Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»

Στη 15η επέτειο από την έναρξη της λειτουργίας του, το αμφιλεγόμενο στην αρχή Μουσείο Ακροπόλεως έχει εξελιχθεί σε υπόδειγμα για τη δημιουργία ενός τοποσήμου που άλλαξε τη μοίρα της οικιστικής «ενδοχώρας» του

8' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αναζητώντας το «σημείο μηδέν» της τουριστικής απογείωσης του Κουκακίου, η 20ή Ιουνίου του 2009 μοιάζει με μια καλή βάση εκκίνησης. Αλλά είναι και η μοναδική; Τα εγκαίνια του (νέου) Μουσείου της Ακρόπολης πριν από ακριβώς 15 χρόνια αποσυντόνισαν το εκκρεμές των αθηναϊκών αξιοθεάτων που μέχρι τότε ταλαντώνονταν κάπως μονότονα και προβλέψιμα ανάμεσα στα πάντα δημοφιλή μνημεία του Ιερού Βράχου και στο ασθμαίνον, από απόψεως επισκεψιμότητας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην άλλη πλευρά της πόλης.

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»-1
[ΑΠΕ-ΜΠΕ]

Ξαφνικά, ο βασικός πόλος (τουριστικού) ενδιαφέροντος, συνεπικουρούμενος και από τα έργα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων που είχαν παραδώσει σε κατοίκους και επισκέπτες έναν πρωτοφανούς έκτασης και κάλλους άξονα περιπάτου κάτω από την Ακρόπολη, πήρε φωτιά· το νέο μονοθεματικό μουσείο, με την υπογραφή ενός αρχιτέκτονα διεθνούς εμβελείας, του Μπερνάρ Τσουμί, ο οποίος θα αναγορευθεί αύριο Δευτέρα επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, προσείλκυε από την έναρξη της λειτουργίας του περίπου 10.000 επισκέπτες την ημέρα. Μόνο στους πρώτους έντεκα μήνες κόπηκαν στον νέο προορισμό της Αθήνας τόσα εισιτήρια όσα και πέρυσι, δηλαδή στην καλύτερη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού. Αυτό δεν ήταν μουσείο, ήταν τουριστικός ανεμοστρόβιλος.

Μπουμ στα ακίνητα

Η συνέχεια είναι γνωστή: η οικιστική ενδοχώρα του μουσείου, η γειτονιά του Μακρυγιάννη και το Κουκάκι, εξελίχθησαν σταδιακά σε άτυπες πρωτεύουσες της άγουρης, ακόμη, ελληνικής βιομηχανίας της βραχυχρόνιας μίσθωσης, τα διαθέσιμα ακίνητα προς ενοικίαση έγιναν απελπιστικά δυσεύρετα, με αποτέλεσμα οι τιμές να σκαρφαλώσουν σε πρωτοφανή επίπεδα. Το 2016, σε έρευνα της Airbnb, το Κουκάκι συμπεριλαμβάνεται στις «16 καλύτερες γειτονιές του κόσμου» (…), καταλαμβάνοντας την πέμπτη θέση, καταγράφοντας αύξηση 800% στις κρατήσεις και «εξαιρετικά σχόλια από τους επισκέπτες». Καταμεσής της κρίσης, το success story του Κουκακίου γίνεται μια ένεση αυτοπεποίθησης και ουρανοκατέβατου εισοδήματος για το καταρρακωμένο ηθικό (και πορτοφόλι) της αθηναϊκής μεσαίας τάξης. Από κοντά αναπτύσσεται μια ολόκληρη αγορά που απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτή τη νέα «φυλή» τουριστών, που στην αρχή, τουλάχιστον, είναι στην πλειοψηφία τους νέοι, εναλλακτικοί (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και θεωρητικά εραστές της αυθεντικότητας: εστιατόρια, μπαρ, καφέ, χόστελ, σελφ σέρβις πλυντήρια ρούχων, σουβλατζίδικα, κουτούκια, μίνι μάρκετ, καταστήματα ενοικίασης ποδηλάτων και φυσικά κάθε είδους τουριστικές παγίδες παίρνουν τη θέση συνοικιακών καταστημάτων που είτε φυτοζωούσαν είτε είχαν κατεβάσει ρολά κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μια νέα γειτονιά, πολυεθνική, ζωντανή και ρευστή δημογραφικά, αναδύεται πάνω στα λείψανα της παλιάς.

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»-2
[ΑΠΕ-ΜΠΕ]

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»-3Ηταν, όμως, το νέο Μουσείο ο καταλύτης για μια τόσο απότομη στροφή; Ζητάω την άποψη του αρχιτέκτονα και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών Πάνου Δραγώνα: «Νομίζω πως οι βασικές αποφάσεις για τον τρόπο υλοποίησης του μουσείου δικαιώθηκαν απολύτως από τις εξελίξεις. Σε μεγάλο βαθμό το μουσείο τις επιτάχυνε, αλλά σε γενικές γραμμές ο Μακρυγιάννης και το Κουκάκι την ίδια εικόνα θα είχαν σήμερα ακόμη και με ένα πιο μικρό και ταπεινό μουσείο. Το μουσείο, δηλαδή, υποδέχθηκε με επιτυχία την τεράστια τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας, τη διευκόλυνε και ίσως τοπικά στην περιοχή την ενέτεινε, αλλά δεν είναι αυτό που την προκάλεσε. Περισσότερο καθοριστική έχω την αίσθηση πως ήταν η συνέργεια με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και κατ’ επέκταση με τη Στέγη, που έδωσαν μεγαλύτερο βάθος στην ανάπτυξη της περιοχής προς τα νότια. Αν αντί του Μακρυγιάννη, είχε επιλεγεί η θέση της Κοίλης, μπορεί η δυναμική της πόλης σήμερα να ήταν λίγο διαφορετική προς τα Πετράλωνα. Αλλά νομίζω πως ποτέ δεν συζητήθηκε σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο από τη μεριά των αρχαιολόγων». Μιλώντας με αρχιτέκτονες όπως ο Δραγώνας καταλαβαίνεις ότι τα παλιά (και φαινομενικά ξεχασμένα σήμερα) ερωτήματα τόσο για τη χωροθέτηση του μουσείου όσο και για το μέγεθός του διατηρούν την έντασή τους στα βάθη της σκέψης.

Ηταν η τουριστική αύρα της περιοχής που του χάρισε το φωτοστέφανο του μουσειακού «γκανιάν» της πόλης ή ήταν η νέα τουριστική υποδομή που κατέβασε τα πλήθη κάτω από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου;

«Η υλοποίηση του Μουσείου της Ακρόπολης προδιέγραψε τη σημερινή τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας. Οι κύριες αρχές στις οποίες βασίστηκε ο σχεδιασμός του Μπερνάρ Τσουμί, η μεγάλη κλίμακα, η διαλεκτική σχέση με τον Βράχο και τον Παρθενώνα, η σαφήνεια του αρχιτεκτονικού περιπάτου και της μουσειακής αφήγησης, δικαιώθηκαν από την εξέλιξη της πόλης, τα πλήθη των τουριστών που καθημερινά καταφθάνουν και τον τρόπο με τον οποίο σήμερα γίνονται αντιληπτά τα μνημεία της Ακρόπολης. Αξίζει πάντως να θυμηθούμε πως στο παρελθόν, μέσα από μια σειρά αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, είχε ανοίξει μια συζήτηση για τη σχέση της σύγχρονης Αθήνας με ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του δυτικού πολιτισμού. Μεταξύ άλλων ο Χρήστος Παπούλιας, που μόλις έφυγε από τη ζωή, σε μια συγκινητική μελέτη για ένα “Εριχθόνιο” μουσείο πάνω στον Βράχο της Ακρόπολης, είχε τεκμηριώσει την πρότασή του στην αναγκαιότητα παραμονής των αρχαϊκών μνημείων στο έδαφος της ίδιας της Ακρόπολης στο οποίο δημιουργήθηκαν και στο οποίο αναφέρονται. Τι είναι, όμως, πιο σημαντικό; Η κατανόηση και ερμηνεία της πολύπλευρης συμβολικής αξίας του μνημείου που για τη συντριπτική πλειοψηφία των επισκεπτών του παραμένει νεφελώδης; Ή η δημιουργία μιας άψογα υλοποιημένης, λειτουργικής και εύληπτης υποδομής; Τα 15 χρόνια επιτυχούς λειτουργίας του μουσείου πιθανώς να μην είναι ακόμη επαρκή ώστε να δώσουμε μια οριστική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα».

Μετρό και πεζόδρομος

Στην περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί η λαϊκή ρήση με την κότα και το αυγό: ήταν η τουριστική αύρα της περιοχής, στις παρυφές της Πλάκας και σε οπτική επαφή με τον Ιερό Βράχο που χάρισε στη νέα πολιτιστική της υποδομή το φωτοστέφανο του μουσειακού «γκανιάν» της πόλης ή, αντίστροφα, ήταν το μουσείο που κατέβασε τα τουριστικά πλήθη κάτω από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Η αλήθεια είναι ότι πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης είχαν προηγηθεί τρία εξίσου σημαντικά για την εξέλιξη της περιοχής γεγονότα που πολλές φορές υποτιμάμε τη σημασία τους και φαίνεται ότι λειτούργησαν σαν «προσάναμμα» για τα όσα είδαμε να συμβαίνουν από το 2009 και μετά: πρώτον, η λειτουργία του μετρό το 2000 με δύο σταθμούς στην ευρύτερη γειτονιά («Ακρόπολη» και «Συγγρού-Φιξ»), δεύτερον, η ολοκλήρωση των έργων της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και τρίτον, η πεζοδρόμηση της οδού Μακρυγιάννη. Το μετρό απλοποίησε την πρόσβαση, η ενοποίηση πρόσφερε τον «Μεγάλο Περίπατο», μία από τις πιο υποβλητικές αστικές διαδρομές στον πλανήτη, ενώ η πεζοδρόμηση της Μακρυγιάννη δημιούργησε από το μηδέν ένα μέτωπο τουριστικών καταστημάτων εστίασης με θέα την Ακρόπολη που έλειπε από την περιοχή.

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»-4

Υπάρχει κι ένα τέταρτο, υποστηρίζει ο αρχιτέκτονας και κάτοικος της περιοχής Δημήτρης Θεοδωρόπουλος: η κρίση. «Η ύφεση της δεκαετίας του 2010 που έριξε προσωρινά τις τιμές στην κατοικία αλλά και στην επαγγελματική στέγη δημιούργησε τις συνθήκες για ένα σημαντικό κύκλο ανακατανομής δραστηριοτήτων και ανθρωπολογικού προφίλ κατοίκων και επισκεπτών. Ενας σημαντικός αριθμός ήταν τόσο πιεσμένος οικονομικά που έβγαζε τα σπίτια του στη βραχυχρόνια μίσθωση για να έχει ένα εισόδημα. Το Airbnb ήταν η κορυφαία έκφραση αυτού του κύματος, αλλά δεν ήταν η μοναδική. Το Κουκάκι έγινε ταυτόχρονα προορισμός δημιουργικών ανθρώπων, όπως ήταν τα Εξάρχεια, για παράδειγμα, γιατί εδώ υπήρχαν αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές ποιότητες που ταίριαζαν με τις απαιτήσεις τους». Θα μπορούσε να γίνει πιο συγκεκριμένος; «Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τους δύο βασικούς, παράλληλους άξονες της Βεΐκου και της Δημητρακοπούλου με τις δεντροστοιχίες και τις στοές/εσοχές τους που προσφέρουν μια διαφορετική ποιότητα περπατήματος σε σχέση με τον γειτονικό Νέο Κόσμο, ας πούμε, και αναφέρω τον Νέο Κόσμο γιατί κι εκεί παρατηρείται ένα αυξημένο ενδιαφέρον από μέλη της ευρύτερης δημιουργικής κοινότητας της πόλης. Επίσης, το Κουκάκι είχε πάντα ένα αρκετά τουριστικοποιημένο τμήμα κυρίως στο βορειοδυτικό κομμάτι του, προς τη Ροβέρτου Γκάλι και τον “Διόνυσο”, με τα ξενοδοχεία, τις ταβέρνες κοντά στον περιφερειακό και όλα αυτά τα εργαστήρια και τα καταστήματα που πουλούσαν υφαντά και αναμνηστικά στους πελάτες των μεγάλων μονάδων». Ο ίδιος, αλήθεια, τι γνώμη έχει για το Μουσείο της Ακρόπολης; «Νομίζω ότι ο Τσουμί με το αθηναϊκό του έργο πήγε λίγο κόντρα στην ίδια του τη θεωρία, που παρουσιάζει από μόνη της μεγάλο ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι ήταν περισσότερο μνημειακό απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Την ίδια στιγμή η ευρύτερη περιοχή απέκτησε ένα σημείο αναφοράς, ένα λόγο για να είναι περήφανη, “μένω δίπλα στο Μουσείο της Ακρόπολης”, κάτι που δεν υποτιμώ ούτε ως αρχιτέκτων ούτε ως κάτοικος».

Το Μουσείο που έφτιαξε δικό του «οικοσύστημα»-5
H πεζοδρόμηση της οδού Μακρυγιάννη δημιούργησε από το μηδέν μια «προθήκη» τουριστικών καταστημάτων με θέα την Ακρόπολη που έλειπε από την περιοχή και έδωσε το στίγμα της νέας της ταυτότητας. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Για τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη Στάθη Καλύβα η επίδραση των πολιτιστικών υποδομών στην ευρύτερη περιοχή τους είναι δεδομένη, αλλά άνιση. «Κλασικό παράδειγμα μιας μεγάλης μεταμόρφωσης είναι το μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο που συνέβαλε στη μετεξέλιξη της πόλης από παρακμάζον βιομηχανικό κέντρο σε πολιτιστικό κέντρο διεθνούς εμβελείας. Αντίστοιχα στην Αθήνα, σε πολύ διαφορετική κλίμακα, όμως, το Μουσείο της Ακρόπολης μεταμόρφωσε το Κουκάκι. Η επίδραση αυτή παίρνει πολλές μορφές, όπως η ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων αλλά και η αύξηση των τιμών των ακινήτων». Ο κ. Καλύβας, προσεκτικός παρατηρητής των μεταμορφώσεων του αθηναϊκού κέντρου, εντοπίζει μια αντίφαση που θα πρέπει να εξεταστεί. «Οι πολιτιστικές υποδομές αργά ή γρήγορα θα συμβάλουν στη βελτίωση του αστικού τους περιγύρου, αλλά ταυτόχρονα και στην τουριστικοποίηση και τον “εξευγενισμό” τους». Εχοντας ο ίδιος κατοικία σε μιαν άλλη καυτή ζώνη της τουριστικής Αθήνας, γνωρίζει πολύ καλά γιατί μιλάει.

«Γιατί έφυγα»

Την παραπάνω ανάγνωση επιβεβαιώνει η εμπειρία της αρχιτέκτονος εσωτερικών χώρων Ιόλης Παπασταματίου, η οποία έζησε από πολύ κοντά τη μεταμόρφωση του Κουκακίου τα χρόνια πριν αλλά και μετά τα εγκαίνια του Μουσείο της Ακρόπολης. «Χάρη σε μια εξαιρετική σπιτονοικοκυρά είχα τη δυνατότητα να νοικιάζω διαμέρισμα πάνω στην οδό Μακρυγιάννη, πριν πεζοδρομηθεί, με θέα στην Ακρόπολη και στο τότε εργοτάξιο του νέου μουσείου. Πριν από την πεζοδρόμηση της Μακρυγιάννη, τα πράγματα ήταν πολύ ήσυχα· αν και υπήρχε η προοπτική ανέγερσης του μουσείου, τα λιγοστά καταστήματα είχαν περισσότερο συνοικιακό παρά τουριστικό χαρακτήρα. Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκαν τα έργα και άνοιξε το μουσείο και αντιλαμβάνονταν οι μεσίτες και οι ενδιαφερόμενοι μαγαζάτορες τους αριθμούς των τουριστών που θα το επισκέπτονταν, το πράγμα άρχισε να αλλάζει. Πάντως, για ένα διάστημα, το θυμάμαι με νοσταλγία, η πεζοδρόμηση λειτούργησε· δεν περνούσαν αυτοκίνητα, υπήρχε ακόμα ησυχία, το μουσείο απέπνεε μεγαλείο και μυστήριο ταυτόχρονα. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, ο πεζόδρομος της Μακρυγιάννη υποβαθμίστηκε δραματικά, αντιμετωπίστηκε σαν ένα εργαλείο για τη μεγιστοποίηση του κέρδους των καταστημάτων χωρίς καμία δέσμευση εκ μέρους τους. Θα άφηναν λιγότερα χρήματα οι τουρίστες εάν δεν είχε υποβαθμιστεί αισθητικά με τόση βαναυσότητα ο πεζόδρομος;», αναρωτιέται. Η ίδια, πάντως, τα μάζεψε κι έφυγε. «Δεν με έδιωξαν τα υψηλά ενοίκια, εν μέρει και λόγω της καλής μου τύχης να έχω μία ιδιοκτήτρια που ενδιαφερόταν περισσότερο για το ποιος ήταν ο ενοικιαστής της και λιγότερο για το πορτοφόλι της. Αυτό που με έδιωξε σίγουρα ήταν η βρωμιά και η αισθητική βαρβαρότητα που έφεραν όλες αυτές οι δήθεν “παραδοσιακές” ταβέρνες που παριστάνουν στους καημένους τους τουρίστες τις “ιστορικές” και στην πραγματικότητα έχουν πίσω τους τόση ιστορία όσο κι ένα παγωτατζίδκο στο Ανω Καλαμάκι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT