Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα

Δεν έχει χάσει την αρχιτεκτονική της ταυτότητα. Ο πολιτισμός είναι η «πανοπλία» της Σύρου. Ομως, ο τουρισμός του κοκτέιλ μπαρ και του Airbnb πιέζει όπως παντού. Οι Συριανοί, παλιοί και νέοι, προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία

14' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Βρε παιδί μου, πώς γίνεται να έχει φτάσει ο άνθρωπος στο φεγγάρι και να μην έχει εφευρεθεί ένα μηχάνημα να μας κουβαλάει τα ψώνια στα σκαλιά;», σχολίαζε μια μεσόκοπη Ανωσυριανή. Είχε σταθεί με τον άνδρα της κάτω από ένα στεγάδι με σακούλες ανά χείρας. Ξαπόσταιναν για να διανύσουν φορτωμένοι τον ασβεστωμένο Γολγοθά ώς το σπίτι. «Αυτό είναι το πρόβλημα; Ή μήπως ότι για να αγοράσουμε τα καθημερινά αναγκαζόμαστε να πάμε ώς την Ερμούπολη», απαντούσε στωικά εκείνος.

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-1
Ο 40άρης Δημήτρης Σταυρακόπουλος είναι ο νεότερος δημιουργός μουσείου στην Ελλάδα, αναβιώνοντας την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Περπατούσαμε στα λαβυρινθώδη στενά της Ανω Σύρου με τον Ιωσήφ Στεφάνου, ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ, όταν περάσαμε από δίπλα τους. «Δίκιο έχει. Οταν εγώ μεγάλωνα εδώ μετά τον πόλεμο, ο τόπος αυτός έσφυζε από παιδιά και μαγαζιά, είχε αυτονομία, τώρα έχει μόνο μπαρ. Το καλοκαίρι δεν στέκεσαι από τον κόσμο, τον χειμώνα είναι νέκρα», συμπλήρωσε για τον ανεμοδαρμένο λόφο όπου συγκροτήθηκε ο πρώτος –καθολικός το θρήσκευμα– οικιστικός πυρήνας τον 13ο αιώνα, πολύ πριν την Ερμούπολη που πήρε σάρκα και οστά τον 19ο αιώνα.

Γαλλοσπουδασμένος ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος Στεφάνου είχε από νωρίς την έγνοια να προστατευτεί η παραδοσιακή αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική στη γενέτειρά του Ανω Σύρα, όσο και η νεοκλασική πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Ηταν το πρόσωπο-κλειδί που φρόντισε να εκδοθούν τα σχετικά κρατικά διατάγματα ήδη από τη δεκαετία του ’70, ισχύοντα έως τις μέρες μας. Αυτό έγινε με μεγάλο προσωπικό κόστος, όπως τονίζει: «Το ότι μπήκαν από νωρίς κανόνες ήταν κάτι που –τότε τουλάχιστον– δεν άρεσε καθόλου στους συμπατριώτες μου. Ηθελαν όπως όλοι οι Ελληνες να κάνουν του κεφαλιού τους στο χτίσιμο. Ο πατέρας μου ερχόταν κάθε τόσο: “Τι τους έχεις κάνει; Πάω στον καφενέ και τσακώνομαι γιατί μου λένε ‘Ο γιος σου φταίει!’. Να μου εξηγήσεις να ξέρω τουλάχιστον”. Με αυτό το μαράζι πέθανε. Ηταν μια νίκη η προστασία, αλλά πύρρειος. Μπορεί μεν να διατηρήσαμε αρχιτεκτονικά σε κάπως καλό επίπεδο τον μεσαιωνικό οικισμό της Ανω Σύρου, όμως απειλείται πια η κοινότητα των ανθρώπων της.

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-2
Ο Ιωσήφ Στεφάνου, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, ιδρυτής του Ινστιτούτου Σύρου, προστάτευσε από νωρίς την αρχιτεκτονική κληρονομιά του νησιού. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Κάποτε εδώ ήταν ένα πρότυπο συμβίωσης. Μια μάνα άκουγε το μωρό της γειτόνισσας να κλαίει και έτρεχε πρώτα εκείνη. Τώρα τα περισσότερα σπίτια είναι κλειστά το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, διότι τα έχουν αγοράσει ξένοι ή Αθηναίοι. Ευτυχώς στην πλειονότητά τους τα σεβάστηκαν και τα έσωσαν. Πολλοί από τους ντόπιους σκέφτονται το εύκολο κέρδος, έτσι ξεφύτρωσαν μόνο μπαράκια τελευταία. Δεν καταλαβαίνουν ότι πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Βλέπουν τη Μύκονο στον ορίζοντα και τη ζηλεύουν, αλλά δεν παίρνουν μάθημα από τη σημερινή της κατάσταση», συμπλήρωσε ο Στεφάνου. Σκέφτηκα πως αν στις ημέρες μας σεργιανούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης στον γενέθλιο τόπο του, θα του είχε έρθει συγκοπή όπως έλεγε και ο στίχος της Φραγκοσυριανής. Τα κουτούκια της εργατιάς με τη ρετσίνα μετατράπηκαν σε κοκτέιλ μπαρ. Ομως, κάθε φορά που με έπιανε απαισιοδοξία σε αυτή την τριήμερη διαδρομή στην αθέατη Σύρο, ερχόταν ως διά μαγείας και το αντιστάθμισμά της.

Μία φούντωση…

Οπως το επόμενό μας ραντεβού που ήταν με 15 πιτσιρίκια με μπουζούκια και κιθάρες. Μας περίμεναν λίγο πιο κάτω στα λευκά στενά, εκεί όπου βρίσκεται το άγαλμα του ρεμπέτη. Είναι οι μαθητές της Μεγάλης του Μάρκου Σχολής, αλλιώς «Εν Χορδαίς και Οργάνοις», που ιδρύθηκε το 2017 με την πρωτοβουλία του Σταύρου Ξαρχάκου και άλλων πεφωτισμένων ανθρώπων. «Προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να κρατήσουμε ζωντανό το ρεμπέτικο, το λαϊκό και τη βυζαντινή παράδοση», μας εξηγούσε ο Αρίστος Βαμβακούσης, ένας επαγγελματίας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού που διδάσκει εκεί. Η Σχολή στην Ερμούπολη έχει 100 εγγεγραμμένους εκ των οποίων οι 40 μαθαίνουν μουσική και οι υπόλοιποι εικαστικά και ελεύθερο σχέδιο. «Το παλεύουμε και όσο υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες η Σύρα δεν θα γίνει μόνο τουρισμός. Εκτός από εμάς υπάρχουν και πολλές θεατρικές ομάδες, ομάδες χορού, αθλητικοί σύλλογοι, πυρήνες ανθρώπων που δίνουν αγώνα να υπάρχει ποικιλία και ερεθίσματα τους μήνες εκτός θερινής σεζόν. Αυτό μας σώζει, η ζωή τον χειμώνα».

«Τα καινούργια εστιατόρια για τα μεγάλα πορτοφόλια είναι απλησίαστα για εμάς. Παλιά σ’ ένα ταβερνάκι έδινες 17 ευρώ το άτομο. Τώρα ίδια τιμή κοντεύει να έχει το κοκτέιλ», σχολιάζει ο μουσικός Αρίστος Βαμβακούσης.

«Το τρελό είναι βέβαια ότι βγάζουμε νέους στη Σχολή που αγαπάνε τη μουσική και δεν έχουν ένα μαγαζί να παίξουν στη Σύρο. Και δεν είναι ότι έχουν κλείσει μόνο τα ρεμπετάδικα. Μετά τον Οκτώβρη δεν βρίσκεις εύκολα ούτε ταβέρνα να φας», λέει ο Βαμβακούσης. «Ο λόγος είναι ότι στην εστίαση έχουν πλέον μπει –μετά την πανδημία– επιχειρηματίες που δεν είναι ντόπιοι και δεν τους νοιάζει να κρατήσουν τα μαγαζιά ανοιχτά τους δύσκολους μήνες. Αλλά και το καλοκαίρι η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, ψάχνεις να βρεις μια χωριάτικη και έναν κεφτέ. Τα καινούργια εστιατόρια για τα μεγάλα πορτοφόλια είναι απλησίαστα για εμάς. Παλιά σ’ ένα ταβερνάκι έδινες 17 ευρώ το άτομο και ο ιδιοκτήτης ήταν όλη τη μέρα στην κουζίνα πάνω στα τηγάνια. Τώρα, ίδια τιμή κοντεύει να έχει το κοκτέιλ που ετοιμάζεται σε ένα λεπτό. Τι θα προτιμήσει ένας επιχειρηματίας από τα δύο; Είναι αστείο αλλά νοσταλγούμε τη Σύρα που υπήρχε πέντε χρόνια πριν», λέει ο Βαμβακούσης. Δίπλα του κάθεται ο 54χρονος Λευτέρης Ζάννες, μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής της Σχολής. Είναι μεσίτης, είχε ζήσει στην Αθήνα και επέστρεψε στα πάτρια.

Το μπόλιασμα

«Εχουμε αρκετούς μόνιμους κατοίκους από το εξωτερικό και την Αθήνα που έχουν μπολιάσει καλά το νησί. Το επιλέγουν διότι έχουμε αεροδρόμιο, καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση και νοσοκομείο. Είναι μέρος ασφαλές, αφήνουμε τα κλειδιά πάνω στην πόρτα και οι 20.000 κάτοικοι κάνουν τον τόπο να ζει όλες τις εποχές. Πέραν αυτού η Σύρα έχει την ιστορία και τον πολιτισμό της, αυτή είναι η “πανοπλία” που την προστατεύει επειδή προσελκύει πιο ψαγμένους ανθρώπους και όχι αυτούς που θέλουν απλώς ένα σπίτι διακοπών. Τα τελευταία χρόνια βέβαια συντελείται σε όλες τις Κυκλάδες μια αλλαγή που αν δεν μπει φρένο θα διαλυθεί η κατάσταση. Θα γίνει εδώ ό,τι και στην Πάρο όπου πελάτες μου θέλουν να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους και να βρουν κάτι στη Σύρα επειδή ακόμα είναι πιο ήσυχα. Είμαστε στο μεταίχμιο. Κάποτε είχε μετρημένα στα δάχτυλα Airbnb στο νησί μας, τώρα είναι πάρα πολλά. Τα νοίκια έχουν ανέβει και οι δάσκαλοι, οι πυροσβέστες και οι φοιτητές δεν βρίσκουν πού να μείνουν», λέει ο Ζάννες. Τον ρώτησα αν και εκείνος που είναι μεσίτης έχει ευθύνη. «Αλήθεια είναι και αναλαμβάνω το μερίδιο που μου αναλογεί. Ως και που σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά. Μέχρι να το κάνω τουλάχιστον φροντίζω αυτοί που θα αγοράσουν σπίτια να είναι καλές περιπτώσεις».

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-3
Ο Μανώλης Ζώρζος, παλιός ναυτικός και καραβομαραγκός, βλέπει τα καΐκια να σπάνε και κάνει μικρά μοντέλα έτσι ώστε κάτι να σωθεί όταν τα ξύλινα πλεούμενα εξαφανιστούν. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Είναι γεγονός πάντως ότι η ενδοχώρα της Σύρου έχει ανοικοδομηθεί αρκετά, το διαπιστώσαμε πηγαίνοντας μέχρι το παλιό ψαροχώρι του νησιού, το Κίνι. Κάποτε είχε ψαροκαφενέδες. Η γέννημα-θρέμμα Συριανή Λίνα Φουρνιστάκη είναι η ιδιοκτήτρια και σεφ του εστιατορίου «Αλλού Γυαλού». Εφτασε κατάκοπη από τις προετοιμασίες ανοίγματος όχι μόνο αυτού του μαγαζιού αλλά και του ΟΝΟ Concept στις Αγκαθωπές που είναι μυκονιάτικου στυλ. Μπήκε στην εστίαση από μικρή καθώς η θεία της είχε μια ονομαστή ταβέρνα στον –εντελώς παρθένο τότε– γειτονικό κόλπο, το Δελφίνι: «Μεγάλωσα εκεί τα καλοκαίρια. Αλλες εποχές. Ερχονταν οι άνθρωποι με τα βρεγμένα μαγιό. Εφοπλιστές και εναλλακτικοί με το σακίδιο κάθονταν δίπλα δίπλα. Τώρα ο πελάτης –ακόμα και ο χαμηλόμισθος– θέλει να νιώσει βασιλιάς στις διακοπές του, θέλει το προσεγμένο, στις γεύσεις και στο ύφος, μαγαζί. Εδώ, λ.χ., πληρώνουμε για τα δικαιώματα της μουσικής που παίζουμε, έχουμε καλής ποιότητας καρέκλες, σερβίτσια και ποτήρια, τραπεζομάντιλα και κρασιά, πρώτη ύλη, μεγάλη μισθοδοσία προσωπικού. Για να βγαίνουμε οικονομικά μέσα στους μήνες που είμαστε ανοιχτοί, πρέπει να τζιράρουμε. Με ρωτούν γιατί δεν βάζω γεμιστά. Μα αν τα χρεώσω 18 ευρώ θα μου τα φέρουν στο κεφάλι και θα έχουν δίκιο. Αναγκαστικά πας σε ψάρι και κρέας. Ο πελάτης που αναζητά luxury σέρνει τον χορό και εμείς ακολουθούμε. Να του γυρίσουμε την πλάτη; Αφού αυτός μας ζει. Ή να κάνουμε αυτό που κάνουν άλλοι οι οποίοι κρατάνε μια ταβέρνα όπως ήταν στη δεκαετία του ’80 με τιμές του 2024;».

Βακαλάος ή σεβίτσε;

Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στο στενάκι της Ερμούπολης όπου βρίσκεται ο γυναικείος συνεταιρισμός Ανω Σύρου, «Καστρί». Εκεί υπάρχουν οικονομικές τιμές σε σουτζουκάκια, όσπρια και μαγειρευτά. Ο φορέας ξεκίνησε το 1999 και έχει δώσει οικονομική ανεξαρτησία σε πολλές Ανωσυριανές που ετοιμάζουν με στοργή τα σπιτικά φαγητά που γίνονται ανάρπαστα μέσα σε μερικές ώρες. Μέχρι και τουρίστες είδαμε στην ουρά. Στο νησί πάντως μαίνεται η μάχη ανάμεσα στον βακαλάο και το σεβίτσε, με το τελευταίο να αντεπιτίθεται σε όλα τα μέτωπα. Η επικράτησή του είναι κρίκος μιας αλυσίδας στην οικονομία. Ηρθαν ευκατάστατοι που αγόρασαν και έφτιαξαν τα αρχοντικά τα οποία κατέρρεαν. Επένδυσαν τεράστια ποσά. Ετσι αναγεννήθηκε η Ερμούπολη και σώθηκαν υπέροχες επαύλεις στις εξοχές. Αυτοί όμως θα θελήσουν να βγουν να φάνε σε ακριβό μαγαζί, θα έρθουν φίλοι τους να μείνουν σε πολυτελή ξενοδοχεία, θα φέρουν τα σκάφη τους. Κάποτε προτιμούσαν το νησί Ελληνες οικογενειάρχες, σε λίγο δεν θα το αντέχει η τσέπη τους. Από την άλλη, η Σύρος έχει το αντίδοτο στον υπερτουρισμό διότι η οικονομία της δεν εξαρτάται μόνο από τους επισκέπτες. Συγκεντρώνει όλες τις κρατικές υπηρεσίες ως πρωτεύουσα του νομού με πολλούς δημοσίους υπαλλήλους, ενώ υπάρχει και το Νεώριο, ιδρυθέν το 1861, μία από τις παλαιότερες ελληνικές επιχειρήσεις.

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-4
Η Λίνα Φουρνιστάκη, σεφ και επιχειρηματίας της εστίασης, φωτογραφίζεται στο εστιατόριο «Αλλού Γυαλού», στο Κίνι, με τον σκύλο της Νοέλ. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Πέρασε από χέρια ξακουστών οικογενειών όπως οι Γουλανδρήδες που έφτιαξαν ακόμα και γραμμή παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων Enfield. Το ναυπηγείο είχε ανόδους και πτώσεις, συμπαρασύροντας και την οικονομία του νησιού. Από το 2018 επαναλειτουργεί με ιδιοκτήτη την ελληνοαμερικανικών συμφερόντων ONEX. Μέχρι στιγμής, οι εργασίες που γίνονται εκεί είναι αποκλειστικά επισκευαστικές, κάτι που αναγκαστικά περιλαμβάνει και αμμοβολές στα ύφαλα των πλοίων. Αυτήν την εξαετία οι κάτοικοι είναι διχασμένοι: από τη μια οι περίπου 400 σταθεροί εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους που στηρίζουν σθεναρά το ναυπηγείο και από την άλλη μια δυναμική ομάδα πολιτών που ίδρυσαν το Παρατηρητήριο Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου, με απαίτηση να λειτουργεί μεν αλλά να εξαλείψει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα. Η διοίκηση της επιχείρησης έχει κάνει αγωγές κατά του σωματείου και το κλίμα είναι τεταμένο. «Αν κάτσεις μερικές ημέρες στην Ερμούπολη θα νομίζεις ότι στον ουρανό είναι κρυμμένος ένας γιγαντιαίος οδοντίατρος που κάνει τροχό, διότι ακούγεται συνεχώς θόρυβος, ενώ μπαλκόνια και βάρκες καλύπτονται καθημερινά με σκόνη που σίγουρα δεν είναι αθώα και την αναπνέουμε όλοι μας», λέει ένας κάτοικος.

Μέσα στο ναυπηγείο υπάρχει οργασμός εργασιών με τη μια δεξαμενή να φιλοξενεί ένα καράβι της αλγερινής ακτοπλοΐας. Στην είσοδο μας περίμενε ο Γιάννης Βαμβακούσης, ο παλιός λιμενάρχης που έγινε στέλεχος της επιχείρησης, για να μας κάνει βόλτα στις εντυπωσιακές εγκαταστάσεις. «Αντιλαμβανόμαστε την ανησυχία που έχει μια μερίδα της τοπικής κοινωνίας», είναι οι πρώτες του κουβέντες. «Ολες μας οι λειτουργίες είναι αδειοδοτημένες από το κράτος και ακολουθούν πρωτόκολλα, υπάρχει ειδικός εξοπλισμός μέτρησης ρύπων και οι τιμές ποτέ δεν έχουν ξεπεράσει τα όρια», συμπληρώνει, λέγοντας ότι το προσεχές διάστημα η ιδιοκτησία έχει επενδυτικό πλάνο που θα αλλάξει την εικόνα της ναυπηγικής βιομηχανίας στη χώρα με το βλέμμα και προς τα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Στόχος είναι να εκμηδενιστεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και εκτός από τις επισκευές να γίνονται και κατασκευές στον χερσαίο χώρο. «Τώρα σχεδιάζεται αυτή η αναβάθμιση. Η Σύρος έμεινε όρθια και στην πανδημία και σε δύσκολες περιόδους, διότι είχε το Νεώριο που σήμερα μπορεί να απασχολήσει έως και 600 εργαζομένους ανάλογα με τις ανάγκες», τονίζει.

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-5
Ο Γιάννης Βαμβακούσης, παλιός λιμενάρχης και νυν στέλεχος του Νεωρίου, μπροστά σε μία από τις δεξαμενές όπου επισκευάζεται ένα μεγάλο καράβι. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ο Μανώλης Βορίσης, Αθηναίος κτηνίατρος που ζει στη Σύρο 14 χρόνια, είναι από τα ιδρυτικά στελέχη του Παρατηρητηρίου: «Ζήσαμε δυσάρεστες καταστάσεις στην εκδίκαση των αγωγών, με το νησί να έχει δύο στρατόπεδα. Δεν θέλουμε να κλείσει η επιχείρηση αλλά από την ημέρα που άνοιξε ξανά το 2018, δεν έχει γίνει κάτι για να μειωθεί η επιβάρυνση που πλήττει την ποιότητα ζωής. Σε απόσταση βολής βρίσκονται σχολεία και νοσοκομεία και τα ρινίσματα απλώνονται σε τεράστια ακτίνα, είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. Αφήνεις ένα λευκό αμάξι το βράδυ και το πρωί έχει αλλάξει χρώμα. Είμαστε ένα μικρό νησί με ευάλωτο οικοσύστημα που η προστασία του πρέπει να είναι η προτεραιότητα για όλους», λέει ο άνθρωπος που με προσωπικό αγώνα άλλαξε την εικόνα που είχαν τα αδέσποτα στο νησί. Ενεργός πολίτης, ευαισθητοποιημένος σε πολλά μέτωπα, ο κτηνίατρος τοποθέτησε μαζί με εθελοντές φροντισμένες ταΐστρες για γάτες σε κάποια σημεία της Ερμούπολης και των οικισμών. Με ομιλίες σε σχολεία έχει διαμορφώσει πολλές ζωοφιλικές συνειδήσεις εξ απαλών ονύχων. Είναι ένας επαγγελματίας που έχει κοινωνικό έργο, άπειρες εργατοώρες φροντίδας των ζώων αμισθί και χρήματα από την τσέπη του για να στηρίξει εθελοντικές προσπάθειες. Κάθε τόσο παρέχει τις κτηνιατρικές του υπηρεσίες και στην Τήνο: «Εκεί η κατάσταση έχει ξεφύγει στην ακρίβεια. Το κλαίω το νησί. Οικόπεδα που έκαναν μερικές χιλιάδες ευρώ έχουν ανεβεί εκατοντάδες χιλιάδες. Η Σύρος αντέχει ακόμα διότι δεν έχει τέτοια φυσική καλλονή, διαθέτει μια ζωντανή πόλη και τον χειμώνα με πολύ κόσμο. Ομως είμαστε στο όριο. Αν δεν φροντίσουμε το μέλλον με σχέδιο θα μας πάρει η κάτω βόλτα», λέει.

Πόση μνήμη χωράει σε ένα καΐκι, ένα σπίτι, ένα λουκούμι

Μικροί θησαυροί, σπαράγματα του μεγαλοαστικού παρελθόντος του νησιού

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-6
Η Ντίνα Συκουτρή εκ Σμύρνης κρατάει ζωντανή την παράδοση του λουκουμιού στο οικογενειακό εργαστήριό της στην Ερμούπολη με πατροπαράδοτες τεχνικές.  [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Στο εργαστήριο παραγωγής λουκουμιών της Ντίνας Συκουτρή στην Ερμούπολη ξεχωρίζει η φωτογραφία που έχει η ιδιοκτήτρια αγκαλιά με τον Μάνο Ελευθερίου: «Μου λείπει. Ηταν ο φύλακας άγγελος των γραμμάτων και της Ιστορίας του νησιού. Ηξερε να τιμά όποιον βαστούσε την παράδοση. Το ταπεινό τόσο δα λουκουμάκι κλείνει μέσα του τη σχέση με τις χαμένες πατρίδες και δίνει γλύκα σε όλες τις περιστάσεις της ζωής στη Σύρα: αρρεβώνα, γάμο, βάφτιση, κέρασμα, αλλά ακόμη και στα μνημόσυνα και τις κηδείες. Κάποτε ήταν και το μόνο γλυκό που μπορούσαμε να φάμε όλοι. Διότι εγώ μεγάλωσα εδώ στο λιμάνι ανάμεσα στους φτωχούς ανθρώπους του μόχθου και το θεωρώ μεγάλη μου τιμή. Σήμερα έρχονται πολλοί που θέλουν να μας δείξουν ότι έχουν να πληρώσουν. Αλλά αυτό δεν είναι καλή συνταγή διότι βάζει τους κατοίκους στη λογική του εύκολου πλουτισμού και όχι στην παραγωγή».

«Το ταπεινό λουκουμάκι κλείνει μέσα του τη σχέση με τις χαμένες πατρίδες και δίνει γλύκα σε όλες τις περιστάσεις της ζωής στη Σύρα. Κάποτε ήταν και το μόνο γλυκό που μπορούσαμε να φάμε όλοι», λέει η Ντίνα Συκουτρή.

Αν το λουκούμι αντέχει, μια άλλη παραδοσιακή τέχνη κινδυνεύει. Ο Μανώλης Ζώρζος, ο «Φουσκής» για τους Συριανούς, μας ξενάγησε στο οικογενειακό καρνάγιο όπου ο πατέρας του σκάρωσε δεκάδες τσερνίκια, περάματα, τρεχαντήρια και βαρκαλάδες. Παλιός καπετάνιος, έχει κι αυτός σκαρώσει κάποια δικά του πλεούμενα, αλλά η πιο σπουδαία συνεισφορά του τα τελευταία χρόνια είναι ότι φτιάχνει μοντέλα των παραδοσιακών σκαριών σε κλίμακα 1 προς 10: «Ετσι όπως τα σπάνε, στο τέλος δεν θα μείνει ούτε ένα καΐκι και ένιωσα την ανάγκη να κατασκευάσω αυτά για να ξέρει μια ημέρα ο κόσμος πώς ήταν τα ξύλινα. Μια φορά φέρανε ένα του πατέρα μου να το καταστρέψουν εδώ έξω. Eκλεισα την πόρτα να μην το δει, αλλά εκείνος το πήρε χαμπάρι και βούρκωσε. Φαντάσου να σκύβεις για μήνες πάνω από τα ξύλα, να τους δίνεις μορφή και πνοή και μετά να βλέπεις έναν εκσκαφέα να διαλύει αυτό που έφτιαξες σε πέντε λεπτά…».

Από μια τρύπα…

Δίπλα όμως από το καρνάγιο σε ένα μικρό στενό, μας περίμενε ένα απροσδόκητο θαύμα. Η κλωστοϋφαντουργική μονάδα Ζησιμάτου, που λειτούργησε από το 1918 έως το 1984, μετατράπηκε σε μουσείο χάρη στη δεκαετή προσπάθεια ενός νεαρού Συριανού, του Δημήτρη Σταυρακόπουλου. Είχε πάντα τη μανία να μαζεύει παλιά πράγματα και το 2013 μπήκε στο κτίριο από μια τρύπα στον τοίχο. Μαγεύτηκε από το θέαμα, μια και τα νήματα είχαν μείνει ακόμη πάνω στις πλεκτικές μηχανές. Eπεισε τους ιδιοκτήτες να του το νοικιάσουν με χαμηλό μίσθωμα και με προσωπική εργασία και ίδιους πόρους το έκανε ένα κομψότατο μουσείο για την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας στη Σύρο. «Το δικό μου στοίχημα ήταν να το κάνω βιωματικό και βιώσιμο. Να πείσω τους συνομηλίκους μου, τους πιο νέους Συριανούς, να ανακαλύψουν την Ιστορία του νησιού με δράσεις που συμπεριλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και συνδυάζουν και την επιμόρφωση και τη γοητεία της εμπειρίας», λέει ο κ. Σταυρακόπουλος, που στα 40 του χρόνια είναι ο νεότερος δημιουργός μουσείου στην Ελλάδα. Ιδρύοντας τον φορέα Hermoupolis Heritage σχεδιάζει και εκδρομές στις εξοχές της Σύρου, όπου ξεφυτρώνουν οι παλιές επαύλεις, ένα σπάραγμα του μεγαλοαστικού παρελθόντος.

Σύρος: Αγωνιζόμαστε να έχουμε ζωή και τον χειμώνα-7
Η Ευαγγελία Δούνια, Αθηναία, ερωτεύτηκε τη Σύρα από το σπίτι του συζύγου της Λέοντα Δούνια, απόγονο της μεγάλης επιχειρηματικής οικογενείας Κουλούρη. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Περάσαμε το κατώφλι ενός τέτοιου σπιτιού στην Παρακοπή, όπου μας περίμενε η αριστοκρατική κυρία Ευαγγελία Δούνια, της οποίας ο αείμνηστος σύζυγος Λέοντας ήταν απόγονος της μεγάλης συριανής επιχειρηματικής οικογενείας Κουλούρη. «Σ’ αυτόν τον κήπο των 12 στρεμμάτων με τα βοτσαλωτά, τις φιστικιές και τα πεύκα έχουμε ζήσει τα πιο ωραία τραπεζώματα και δεξιώσεις με κόσμο, που ερχόταν από την Αθήνα και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το νησί είχε τέτοια αρχοντιά. Κι εγώ από τη μεριά μου φρόντισα να διατηρήσω όλα τα παλιά έπιπλα, να το κρατήσω το σπίτι σε ένα επίπεδο, ακόμη κι αν τα οικονομικά δεν ήταν πια τόσο ανθηρά όπως στο παρελθόν. Μακάρι και τα παιδιά και τα εγγόνια μου να του έχουν αυτή την αφοσίωση, διότι καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι στην εποχή μας, με τα έξοδα συντήρησης να έχουν φτάσει στον Θεό». Hπιαμε τον καφέ μας στα παλιά πορσελάνινα φλυτζάνια με τα κομψά ασημένια κουτάλια. Μιλήσαμε για τον συριανό ορισμό της πολυτέλειας: να ξυπνάς σε ψηλοτάβανη κρεβατοκάμαρα και να ακούς τον άνεμο να θροΐζει στα δένδρα. Θυμήθηκα τη φράση του Νίκου Δήμου για εκείνους τους πρώτους εποίκους που έφτιαξαν από το τίποτε την Ερμούπολη: ήταν σαν εξωγήινοι, ήρθαν, δημιούργησαν και ύστερα χάθηκαν. Ανάμεσά τους ήταν και οι δικοί μου πρόγονοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT