Παλιές χίμαιρες και νέες αλλεργίες για τον Καραγάτση

Παλιές χίμαιρες και νέες αλλεργίες για τον Καραγάτση

Τι αφήνει η διαμάχη για τον σεξισμό του Καραγάτση; Η συγγραφέας που πυροδότησε την αντιπαράθεση –και κατηγορήθηκε για «ταλιμπανισμό»– κάνει τον δικό της απολογισμό

παλιές-χίμαιρες-και-νέες-αλλεργίες-γι-563101351

Τι αφήνει η διαμάχη για τον σεξισμό του Καραγάτση; Η συγγραφέας που πυροδότησε την αντιπαράθεση –και κατηγορήθηκε για «ταλιμπανισμό»– κάνει τον δικό της απολογισμό. Δύο ομότεχνοί της απαντούν στο ερώτημα για το πώς μπορούμε να ξαναδιαβάζουμε τα κλασικά έργα της λογοτεχνίας

Μακάρι να μιλάμε για λογοτεχνία

Της Βασιλικής Πέτσα

Θα περίμενε κανείς πως κάποια ζητήματα θα ήταν από καιρό λυμένα. Το ότι σε έργα του Καραγάτση εκφράζονται σεξιστικές απόψεις, το ότι ο λογοτεχνικός κόσμος που κατασκευάζει εναρμονίζεται πλήρως με το καθεστώς της πατριαρχίας, χωρίς να το αμφισβητεί ή να το υπονομεύει, δεν είναι, προφανώς, μια θέση που διατυπώνεται για πρώτη φορά από τη φιλολογική έρευνα και κριτική, χωρίς, νομίζω, ουσιαστικό αντίλογο, ακόμη κι όταν κατά καιρούς εξαίρεται η αφηγηματική δεινότητα του Καραγάτση ή επαινείται το σφρίγος του ως μυθιστοριογράφου. Γιατί, λοιπόν, τόσος ντόρος;

Ποιος, πού, πώς. Μια πρωτοεμφανιζόμενη πεζογράφος και αρθρογράφος, σε ένα μέσο ευρείας κυκλοφορίας και φιλελεύθερου προσανατολισμού, στη στήλη «Weekly feminism», με μια γλώσσα που ενσωματώνει αγγλικές εκφράσεις και νεόκοπους φεμινιστικούς όρους. Χωρίς την προστατευτική άλω της θεσμικής φιλολογικής πρακτικής, χωρίς (ακόμη) τις δάφνες της συγγραφικής καθιέρωσης, περπατά, θα λέγαμε, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια του λογοτεχνικού κατεστημένου. Οχι του Κανόνα, διότι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο Καραγάτσης δεν αποτέλεσε διαχρονικά πρώτο όνομα της γενιάς του 1930, παρά μόνον, ίσως, από άποψη δημοφιλίας (πάντως, όχι κριτικής αποτίμησης). Το βαθύτερο θέμα που άγγιξε το άρθρο της Λούνα έγκειται, θεωρώ, στο πώς αντιλαμβανόμαστε το ίδιο το καθεστώς της λογοτεχνίας. Αποϊεροποιώντας την, προσέγγισε ένα λογοτεχνικό κείμενο ως ακριβώς τέτοιο: ως πολιτισμικό κείμενο, που προκύπτει από τη συνάρθρωση ιδεολογικά προσδιορισμένων λόγων διαφορετικής εμβέλειας και ισχύος. Και το έκρινε υιοθετώντας μια οπτική της δικής μας εποχής, καθιστώντας το, παραδόξως, επίκαιρο. Και αυτό και, ίσως, την ίδια τη λογοτεχνία, ανάγοντάς τη σε αντικείμενο εξέτασης σύγχρονων, πολύ σύγχρονων, προβληματισμών.

«Σ’ αγαπώ με σεξουαλικά ασφαλή τρόπο» είναι ένα σύνθημα που είδα πρόσφατα γραμμένο σ’ έναν τοίχο. Νέα (ερωτικά) ήθη, νέοι τρόποι έκφρασης; Διάβαζα πρόσφατα ένα άρθρο των πανεπιστημιακών Ντάνιελ Κέλι και Εβαν Ουέστρα σχετικά με τις συλλογικές αντιστάσεις απέναντι στην ηθική πρόοδο. Συχνά, επισημαίνουν, εμπεριστατωμένα ή λογικά επιχειρήματα ηθικής φύσεως εγείρουν, με το πρώτο άκουσμα, εκνευρισμό ή δυσφορία, αντιδράσεις που μας αποτρέπουν από το να εξετάσουμε σοβαρά το περιεχόμενό τους (αποκαλούν το φαινόμενο «eyeroll heuristic»). Ολα έχουν να κάνουν με το πλαίσιο εκφοράς του λόγου: τα ίδια επιχειρήματα, απέναντι σε κάποιο άλλο είδος κειμένου, ή διατυπωμένα με άλλον τρόπο, θα φάνταζαν λιγότερο προκλητικά, αν όχι αυτονόητα. Ο Καραγάτσης, όμως, διαβάζουμε, είναι τόσο καλός συγγραφέας που θα έπρεπε να παραβλέψουμε επιμέρους ιδεολογικές ενστάσεις· ή η λογοτεχνία η ίδια είναι κάτι πέρα από τη ρητή διατύπωση, είναι ένα (μεταφυσικά;) ορισμένο σύμπαν που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο θα έπρεπε να προσεγγίζεται μονάχα από τους θεματοφύλακες της ορθής, αποκλειστικά αισθητικής, κρίσης, τους μύστες της «λογοτεχνικότητας». Ή, πιο ψύχραιμα, ας αφήσουμε τη συζήτηση για τους ιθύνοντες, όσους βαφτίζοντας τάσεις και ρεύματα εκφράζουν απόρριψη ή αποδοχή με πιο πλάγιο τρόπο.

Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε νέους όρους για τη συζήτηση: Ποιος δικαιούται να μιλάει και πώς για τη λογοτεχνία, αυτό είναι το μέγιστο διακύβευμα.

Ας μη γελιόμαστε: το θέμα, εν προκειμένω, δεν είναι η «Μεγάλη χίμαιρα» ή ο Καραγάτσης ή μάλλον σήμερα είναι η «Μεγάλη χίμαιρα» και ο Καραγάτσης, και αύριο θα είναι κάτι ή κάποιος άλλος. Τόσο το καλύτερο· μακάρι να ξαναρχίσουμε να μιλάμε για λογοτεχνία, μακάρι να ξαναρχίσουμε να συζητάμε με αφορμή τη λογοτεχνία. Μακάρι, με άλλα λόγια, η λογοτεχνία να ξαναγίνει σημαντική. Θα πρέπει όμως να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε νέους όρους για τη συζήτηση: Ποιος δικαιούται να μιλάει και πώς για τη λογοτεχνία, αυτό νομίζω πως είναι το μέγιστο διακύβευμα. Οι Κέλι και Ουέστρα επισημαίνουν ότι η «συναισθηματική τριβή» (affective friction), η ανοικειότητα που αισθάνεται κανείς ερχόμενος αντιμέτωπος με νέα (σεξουαλικά και λογοτεχνικά, εν προκειμένω) ήθη, μολονότι ενίοτε προστατεύει από την άκριτη υιοθέτηση βλαπτικών πρακτικών και κανόνων, ενεργεί εν γένει με όρους συντήρησης. Προτείνουν, μεταξύ άλλων, ως οδηγό πλεύσης στα αχαρτογράφητα νερά καινοφανών συνηθειών και τρόπων σκέψης την περιέργεια, προτείνουν να δούμε την αλλαγή ως πειραματισμό και παιχνίδι. Οπως, νομίζω, θα έπρεπε να βλέπουμε και τη λογοτεχνία.

Η κ. Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας.

Τα βιβλία νοσούν όπως εμείς

Του Αρη Αλεξανδρή

Ο λόγος που η κουβέντα για τη σύγχρονη αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου του Καραγάτση εκτροχιάστηκε είναι πως ποτέ δεν συμφωνήσαμε σε ποια βάση συζητάμε. Ο ζήλος και η έκταση της συζήτησης οφείλονται εν πολλοίς στο ασαφές αντικείμενό της και στο άγχος μας να το προσδιορίσουμε: μιλάμε για το προσωπικό μας γούστο στη λογοτεχνία; Μιλάμε για τη σχέση του δημιουργού με τους ήρωές του; Μήπως προσπαθούμε να ορίσουμε ένα απόλυτο ηθικό κριτήριο αξιολόγησης των βιβλίων; Οι περισσότεροι απ’ όσους εκφράστηκαν, δεν απάντησαν σε κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα· απλώς εξέφρασαν την αγάπη ή τη μη αγάπη τους για τον συγγραφέα. Oλες οι τοποθετήσεις, ωστόσο, είχαν ως κοινό άξονα τον χρόνο. Αυτός είναι που μας απασχολεί: τι παίρνει και τι αφήνει, τι σημαίνει το πέρασμά του για τον κόσμο όπως τον ξέραμε. Το άγχος για το πώς να διαχειριστούμε ένα έργο της δεκαετίας του ’30 είναι το άγχος της αλλαγής και της θέσης μας σε αυτήν. Με λίγα λόγια, είναι ένα υπαρξιακό άγχος.

Oσο κι αν κάποιοι επιμένουν, τα λογοτεχνικά έργα δεν αλλάζουν. Η «Μεγάλη χίμαιρα» θα παραμείνει γραμμένη όπως γράφτηκε από εκείνον που γράφτηκε. Η έννοια της «επαναπλαισίωσης» στην πραγματικότητα δεν αφορά τα έργα, αλλά εκείνους που τα διαβάζουν. O,τι αλλάζει είμαστε εμείς. Είναι λογικό, επομένως, να ξενίζει κάποιους η ρετρό ανδρική ματιά στον γυναικείο ψυχισμό και η μονοδιάστατη, στερεότυπη πια, ανάγνωση της σεξουαλικότητας· είναι λογικό οι λογοτεχνικοί τρόποι και οι ηθικοί στοχασμοί που συνάρπαζαν το αναγνωστικό κοινό του προηγούμενου αιώνα να έχουν πλέον απομυθοποιηθεί, να προκαλούν ανία ή και αποστροφή.

Αν όμως η «Μεγάλη χίμαιρα» μπαγιάτεψε και μύρισε, γιατί την πιάνουμε στα χέρια μας αντί να ασχοληθούμε με κάτι νόστιμο και φρέσκο; Οι πολέμιοι του βιβλίου ισχυρίζονται πως η παρέμβασή τους είναι διαπιστωτική: η πατριαρχική κοινωνία, λένε, διαμορφώθηκε εξαιτίας έργων όπως η «Μεγάλη χίμαιρα». Πρέπει, επιτέλους, να παραδεχτούμε τις ρίζες των παθογενειών μας, ακόμη κι αν αυτές εντοπίζονται στην τέχνη που αγαπήθηκε και αγαπιέται. Καλά τα λένε· όμως οι διαπιστώσεις που δεν είναι πλήρεις, καταλήγουν στη φυλακή της μίζερης μονομέρειας. Oπως ακριβώς εντοπίζουμε τον σεξισμό στο έργο του Καραγάτση, μπορούμε να εντοπίσουμε το ίδιο ή και διαφορετικά ελαττώματα (ρατσισμό, ομοφοβία, χονδροφοβία κ.ο.κ.) σε ένα σωρό αριστουργήματα. Αν επιλέξουμε να μείνουμε μόνο σε αυτά, αν αποφασίσουμε ότι το έργο είναι τα μελανά του σημεία, αυτό που θα αποκομίσουμε είναι η ασχήμια· όλη η τέχνη θα μας έχει διαφύγει.

Λίγη σημασία έχει αν η ιστορία της «Μεγάλης χίμαιρας», με τις αναφορές της στην αρχαία ελληνική τραγωδία και την αδιάκοπη εστίαση στα παθιασμένα αδιέξοδα, συγκινεί ή δεν συγκινεί, ανταποκρίνεται ή δεν ανταποκρίνεται στις ιδεολογικές και αισθητικές μας προδιαγραφές. Το ζητούμενο στη λογοτεχνία δεν είναι πάντα η ταύτιση και η αίσθηση πληρότητας· πλούσιους δεν μας κάνει μόνο αυτό που μας ευχαριστεί. Εκτός από τερπνή και ηθικοπλαστική, η λογοτεχνία μπορεί να έχει νόημα στη δυσάρεστη και «αήθη» εκδοχή της. Η «Μεγάλη χίμαιρα» δεν χρειάζεται να εκληφθεί ως πρότυπο φεμινιστικού βίου· λειτουργεί πιο αποτελεσματικά ως αντίθετό του: μαθαίνουμε καλύτερα πώς να στεκόμαστε όταν μαθαίνουμε πώς δεν πρέπει να στεκόμαστε.

Ο Καραγάτσης δεν είναι ανάγκη να ερμηνευθεί ως κήρυκας της ισότητας των φύλων· μπορεί να ιδωθεί ως εξερευνητής της κοινωνικής κατασκευής τους. Η γραφή δεν αποτελεί έκφραση δεοντολογίας. Είναι καλό να επισημαίνουμε τα σφάλματα και τις αδυναμίες των λογοτεχνικών έργων, αλλά είναι ακόμη καλύτερο να αναπτύσσουμε την ικανότητα να βλέπουμε πέρα από αυτά.

Ως προϊόντα μιας ορισμένης εποχής, ως φευγαλέες ματιές σε κόσμους που μεταμορφώνονται, ως μαρτυρίες ανθρώπων με πάθη και ανεπάρκειες, τα λογοτεχνικά βιβλία νοσούν, σαν την ανθρώπινη συνθήκη που περιγράφουν. Ο χρόνος σαρώνει την τέχνη όπως σαρώνει κι εμάς. Αυτό που χρειαζόμαστε όλοι μέσα στη δίνη της φθοράς του είναι κατανόηση και ανοιχτό πνεύμα.

Καραγατσιάδα: ένα υστερόγραφο

Της Ρένας Λούνα

«Σοβαρέψου». Αυτό είναι ένα από τα πρώτα μηνύματα που έφτασαν σε εμένα μετά το κείμενό μου στη Lifo, «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η “Μεγάλη χίμαιρα”και οι έμφυλες ταυτότητες». Ενενήντα χρόνια μετά τη «Μεγάλη χίμαιρα», ακουμπάμε την έννοια του χρόνου χωρίς να μπορούμε να συμφωνήσουμε πώς επηρεάζει ο χρόνος που πέρασε ένα έργο. Βέβαια, αυτή είναι μια αχρείαστη συζήτηση, γιατί οι σελίδες δεν μετακινούνται· θα είχε περισσότερο νόημα να συζητούσαμε με ποιον τρόπο ακούμπησε ο χρόνος που πέρασε εμάς, σε σχέση με αυτό.

Οι ευτυχείς παρερμηνείες είμαι πλέον σίγουρη πως είναι αναπόφευκτες, αλλά ας γραφτούν περιληπτικά όσα ήδη συζήτησα με την Εύα Ξευγένη στη φιλόξενη Womanlandia: Ποτέ δεν ζήτησα ούτε πρότεινα την απαγόρευση και καύση βιβλίων, όπως και ποτέ δεν αποθάρρυνα κανέναν από το να διαβάσει τον Καραγάτση. Αλλά επιτρέπεται ένα βιβλίο να έχει παραπάνω από μία ερμηνευτική ανάγνωση και, γιατί όχι, να μπορούμε να το συζητήσουμε πολιτισμένα.

Τοποθετήθηκα χωρίς κανένα δισταγμό αρνητικά προς τη «Μεγάλη χίμαιρα», ως αναγνώστρια που γράφει για τις έμφυλες ταυτότητες σε μια στήλη με τίτλο: Weeklyfeminism. Tο να ακολουθούμε τη μέση οδό, ενώ είναι μια καλή συμβουλή για ήρεμες ημέρες, δεν φέρνει τίποτα, ποτέ. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από αυτήν τη στήλη: φεμινιστικές σκέψεις γύρω από ζητήματα που επιλέγω να σχολιάσω. Τι δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς: διδακτορικές διατριβές ή νανουρίσματα για ανήσυχες συνειδήσεις.

Για να διαβαστεί ένα βιβλίο δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από συντηρητικό εγχειρίδιο ανάγνωσης από το χρονοντούλαπο, που να μας υποδεικνύει πώς να διαβάζουμε, αναπαριστώντας το παρελθόν

Ενα φεμινιστικό κείμενο δεν οφείλει πάντα να είναι εκτενές – άλλωστε, τότε δεν διαβάζεται, εκτός από όσους ήδη ξέρουν τι λέει. Ούτε οφείλει να κάνει μαχητικό αντίλογο με όλους, λες και δεν υπάρχουν άλλα καλύτερα πράγματα να κάνει κανείς από το να τυπώνει προσκλητήρια για τον 21ο αιώνα. Δεν οφείλει να έχει βιβλιογραφική ανασκόπηση, εκτός και εάν πρόκειται για ακαδημαϊκό σύγγραμμα. Πάνω απ’ όλα όμως, δεν οφείλει να καλοπιάσει κανέναν, ούτε να ζητήσει άδεια για να υπάρξει. Αντίστοιχα, για να διαβαστεί ένα βιβλίο δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από συντηρητικό εγχειρίδιο ανάγνωσης από το χρονοντούλαπο, που να μας υποδεικνύει πώς να διαβάζουμε, αναπαριστώντας το παρελθόν.

Μέσα σε λίγα λεπτά, έφτασαν όσοι με κατηγόρησαν για έλλειψη γνώσεων και ψυχραιμίας: «Τελείτε υπό σύγχυση», «ταλιμπανίστικο», «η αρθρογράφος μισεί την ίδια της την ύπαρξη», «με ρέγουλα τα ληγμένα», «αν έκανε πιο συχνά τον έρωτα, η αρθρογράφος δεν θα είχε τέτοια θέματα», «έχουμε γεμίσει ανώμαλους», «άκρατης αλαζονείας και ασυγκράτητου πόθου αυτοπροβολής».

Μπερδεμένη με τον ίδιο τρόπο που υπήρξε ο Τραβόλτα στο «Pulp Fiction», μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω εάν έγραψα τρεις παραγράφους για τον πασίγνωστο σεξισμό στη «Μεγάλη χίμαιρα» ή εάν μπήκα στο γήπεδο της Τούμπας με μπλουζάκι του Ολυμπιακού. Οπως και να ‘χει, επιχείρησα να ερμηνεύσω προς τι αυτός ο σάλος από Καραγάτση χούλιγκαν και μη, που αναρωτιούνται γιατί το κείμενο δεν είναι κάτι άλλο, εκτός από αυτό που είναι. Δεν είναι λογοτεχνική ανάλυση και για χιλιοστή φορά θα στρέψω το βλέμμα του αναγνώστη στο περυσινό άρθρο του κ. Σπαθαράκη στη «Βλάβη». Αλλά είναι σαφές πως μάλλον δεν μιλάμε για λογοτεχνία. Πολιτική ορθότητα, κάνσελ και μεθυσμένοι μονόκεροι κυνηγούν αναγνώστες, βουτάνε τα βιβλία από τα χέρια τους και, φυσικά, τα καίνε (σας προετοιμάζω για έναν χειμώνα με αυξήσεις στη θέρμανση). Αυτές οι συζητήσεις δεν είναι μια οργανωμένη συνειδητή απόφαση από κάποια επιθετική αιμοδιψή ομάδα, αλλά ο σχολιασμός που προκύπτει ενώ ζούμε τη καθημερινότητά μας.

Οι λογοτεχνικές αναλύσεις που καταρρίπτουν το βασίλειο του Καραγάτση, δεν τράβηξαν το μάτι κανενός, διότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Το δικό μου κείμενο άφησε αυτή την αίσθηση γιατί είναι ένα σφηνάκι –σαν τα reels– σύντομο, χωρίς καμία διάθεση να αναλύσει γιατί ένα σεξιστικό κείμενο είναι σεξιστικό και χωρίς διάθεση να το ευλογήσει πρώτα και κατά δεύτερον να φέρει τον φεμινισμό στη συζήτηση ως υποσημείωση της υποσημείωσης. Γι’ αυτό ενόχλησε, διότι δεν αφορούσε λογοτεχνία.

Και τελικά τι συμπέρασμα βγήκε από την Καραγατσιάδα; Συναγερμός ηχεί: Η άγρια διψασμένη νέα γενιά γυναικών έρχεται να μας κατασπαράξει, να γκρεμίσει τα όσα με βεβαιότητα ξέρουμε. Το ανησυχητικό δεν είναι ότι δυσκολευόμαστε να μετακινηθούμε σε ένα ζήτημα, έστω και λίγο, αλλά το ότι δεν θέλουμε να ακούσουμε ούτε λέξη σχετικά, δεν σκοπεύουμε με τίποτα να διαπραγματευθούμε καμία κοινωνική αλλαγή, κάθε αλλαγή είναι πιθανό να μας στερήσει κάτι που απολαμβάνουμε και εάν κάποια προτείνει αλλαγή, θα χρειαστεί να περάσει από την επιτροπή με τη διακριτική επωνυμία: «Οχι αλλαγές».

Κανείς δεν περιμένει οι ρίζες μας να μην είναι σεξιστικές, αλλά καλό θα ήταν να τις κοιτάξουμε με ειλικρίνεια, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε το ίδιο στο τώρα.

Η κ. Ρένα Λούνα είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT