλη τη χώρα, περίπου 1.000 τον χρόνο. Χωρίζονται σε διαφορετικές περιόδους κάθε μήνα, των τριών εβδομάδων τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, και σε δύο των δύο εβδομάδων τον Αύγουστο.
«Παρέες, γέλια, τραγούδια»
Ανεξαρτήτως ηλικίας, όσοι έχουν περάσει από τα μέρη της, όσοι έχουν ζήσει κάτω από τα πλατάνια της, μιλούν για τα χρόνια που πέρασαν εκεί με μεγάλη νοσταλγία. «Ως παιδί θυμάμαι να μετράω αντίστροφα τις μέρες τον χειμώνα και ως ενήλικη αναπολώ εκείνα τα καλοκαίρια», υποστηρίζει στην «Κ» η 25χρονη Κατερίνα Φίστα, η οποία πέρασε στη ΧΑΝ Πηλίου οκτώ καλοκαίρια της ζωής της. «Σηματοδοτεί για μένα τόσο την παιδικότητα όσο και την ωρίμανση μέσα από τα πολλά μαθήματα που προσέφερε σε μια ηλικία που ο εαυτός παραμένει εύπλαστος», συμπληρώνει. «Εκεί γνώρισα τους καλύτερούς μου φίλους», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Καραθανάσης. «Για μένα η ΧΑΝ Πηλίου σημαίνει ξεγνοιασιά, φιλίες, τραγούδια, παρέες, γέλια, ισότητα. Ενας δεσμός κοινότητας χωρίς διαχωρισμό με βάση την ηλικία ή το φύλο, παιδικά χρόνια γεμάτα περιπέτειες, πρώτοι έρωτες, έναν κόσμο χωρίς φοβίες, χωρίς Ιντερνετ, στον οποίο απολαμβάνεις την παρέα και τη φύση», τονίζει η Νίκη Ταχιάου. «Δεν νομίζω να έχω ερωτευτεί κάτι άλλο στη ζωή μου περισσότερο από την κατασκήνωση», δηλώνει ο 24χρονος Αλέξανδρος, «δεν υπάρχει μέρος όπου να έχω νιώσει πιο πολύ ο εαυτός μου».
Παρά τη μεγάλη τους προσπάθεια, ο κ. Σωσσίδης αναφέρει πως τους λείπει ακόμη ένα ποσό 75.000 ευρώ για την ολοκλήρωση δύο οικίσκων διαμονής των κατασκηνωτών, την αποκατάσταση της κοίτης του ρέματος και για φυτεύσεις, όπως και ένα επιπλέον μεγαλύτερο ποσό για τις κατοικίες του προσωπικού υποστήριξης, οι οποίοι φέτος θα μείνουν σε δωμάτια στον Αη Γιάννη. Αλλά είναι αισιόδοξος. «Ο κόσμος της ΧΑΝ», λέει στην «Κ», «δεν πρόκειται να την αφήσει να σβήσει».