Κάποτε η χαμηλή βλάστηση ήταν κάτι που έμοιαζε με ευλογία. «Φωτιά σε χαμηλή βλάστηση» (ειδικά τον Ιούνιο, μήνα που δεν δίνει συνήθως μεγάλες πυρκαγιές λόγω, θεωρητικά, αυξημένης σχετικής εργασίας) σήμαινε καθυστέρηση στην εξέλιξή της, πολύ καλύτερη εποπτεία της, σαφώς μεγαλύτερες πιθανότητες άμεσου ελέγχου της από τις πυροσβεστικές δυνάμεις και κάτι επιπλέον που δεν λεγόταν ανοιχτά αλλά σε γενικές γραμμές ίσχυε: η χαμηλή βλάστηση έχει συνδεθεί με καταπονημένα, υποβαθμισμένα, δευτερευούσης σημασίας οικοσυστήματα (αν υπάρχουν τέτοια), δασικά μεν αλλά που δεν παρέπεμπαν στις κλασικές αναπαραστάσεις υγιών, πληθωρικών, «ώριμων» δασών με ψηλά δέντρα, κ.λπ. Ολα αυτά είχαν κάποιο νόημα πριν από τις mega-πυρκαγιές, πριν από έναν Ιούνιο που θύμιζε μετεωρολογικά τέλη Ιουλίου, πριν από την κλιματική κρίση.
Οχι πια. Μας το έδειξαν οι πυρκαγιές του τόσο στο Κατσιμίδι, στην Πάρνηθα, αλλά και στην Κερατέα (στην Αττική) και ακόμα πιο εύγλωττα η περίπτωση της Σερίφου όπου η φωτιά εξαπλώθηκε ταχύτατα λόγω των θυελλωδών ανέμων σε ένα τοπίο φαινομενικά ξερό, με επιφανειακή βλάστηση που, ωστόσο, δημιούργησε σημαντικά προβλήματα τόσο στο φυσικό κεφάλαιο του νησιού όσο και σε υποδομές.
Τι έχει αλλάξει, λοιπόν, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια και μια φωτιά σε «χαμηλή βλάστηση» μπορεί να παρουσιάσει τον ίδιο (ή και μεγαλύτερο) βαθμό επικινδυνότητας σε σχέση με μια φωτιά σε ένα «κανονικό» δάσος; Και γιατί, ειδικά για την Αττική, οι πυρκαγιές σε «χαμηλή βλάστηση» θα είναι όλο και συχνότερες και τι μπορεί αυτό να σημαίνει για τα δάση της;
«Αυτό που έχει αλλάξει είναι το κλίμα και πιο συγκεκριμένα το ποσοστό της σχετικής υγρασίας της καύσιμης ύλης σε ένα δάσος είτε χαμηλής, είτε υψηλής, είτε μεικτής βλάστησης», λέει στην «Κ» ο Νίκος Γεωργιάδης, υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος του WWF Ελλάς. «Με απλά λόγια, η περίοδος που οι συνθήκες ευνοούν την ταχύτατη εξάπλωση μιας πυρκαγιάς αλλά και τη δριμύτητά της έχει διευρυνθεί κατά πολύ και το είδαμε φέτος τον Ιούνιο όπου οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες προσομοίαζαν με τις αντίστοιχες ενός προχωρημένου Ιουλίου. Επομένως τα “πλεονεκτήματα” που αντικειμενικά έχουν οι πυρκαγιές σε χαμηλή βλάστηση, όπως η καλύτερη επόπτευση και αντιμετώπισή τους ή ο λιγότερος καπνός, εξουδετερώνονται ή υπονομεύονται από τις ακραίες καιρικές συνθήκες που ευνοούν την πολύ γρήγορη εξάπλωση μιας φωτιάς».
Οι διπλοκαμένες ή και τριπλοκαμένες εκτάσεις σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 15 ή και 10 ετών που πολλαπλασιάζονται, οι φυσικές αναδασώσεις και η νέα φιλοσοφία στις φυτεύσεις.
Ερημοποίηση περιοχών
Αλλά η Αττική, ο πιο εκτεθειμένος στον εφιάλτη των πυρκαγιών νομός της χώρας (κυρίως εξαιτίας του μικροκλίματός της, διαδοχικά κύματα ζέστης που ακολουθούνται από ισχυρούς ή και θυελλώδεις βοριάδες), έχει να αντιμετωπίσει ένα επιπλέον πρόβλημα: οι εκτάσεις χαμηλής βλάστησης έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια ως απόρροια των αλλεπάλληλων πυρκαγιών, συχνά στο ίδιο δάσος/οικοσύστημα. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Πεντέλη που από το 1995 μέχρι σήμερα καίγεται (τμηματικά ή κατά ένα μεγάλος μέρος της) σχεδόν κάθε χρόνο με αποτέλεσμα το πληθωρικό βουνό, κάποτε γεμάτο πεύκο και νερά, που ξέραμε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 να είναι σήμερα μια ωραία, μακρινή φωτογραφία, περίπου σαν να βλέπουμε τη νεοκλασική Αθήνα πριν από τον πόλεμο του ’40. Αυτό σημαίνει ότι κάθε νέα φωτιά σε δάσος με «χαμηλή βλάστηση» δεν είναι πλέον καθόλου «μικρότερης σημασίας»: συχνά μπαίνει ένα ακόμα καρφί στην πορεία για την ερημοποίηση μιας περιοχής. Δείτε τι έχει συμβεί στην Παλιά Πεντέλη, στο Ντράφι, στον Νέο Βουτζά και στην Καλλιτεχνούπολη: αντί για πεύκα, χόρτα και φρύγανα…
Τον κίνδυνο αυτό θυμηθήκαμε με την πρόσφατη φωτιά στο Κατσιμίδι· η πυρκαγιά εξελίχθηκε σε ένα μικρό κομμάτι των καμένων του 2021, δηλαδή σε έκταση 630 στρεμμάτων που βρισκόταν σε καθεστώς φυσικής αναγέννησης ενώ απείλησε προσωρινά να ξεφύγει προς την καρδιά του (άκαυτου) Εθνικού Δρυμού. Θα πρέπει να τα… ξεχάσουμε αυτά τα 630 στρέμματα, ρωτάω τον Νίκο Γεωργιάδη από το WWF Ελλάς, δεδομένης της αδυναμίας ενός δασικού οικοσυστήματος να ενεργοποιήσει μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης ύστερα από επαναλαμβανόμενο επεισόδιο πυρκαγιάς; «Οχι απαραίτητα», μας λέει. «Κατ’ αρχάς, ένα τμήμα της αναγέννησης, το μικρότερο, αφορούσε πλατύφυλλα είδη που δεν επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό από διαδοχικά κρούσματα φωτιάς και ανακάμπτουν καθώς δεν πλήττονται οι ρίζες τους και βλασταίνουν εκ νέου. Ως προς τα κωνοφόρα, δηλαδή τα πεύκα, εκεί θα πρέπει να περιμένουμε· η περιοχή θα πρέπει να τεθεί υπό παρακολούθηση για τουλάχιστον δύο χρόνια και δεν αποκλείεται να δούμε εκ νέου νέα πεύκα εξαιτίας ενός περίπλοκου αλλά αβέβαιου μηχανισμού που έχει σχέση με τους διαθέσιμους σπόρους που μπορεί να προέλθουν από γειτονικές άκαυτες περιοχές. Διαφορετικά θα πρέπει να οδηγηθούμε σε τεχνητή αναδάσωση της περιοχής», καταλήγει.
Η αναδάσωση
Καθώς οι διπλοκαμένες ή και τριπλοκαμένες εκτάσεις σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 15 ή και των 10 ετών πολλαπλασιάζονται (το ασφαλές όριο που εγγυάται, κατά κάποιον τρόπο, τη φυσική αναγέννηση είναι τα 15 με 17 έτη), το Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης που είχε εξαγγείλει τον Νοέμβριο του 2020 ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Χατζηδάκης μπαίνει επιτέλους στις ράγες. Στα τέλη του περασμένου Μαΐου υπογράφτηκαν οι πρώτες πέντε συμβάσεις συνολικού ύψους 52,1 εκατ. ευρώ που αφορούν την αποκατάσταση υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων, με τη χρήση αυτόχθονων ειδών, σε εκτάσεις 58.000 στρεμμάτων σε Αττική, κατά κύριο λόγο, αλλά και σε Κεντρική Μακεδονία και Βόρεια Εύβοια.
Σύμφωνα με τον νυν υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρο Σκυλακάκη, οι παρεμβάσεις στην Αττική επικεντρώνονται σε περιοχές που είτε έχουν πληγεί επανειλημμένα (Πεντέλη, πάνω από τη Μονή Παντοκράτορος, στη λίμνη Μαραθώνα κ.ά.), είτε πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο και απαιτητικό οικοσύστημα όπως αυτό της Πάρνηθας πέριξ του Σανατορίου, του δάσους των γιγάντων και του καζίνο. Αν τα 58.000 στρέμματα ακούγονται πολύ λίγα όταν μόνο σε μια τυπικά μεγάλη πυρκαγιά σε περιαστικό δάσος της Αττικής αφανίζονται 60.000 και 80.000 στρέμματα, ο γενικός διευθυντής Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, Βαγγέλης Γκουντούφας, υπενθυμίζει ότι το βασικό έργο αναδάσωσης το επιτελεί η φύση μέσω της φυσικής αναγέννησης. Και φέρνει ως παράδειγμα την πρόσφατη μελέτη του WWF Ελλάς για τον Εβρο όπου σε σύνολο 942.500 στρεμμάτων που επλήγησαν πέρυσι, μόνο για 3.400 προβλέπεται τεχνητή αναδάσωση. Ωστόσο, δεν έχει πρόβλημα να παραδεχθεί ότι η χώρα έμεινε πίσω στις αναδασώσεις τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και γιατί παραδόξως πέρασε η… μόδα τους. «Το περιβάλλον δεν ήταν στις προτεραιότητες της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα οι αναδασώσεις να ατονήσουν», λέει στην «Κ» ο κ. Βαγγέλης Γκουντούφας.
Η κλιματική κρίση, όμως, σε συνδυασμό με τη σφοδρότητα των δασικών πυρκαγιών τα τελευταία χρόνια μας υποχρεώνουν να αλλάξουμε ρότα. Κατά βάση προτείνεται μια νέα φιλοσοφία φύτευσης με μείξη κωνοφόρων και πλατύφυλλων ειδών που προϋπήρχαν στην κάθε περιοχή. Η ποικιλία των διαφορετικών αυτών ειδών δεν οδηγεί μόνο σε βελτίωση της βιοποικιλότητας αλλά καθιστά το δάσος ανθεκτικότερο σε μελλοντικές πυρκαγιές.
Απειλή εντός πόλης: κι αν πιάσει φωτιά στην Κηφισιά;
Η Σταμάτα, ο κάποτε εξοχικός οικισμός της βορειοανατολικής Αττικής όπου ξέσπασε η δεύτερη μεγάλη φωτιά της περασμένης Κυριακής και τρομοκράτησε το Πυροσβεστικό Σώμα αλλά και την κυβέρνηση, έχει πάψει εδώ και δεκαετίες να θεωρείται παραθεριστικός προορισμός. Ανήκει στα λεγόμενα «υπερβόρεια» προάστια, κομμάτι του ξεχειλωμένου πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών, όχι πολύ μακριά από τη λίμνη του Μαραθώνα. Αν η φωτιά ξέφευγε και περνούσε στους πρόποδες της βορειοδυτικής Πεντέλης όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοικτά: θα απειλούνταν ο Διόνυσος και η Δροσιά και στο πλέον απευκταίο σενάριο η Εκάλη, η Νέα Ερυθραία και η Κηφισιά. Ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν η πρώτη φορά: η πρώτη μεγάλη πυρκαγιά στην περιοχή καταγράφεται το καλοκαίρι του 1981 όταν στις 4 Αυγούστου ξεσπάει φωτιά στην Πολιτεία της Κηφισιάς (από ανάφλεξη καλωδίου της ΔΕΗ, σύμφωνα με μαρτυρίες), η οποία εξαπλώνεται ταχύτατα λόγω των θυελλωδών ανέμων σε όλους τους μεγάλους δήμων των βορείων προαστίων, από την Εκάλη μέχρι το… Μαρούσι. Οταν η φωτιά απειλεί να κάνει κάρβουνο το κτήμα Συγγρού, στο ύψος του ΚΑΤ, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης απευθύνει τηλεοπτικό διάγγελμα προκειμένου να καθησυχάσει τους τρομοκρατημένους Αθηναίους που δεν έχουν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Οι φλόγες ρημάζουν σπίτια, καταστήματα, θερμοκήπια· ο εχθρός είναι πια εντός των τειχών.
Σαράντα τρία καλοκαίρια μετά, το σενάριο για μια μεγάλη φωτιά στα βόρεια προάστια δεν έμοιαζε ποτέ πιο αληθοφανές. Ετσι εξηγείται η μεγάλη, φετινή κινητοποίηση εκ μέρους της νέας δημοτικής αρχής του διευρυμένου Δήμου Κηφισιάς, υπό την ηγεσία του 42χρονου Βασίλη Ξυπολυτά, ο οποίος έχει έναν επιπλέον λόγο να επείγεται αλλά και να ανησυχεί· διαθέτοντας μεταπτυχιακό τίτλο στην Περιβαλλοντική Διαχείριση από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, γνωρίζει από πρώτο χέρι την έκταση της πρόκλησης που καλείται να αντιμετωπίσει. Μέσα στους πρώτους έξι μήνες της θητείας του έχει προχωρήσει σε μια σειρά ενεργειών με στόχο τη θωράκιση του διευρυμένου δήμου (περιλαμβάνει και τις δημοτικές ενότητες της Νέας Ερυθραίας και της Εκάλης) απέναντι στην ασύμμετρη απειλή μιας πυρκαγιάς εντός αστικού ιστού. Ανάμεσα σε άλλα δημιούργησε έναν πρότυπο πυροσβεστικό σταθμό πίσω από το δάσος Φασίδερη όπου σταθμεύουν πέντε οχήματα των ειδικών δυνάμεων του Πυροσβεστικού Σώματος (ΕΜΟΔΕ) κι ένα νέο δημοτικό πυροσβεστικό κλιμάκιο στο παλιό αστυνομικό τμήμα Εκάλης. Συνολικά στα όρια του Δήμου Κηφισιάς σταθμεύουν φέτος 14 πυροσβεστικά οχήματα έναντι μόλις ενός την περυσινή αντιπυρική περίοδο. Ταυτόχρονα, και με την ιδιότητα του νέου προέδρου του Συνδέσμου για την Προστασία και την Ανάπλαση του Πεντελικού (ΣΠΑΠ), ο Βασίλης Ξυπολυτάς προχώρησε στην ανάπτυξη ενός εναέριου τείχους από επτά drones με σκοπό τη συνεχή παρακολούθηση και προστασία του βουνού και των δήμων που συνορεύουν με την Πεντέλη. «Πρέπει να τρέξουμε, ο κίνδυνος είναι μεγάλος και τώρα μόλις φαίνεται να τον συνειδητοποιούμε», προειδοποιεί ο νέος δήμαρχος.
Αύξηση σε συλλήψεις και πρόστιμα
Στον απόηχο της πρόσφατης αυστηροποίησης του ποινικού κώδικα, ειδικά για τους εμπρησμούς εξ αμελείας που «αναβαθμίστηκαν» από πλημμελήματα σε κακουργήματα, σημαντική αύξηση παρουσιάζουν από την αρχή του χρόνου όλοι οι δείκτες που σχετίζονται με παραβάσεις περί πρόκλησης δασικών πυρκαγιών. Πιο συγκεκριμένα, φέτος και μέχρι τις 2 Ιουλίου 2024, καταγράφονται συνολικά 649 παραβάσεις. Τα πρόστιμα που βεβαιώθηκαν έφτασαν τα 498.296 ευρώ. Πραγματοποιήθηκαν 258 συλλήψεις εκ των οποίων οι 50 για πρόκληση πυρκαγιάς από πρόθεση και οι 208 από αμέλεια. Κατά την περυσινή αντιπυρική περίοδο (Μάιο με Οκτώβριο 2023) πιστοποιήθηκαν 906 παραβάσεις. Τα πρόστιμα που αποδόθηκαν έφτασαν τα 298.350 ευρώ. Πραγματοποιήθηκαν 163 συλλήψεις εκ των οποίων οι 21 από πρόθεση και οι 142 από αμέλεια. Συνοπτικά, σε σχέση με το 2023, καταγράφεται φέτος διπλή αύξηση τόσο στις συλλήψεις κατά 58% όσο και στα βεβαιωμένα πρόστιμα κατά 67%. Ηδη τους πρώτους έξι μήνες του 2024 έχουμε 95 περισσότερες συλλήψεις από ολόκληρο το 2023. Ως προς το «ποιος βάζει τις φωτιές», επίσημη εικόνα δεν υπάρχει αν και η μεγάλη πλειοψηφία αποδίδεται σε «ανθρώπινο χέρι» με την αμέλεια να προηγείται της πρόθεσης. Ανησυχητική αύξηση παρουσιάζει και ο αριθμός των αγροτοδασικών πυρκαγιών εκτός αντιπυρικής περιόδου (Ιανουάριος – Απρίλιος) καθώς οι πυροσβεστικές δυνάμεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν 3.543 φωτιές, έναντι 2.907 το αντίστοιχο
διάστημα το 2023.
58% αύξηση φέτος στις συλλήψεις για εμπρησμούς σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2023.
Συνολικά, έως 2 Ιουλίου, καταγράφονται 258 συλλήψεις, 50 από πρόθεση και 208 από αμέλεια.
498.296€ πρόστιμα βεβαιώθηκαν το α΄ εξάμηνο του 2024, σημειώνοντας αύξηση 67% σε σχέση με το σύνολο του 2023.
163 συλλήψεις την περυσινή αντιπυρική περίοδο (2023), εκ των οποίων οι 21 από πρόθεση και οι 142 από αμέλεια.
Πηγή: Πυροσβεστικό Σώμα