Οι γιατροί βλέπουν χωρίς φόβο, αλλά και χωρίς καθοδήγηση

Οι γιατροί βλέπουν χωρίς φόβο, αλλά και χωρίς καθοδήγηση

Ο νέος νόμος προστατεύει τους επαγγελματίες υγείας που καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Δεν υπάρχει όμως ενιαίο πρωτόκολλο διαχείρισης

8' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο σημάδι είναι ο φόβος. Δεν μοιάζει με των ασθενών που είχαν κάποιο ατύχημα – όχι, στα μάτια τους υπάρχει ο τρόμος του άλλου. Το δεύτερο είναι η συμπεριφορά τους. Συνήθως είναι γυναίκες, τις οποίες οι συνοδοί τους –συχνά είναι οι θύτες– δεν αφήνουν από τα μάτια τους κι εκείνες προσπαθούν να μιλήσουν με το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό κοιτάζοντας παράλληλα στα μάτια τον συνοδό –συχνά τον σύντροφό τους– που τις έχει φέρει στα επείγοντα. Το τρίτο είναι οι δικαιολογίες. «”Επεσα από τις σκάλες” ή “χτύπησα στο ντουλάπι” είναι οι δύο πρώτες που λέγονται», λέει στην «Κ» η Κατερίνα Πετράκη, νοσηλεύτρια στο Αυτοτελές Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας τα τελευταία 25 χρόνια.

Ολα αυτά τα χρόνια έχει χρειαστεί να διαχειριστεί πολλά αντίστοιχα περιστατικά –κυρίως γυναίκες, με τη μοναδική εξαίρεση ενός άνδρα– που έρχονται στα επείγοντα με εμφανή σημάδια ενδοοικογενειακής βίας. «Εχει συμβεί το θύμα να το αρνείται ή να το έχει ομολογήσει σε εμάς, στο νοσηλευτικό προσωπικό που είναι το πρώτο που υποδέχεται τους ασθενείς, και να μας λένε “μην ειδοποιήσετε τις αρχές”», αναφέρει.

Κάθε φορά που η ίδια υποπτευόταν ότι είχε διαπραχθεί έγκλημα, συμπλήρωνε μια φόρμα που πήγαινε στους κοινωνικούς λειτουργούς και στη συνέχεια παρότρυνε την εκάστοτε ασθενή να το καταγγείλει η ίδια. Αλλά, τουλάχιστον τρεις φορές, προχώρησε η ίδια η κ. Πετράκη σε καταγγελία. «Τους το εξηγούμε, τους λέμε “είμαι υποχρεωμένη, πρέπει να καλέσω τις αρχές γιατί κινδυνεύεις κατά την άποψή μου”», σημειώνει. Οι θύτες, τονίζει, ως επί το πλείστον αρνούνται να απομακρυνθούν από τον χώρο της εξέτασης, «αλλά τους απομακρύνουμε πάση θυσία, και όπως και να έχει είμαστε κοντά στην ασθενή, ακόμα κι αν ο θύτης είναι έξω από την πόρτα, σε μια αιμοληψία θα είμαστε κοντά και θα μπορούμε να μιλήσουμε σιγανά», δηλώνει.

Εδώ και χρόνια, πολύ πριν το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας πάρει τέτοιας έκτασης δημοσιότητα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας και την καταγγελία γιατρού ιδιωτικής κλινικής στην Αθήνα που οδήγησε στη σύλληψη του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα, ο οποίος ομολόγησε τον ξυλοδαρμό της συζύγου του, η κ. Πετράκη είχε αποφασίσει να προβεί σε καταγγελίες παρά την ανησυχία της για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. «Υπήρχε από την πλευρά όλων των υπαλλήλων μια δυστοκία, σκεφτόταν “θα μπλέξω ως μάρτυρας στα δικαστήρια;” – δεν μας κυνήγησε κανείς, αλλά ήταν πάντα παράμετρος που μας ανησυχούσε», αναφέρει.

Ακόμη και πριν θεσπιστεί ο νόμος Φλωρίδη, η κ. Πετράκη τονίζει ότι ήταν «γενική μας υποχρέωση να καταγγείλουμε – οποιοσδήποτε δημόσιος λειτουργός αντιλαμβανόταν ότι είχε διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, είχε υποχρέωση να το καταγγείλει». Τώρα, ορισμένοι επαγγελματίες της υγείας, αν πληροφορηθούν ή διαπιστώσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ότι έχει διαπραχθεί εις βάρος ανηλίκου ή ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούνται να το αναφέρουν «αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές».

«Η μόνη παράλειψη που υπάρχει στον νόμο είναι ότι μέσα στους επαγγελματίες υγείας που έχουν το ακαταδίωκτο (σ.σ. σύμφωνα με τον νόμο, οι παραπάνω επαγγελματίες «δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνον εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά») δεν αναφέρονται οι νοσηλευτές, ενώ είμαστε συνήθως το πρώτο άτομο στο οποίο θα μιλήσει ένα θύμα στο νοσοκομείο», σημειώνει η ίδια.

Οσον αφορά στο ιατρικό προσωπικό, τόσο η αλλαγή του νόμου, όσο και η δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση Λύτρα, φαίνεται να τους έχει «ανοίξει τα μάτια». «Η συγκεκριμένη υπόθεση προχώρησε επειδή ο γιατρός της κλινικής δεν έκλεισε το θέμα», λέει στην «Κ» ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, Θανάσης Εξαδάκτυλος. Αυτό που προσέφερε στο ιατρικό προσωπικό η αλλαγή του νόμου είναι «η απελευθέρωση από τις απειλές».

Οι θύτες ως επί το πλείστον αρνούνται να απομακρυνθούν από τον χώρο της εξέτασης, λέει η Κατερίνα Πετράκη, νοσηλεύτρια στο Αυτοτελές Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας, «αλλά τους απομακρύνουμε πάση θυσία, και όπως και να έχει είμαστε κοντά στην ασθενή, ακόμη κι αν ο θύτης είναι έξω από την πόρτα, σε μια αιμοληψία θα είμαστε κοντά και θα μπορούμε να μιλήσουμε σιγανά».

«H συγκεκριμένη υπόθεση άνοιξε τα μάτια πολλών γιατρών. Πολλοί έμαθαν τώρα ότι μπορούν οι ίδιοι από τα εξωτερικά ιατρεία να καλέσουν την αστυνομία», αναφέρει στην «Κ» ο επίκουρος καθηγητής Χειρουργικής Σπύρος Στεργιόπουλος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Αττικόν» και εθνικός συντονιστής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ATLS.

Το θέμα όμως είναι αν το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, πέρα από τη νομική φαρέτρα διαθέτει και την κατάλληλη εκπαίδευση, τόσο για να διακρίνει τα σημάδια ενός περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας, όσο και για να δρα αναλόγως εφόσον το διαπιστώσει. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Κ», δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο όσον αφορά τα παραπάνω. «Ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας είναι κομβικός», δηλώνει η Νατάσα Κεφαλληνού, του Κέντρου Διοτίμα, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης που εξειδικεύεται σε ζητήματα φύλου και ισότητας, «έχει εξαιρετική σημασία να καταρτιστεί άμεσα ενιαίο πρωτόκολλο αναγνώρισης και διαχείρισης περιστατικών έμφυλης βίας από το υγειονομικό προσωπικό».

«Οι γιατροί δεν έχουν κάποια ειδική εκπαίδευση, αλλά ένας γιατρός, από τη συνολική του εκπαίδευση, μπορεί να διακρίνει αν έχεις πέσει από τις σκάλες ή αν σε έχουν χτυπήσει. Ενας γιατρός μπορεί να κρίνει από πού προήλθε ένας τραυματισμός», αναφέρει ο κ. Εξαδάκτυλος.

Η Κατερίνα Αποστολοπούλου, επειγοντολόγος στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, δηλώνει στην «Κ» ότι στο πλαίσιο της προπτυχιακής της εκπαίδευσης, στο μάθημα της Ιατροδικαστικής, είχαν διδαχθεί κάποιες σχετικές βασικές γνώσεις όσον αφορά στην αναγνώριση του τραύματος. «Αλλά το πώς θα διαχειριστούμε μια τέτοια κατάσταση ήταν λίγο ασαφές, τουλάχιστον πριν θεσπιστεί ο νέος νόμος», σημειώνει.

«Η αντιμετώπιση είναι λίγο αποσπασματική, έχει να κάνει με το επίπεδο στελέχωσης ενός τμήματος επειγόντων περιστατικών, αν υπάρχουν, παραδείγματος χάριν, κοινωνικοί λειτουργοί ή ψυχολόγοι ή ποια είναι η διασύνδεσή του με τις διαθέσιμες δομές – το μόνο σίγουρο είναι πως η αστυνομία ανταποκρίνεται γρήγορα», αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Επείγουσας Ιατρικής και διευθυντής στο ΤΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας, Δημήτρης Τσιφτσής.

«Κάθε νοσοκομείο, ανάλογα με τις δυνατότητές του, έχει ένα σχέδιο αντιμετώπισης», δηλώνει, «σημασία έχει ποιος είναι ο πρώτος που καλώ». Στο νοσοκομείο της Νίκαιας, παραδείγματος χάριν, δεν θα καλέσει ο ίδιος την αστυνομία. «Θα πω στην ασφάλεια ότι έχω ένα περιστατικό βίας, η ασφάλεια θα προστατεύσει πρώτα τον ή την ασθενή, που θα πρέπει να πάει κάπου μακριά από αυτόν που ορίζουμε ως κακοποιητή, και μετά θα καλέσει την αστυνομία. Είναι ένα πρωτόκολλο που έχουν χρησιμοποιήσει πολλές φορές», εξηγεί.

«Είμαστε ηθικά υποχρεωμένοι να καταγγείλουμε έτσι κι αλλιώς – αλλά το καθοριστικό ήταν το ακαταδίωκτο· μέσω του ακαταδίωκτου θα μπορούμε να είμαστε πιο ελεύθεροι, γιατί μέχρι πρότινος δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο που να μας κάλυπτε, ειδικά αν το θύμα το αρνιόταν», εξηγεί η Κατερίνα Αποστολοπούλου, επειγοντολόγος στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ.

Στο ΑΧΕΠΑ, αναφέρει η κ. Αποστολοπούλου, αν δεν θέλουν οι ίδιοι οι ασθενείς να καταγγείλουν, το προσωπικό πρώτα θα καλέσει την αστυνομία, και στη συνέχεια την ιατροδικαστική υπηρεσία. «Είμαστε ηθικά υποχρεωμένοι να καταγγείλουμε έτσι κι αλλιώς, αλλά το καθοριστικό ήταν το ακαταδίωκτο· μέσω του ακαταδίωκτου θα μπορούμε να είμαστε πιο ελεύθεροι, γιατί μέχρι πρότινος δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο που να μας κάλυπτε, ειδικά αν το θύμα το αρνιόταν», εξηγεί.

Στη Γερμανία η κατάρτιση των πρώτων εκπαιδευτών

Στο παρελθόν έχουν γίνει κινήσεις για την εκπαίδευση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Η κ. Πετράκη λέει στην «Κ» ότι το 2020, το ΤΕΠ του Νοσοκομείου Καβάλας συμμετείχε σε πιλοτικό πρόγραμμα της Γ.Γ. Ισότητας που αφορούσε στην αντιμετώπιση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας – αναγνώριση σημαδιών, ερωτήσεις που θα πρέπει να κάνουν σε ένα άτομο που υποψιάζονται ότι είναι θύμα τέτοιας εγκληματικής συμπεριφοράς, παραίνεση για καταγγελία.

Από το 2004, ο κ. Τσιφτσής παρακολουθεί το ATLS. «Είναι διεθνώς πιστοποιημένο σεμινάριο για την αντιμετώπιση τραύματος και έχει ειδικά κεφάλαια για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση κακοποίησης γυναικών, ηλικιωμένων και παιδιών, με συγκεκριμένες ερωτήσεις που μπορείς να κάνεις για να εκμαιεύσεις από κάποιον ότι έχει υποστεί κακοποίηση», δηλώνει. Το κόστος του συγκεκριμένου σεμιναρίου, όμως, το οποίο διαρκεί δύο μέρες, είναι 600 ευρώ, αναφέρει ο κ. Στεργιόπουλος, ο οποίος πέρα από συντονιστής, είναι εκπαιδευτής στα σεμινάρια από το 1996 – «ο παλαιότερος», όπως λέει, «σε όλη την Ευρώπη».

Πέρυσι, η 2η Υγειονομική Περιφέρεια πιλοτικά κάλυψε το κόστος του σεμιναρίου για να μπορέσουν να το παρακολουθήσουν όλοι οι γιατροί της περιφέρειας δωρεάν. Η παροχή του σεμιναρίου από το κράτος στο ιατρικό προσωπικό της χώρας είναι κάτι για το οποίο ο κ. Στεργιόπουλος πολεμάει εδώ και τρεις δεκαετίες, όπως λέει στην «Κ». «Αυτή τη στιγμή το συζητάμε με τον υφυπουργό Υγείας Μάριο Θεμιστοκλέους και είναι η πρώτη φορά που ένας πολιτικός αντιμετωπίζει θετικά το να προσφέρει το ATLS σε όλους τους γιατρούς του ΕΣΥ, αλλά έχει καθυστερήσει λόγω των αλλαγών στις ΥΠΕ», τονίζει.

Ταυτόχρονα, ο Αθανάσιος Δουζένης, καθηγητής Ψυχιατρικής και Ψυχιατροδικαστικής στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατροδικαστικής Εταιρείας, δηλώνει στην «Κ» ότι η εταιρεία έχει γίνει εταίρος ενός ευρωπαϊκού προγράμματος που διαμορφώνει σχετικό υλικό εκπαίδευσης γιατρών στα επείγοντα και φοιτητών Ιατρικής. «Ακόμη στη χώρα μας δεν υπάρχουν ξεκάθαρες οδηγίες για τα επείγοντα, γι’ αυτό σκοπεύουμε να διαμορφώσουμε ένα μάθημα ευαισθητοποίησης για τους φοιτητές που αφορά την ανίχνευση κακοποίησης», σημειώνει, παράλληλα με τα σεμινάρια για το εξειδικευμένο προσωπικό.

«Θα εκπαιδεύσουμε μια σειρά από γιατρούς και νοσηλευτές και εκείνοι θα γίνουν οι εκπαιδευτές των υπολοίπων», εξηγεί, συμπληρώνοντας πως η εκπαίδευση των πρώτων θα γίνει στη Γερμανία και στη συνέχεια τα σεμινάρια, που θα μπορούν να παρακολουθήσουν 50 γιατροί κάθε φορά, θα γίνουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Οποιος ασχολείται με την επείγουσα Ιατρική πρέπει να είναι εκπαιδευμένος – τα επείγοντα έχουν πολλές ειδικότητες και η κακοποίηση αφορά πολλές ειδικότητες, στη Βόρεια Ευρώπη εκπαιδεύουν τους οδοντιάτρους γιατί τα θύματα πηγαίνουν με σπασμένα δόντια», αναφέρει.

Οσον αφορά στην αλλαγή του νόμου και στην έμπρακτη χρήση της, πιστεύει πως έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο βήμα. «Είναι πολύ σημαντικό να ενθαρρυνθούν οι γιατροί, να μάθουν ότι είναι ασφαλείς», τονίζει, «αλλά πρέπει να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια ακόμη. Θα πρέπει να υπάρχει ένα πρωτόκολλο για τη διαδικασία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT