Μεγάλη επιχείρηση για τον εντοπισμό μελών εγκληματικής οργάνωσης που διακινούσε αλλοδαπούς και δημιουργούσε ψεύτικα ταξιδιωτικά έγγραφα πραγματοποίησαν οι αστυνομικές αρχές.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης, συνελήφθησαν πέντε αλλοδαποί, εις βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία για σύσταση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, κατοχή εγγράφων τρίτων προσώπων και παράβαση του Κώδικα Μετανάστευσης.
Οσον αφορά τον τρόπο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., ο Σύρος 39χρονος «αρχηγός» της είχε προβεί στη σύσταση νομιμοφανούς εταιρείας που ασχολούνταν με την πώληση τροφίμων και ακολούθως ενοικίασε χώρο ο οποίος προσχηματικά θα λειτουργούσε ως έδρα της επιχείρησης.
Στη συνέχεια, μετέτρεψε τον χώρο αυτό σε εργαστήριο κατάρτισης-νόθευσης εγγράφων, εξοπλίζοντάς τον με τις απαραίτητες πρώτες ύλες, αφού προηγουμένως είχε προμηθευτεί μεγάλη ποσότητα γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων διαφόρων χωρών, τα οποία κατά κύριο λόγο απασχολούν ως κλεμμένα ή απολεσθέντα.
Τη λειτουργία του εργαστηρίου την είχε αναθέσει σε ένα άλλο μέλος της οργάνωσης, ο οποίος ήταν συγγενής του και αποτελούσε τον άμεσο βοηθό του στην πλαστογράφηση των ταξιδιωτικών εγγράφων. Κύριο ρόλο στην οργάνωση είχε και ένας 60χρονος Σύρος.
Οσον αφορά τις χρηματικές συναλλαγές των υπό διακίνηση μεταναστών με το κύκλωμα, η εγκληματική οργάνωση προσέφερε τη «διαδρομή» πληρωμής χωρίς ίχνη.
Υπήρχε η επιλογή μεθόδου πληρωμής, μέσω του εξωτραπεζικού συστήματος διακίνησης χρημάτων «hawala», το οποίο στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αποστολέων, των παραληπτών και των διαμεσολαβητών
Οι πληρωμές λάμβαναν χώρα σε καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, όπου 36χρονο μέλος της οργάνωσης είχε τον ρόλο του διαμεσολαβητητή.
Επιπλέον, ο αρχηγός είχε μεριμνήσει για τη διαμονή των μεταναστών είτε σε καταλύματα που διατηρούσε μόνο για τον σκοπό αυτό, είτε σε σπίτια μελών της οργάνωσης, είτε και σε ξενοδοχεία του κέντρου της Αθήνας.
Για τη μεταφορά στα συγκεκριμένα καταλύματα, όπως προέκυψε, μέχρι και τα τέλη Μαρτίου 2024, είχε επιστρατευθεί ένας 50χρονος Παλαιστίνιος και στη συνέχεια ένας 28χρονος Ιρακινός.
Το συνολικό κόστος της διακίνησης, όπως προκύπτει από το προανακριτικό υλικό, κυμαίνεται από 3.000 έως 15.000 ευρώ, ανάλογα με τον τελικό προορισμό και τους ενδιάμεσους σταθμούς.
Στη συνέχεια, οι μετανάστες μεταφέρονταν στον Αερολιμένα Αθηνών και τα μέλη της οργάνωσης τους συνόδευαν και τους καθοδηγούσαν σε όλα τα στάδια ελέγχου στο περιβάλλον του αεροδρομίου, έως την άφιξή τους στην πύλη αναχώρησης της πτήσης.
Οπως αναφέρει η ΕΛ.ΑΣ., τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν κυμαίνονταν από 3.000 έως 15.000 ευρώ, βάσει του προορισμού και των ενδιάμεσων σταθμών.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.:
Από την Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, πρωινές ώρες της 8-7-2024 στην Αθήνα, για τον εντοπισμό ταυτοποιημένων μελών εγκληματικής οργάνωσης, η δραστηριοποίηση της οποίας στη διακίνηση αλλοδαπών και παραγωγή ταξιδιωτικών εγγράφων είχε καταδειχθεί από το προανακριτικό έργο.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης, αστυνομικοί της ανωτέρω υπηρεσίας με τη συνδρομή ΟΠΚΕ συνέλαβαν πέντε αλλοδαπά μέλη (ηλικίας 39, 38, 36, 31 και 60 ετών) και σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος τους –κατά περίπτωση– για σύσταση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, κατοχή εγγράφων τρίτων προσώπων και παράβαση του Κώδικα Μετανάστευσης.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλοι πέντε αλλοδαποί που υποστήριζαν τη δράση της οργάνωσης, ενώ διαρκούσης της επιχείρησης, εντοπίστηκε και συνελήφθη 33χρονος αλλοδαπός που αναζητούνταν με Ευρωπαϊκό Eνταλμα Σύλληψης από αρχές Γερμανίας, ως διακινητής παράνομων μεταναστών.
Η προανακριτική διερεύνηση του «modus operandi» του κυκλώματος απέδειξε τον ακριβή σχεδιασμό και αποτύπωση ενός σχεδίου δράσης που συντάχθηκε από το αρχηγικό μέλος που κατείχε ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην παράνομη διακίνηση, καθώς και την ανάληψη ρόλων από τα υπόλοιπα μέλη που με επιδεξιότητα χειρίζονταν τα καθήκοντα, τα οποία τους ανέθετε το διευθυντικό μέλος για την αριστοτεχνική υλοποίηση όλων των επιμέρους σταδίων της εγκληματικής δράσης.
Ειδικότερα, ο 39χρονος ηγέτης της οργάνωσης προέβη στη σύσταση νομιμοφανούς εταιρείας που ασχολούνταν με την πώληση τροφίμων και ακολούθως ενοικίασε χώρο, όπου προσχηματικά θα λειτουργούσε ως έδρα της επιχείρησης.
Στη συνέχεια, μετέτρεψε τον χώρο αυτό σε εργαστήριο κατάρτισης-νόθευσης εγγράφων, εξοπλίζοντας αυτό με τις απαραίτητες πρώτες ύλες, αφού προηγουμένως είχε προμηθευτεί μεγάλη ποσότητα γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων διαφόρων χωρών, τα οποία κατά κύριο λόγο απασχολούν ως κλεμμένα ή απολεσθέντα.
Στον χώρο του εργαστηρίου εκτελούνταν τρεις μέθοδοι παραγωγής ταξιδιωτικών εγγράφων για τα πρόσωπα που επρόκειτο να διακινηθούν:
- Μέθοδος αντικατάστασης, η οποία συνίστατο στην αλλαγή της σελίδας στοιχείων και φωτογραφίας στο υπάρχον γνήσιο διαβατήριο,
- Μέθοδος «look alike», η οποία ακολουθείται στην περίπτωση που ο υπό διακίνηση αλλοδαπός προσομοιάζει στα χαρακτηριστικά του πραγματικού κατόχου του διαβατηρίου και
- Μέθοδος «εξ υπαρχής κατάρτισης», η οποία έγκειται στην κατάρτιση πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου.
- Σημαντικό στάδιο για την αδιάλειπτη λειτουργία της οργάνωσης ήταν η αναζήτηση αλλοδαπών που επιθυμούσαν να εξέλθουν παράνομα από τη χώρα μέσω της αεροπορικής οδού σε Ευρωπαϊκές Χώρες και σύναψη συνεργασίας με το εγκληματικό κύκλωμα.
Την αρμοδιότητα αυτή είχε αναθέσει ο αρχηγός στο 60χρονο μέλος, ο οποίος είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό προφίλ, διατηρώντας έναν ευρύ κύκλο επαφών και διασυνδέσεων στα στέκια που σύχναζαν αλλοδαποί που επιθυμούσαν να εξέλθουν από τη χώρα.
Οσον αφορά τις χρηματικές συναλλαγές των υπό διακίνηση αλλοδαπών με το κύκλωμα, η εγκληματική οργάνωση προσέφερε τη δελεαστική προς τους πελάτες «διαδρομή» πληρωμής, χωρίς ίχνη, τόσο για την προστασία τους, όσο και τη διασφάλιση της αποδέσμευσης του ποσού που κατέβαλλαν, αφού ολοκληρωθεί η μετάβαση στη χώρα που επιθυμούν.
Οι πληρωμές λάμβαναν χώρα σε καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, όπου 36χρονο μέλος της οργάνωσης είχε τον ρόλο του διαμεσολαβητή «hawaladar».
Υπήρχε η επιλογή μεθόδου πληρωμής μέσω του εξωτραπεζικού συστήματος διακίνησης χρημάτων «hawala», το οποίο στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αποστολέων, παραληπτών και διαμεσολαβητών «hawaladar» που ενδεχομένως βρίσκονται σε διαφορετικές πόλεις ή χώρες.
Επιπλέον, η εγκληματική οργάνωση προσέφερε και τη δυνατότητα πληρωμής με τη μέθοδο «guarantee», όπου ο αλλοδαπός κατέθετε χρήματα στο «hawaladar» που σε αυτήν την περίπτωση διαδραμάτιζε ρόλο εγγυητή και λάμβανε ένα χαρτί που περιείχε έναν μυστικό κωδικό.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση της μετάβασής του στον τελικό προορισμό, ο αλλοδαπός αποκάλυπτε τον κωδικό στα μέλη της οργάνωσης και εν συνεχεία τα μέλη παραλάμβαναν τη χρηματική αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχαν.
Ο «hawaladar» διατηρούσε ένα ανεπίσημο τετράδιο εντός της καφετέριας, όπου καταγράφονταν όλα τα δεδομένα στην αραβική γλώσσα, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη την άμεση αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου σε περίπτωση ελέγχου.
Αφού ολοκληρώνονταν τα στάδια του εφοδιασμού με το απαραίτητο ταξιδιωτικό έγγραφο και η απαραίτητη συναλλαγή, η εγκληματική οργάνωση τοποθετούσε τους υπό διακίνηση αλλοδαπούς προσωρινά σε «safe houses», αν και διαβιούσαν στην Αθήνα, πριν από τη μεταφορά τους στο αεροδρόμιο από τα μέλη της οργάνωσης την ημέρα της πτήσης που είχαν δρομολογήσει.
Αυτό δείχνει την επαγγελματική οργάνωση του κυκλώματος για να εξασφαλίσει τη μη υπαναχώρηση των υπό διακίνηση αλλοδαπών στον παράνομο ανταγωνιστικό χώρο της αγοράς.
Στη συνέχεια, οι αλλοδαποί μεταφέρονταν στον Αερολιμένα Αθηνών και τα μέλη της οργάνωσης τους συνόδευαν και καθοδηγούσαν σε όλα τα στάδια ελέγχου στο περιβάλλον του αεροδρομίου, έως την άφιξή τους στην πύλη αναχώρησης της πτήσης.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν κυμαίνονταν από 3.000 έως 15.000 ευρώ, βάσει του προορισμού και των ενδιάμεσων σταθμών.
Σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του τρόπου δράσης αποτέλεσε η αποτροπή πέντε περιπτώσεων διακίνησης αλλοδαπών από τον ανωτέρω εγκληματικό δίκτυο, από τους αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών.
Από τις έρευνες στην οικία-εργαστήριο, στην καφετέρια και στις οικίες τους κατασχέθηκαν:
- Πλήθος διαβατηρίων, δελτίων ταυτότητας, αδειών διαμονής και αδειών ικανότητας τρίτων προσώπων διαφόρων χωρών,
- Εξοπλισμός πρόσφορος για την κατάρτιση και νόθευση των εγγράφων,
- Τα χρηματικά ποσά των 5.595 ευρώ, 1.773 δολάρια, 80 λίρες Αγγλίας και 300 LEU Μολδαβίας,
- Πλήθος τραπεζικών καρτών,
- Πλήθος αποκομμάτων και εγγράφων χρηματικών συναλλαγών, καθώς και σημειωματάρια με σχετικά δεδομένα και
- το «επιχειρησιακό» αυτοκίνητο της οργάνωσης.
- Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκαν ενώπιον Ανακριτή.