Ενας παλιός, παραδοσιακός ξενοδόχος της Αθήνας συνήθιζε να λέει: «Ο τουρισμός είναι σαν την τρικυμία· για τρία χρόνια μπορεί να καλπάζεις στον αφρό της θάλασσας και για τα επόμενα δύο να προσπαθείς να βγάλεις το κεφάλι σου πάνω από τη φουρτούνα για να μην πνιγείς». Ομως, ο τουρισμός της Αθήνας στην εποχή μετά την πανδημία θυμίζει περισσότερο με σέρφερ σε αγώνα επίδειξης στη Χαβάη: πετάει από ρεκόρ σε ρεκόρ, αφήνει έκθαμβο το φιλοθεάμον κοινό με τα επιτεύγματα και τη δυναμική του και δεν θέλει να ακούει καθόλου για τρικυμίες, καμπύλες διόρθωσης και οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει τα ακροβατικά του πάνω στο κύμα.
Ομως, αρκεί μια βόλτα στους δρόμους αυτής της μικροσκοπικής αθηναϊκής «Ντίσνεϊλαντ», από το εμπορικό τρίγωνο και το Σύνταγμα μέχρι την Πλάκα και τις παρυφές στο Κουκάκι, για να προσέξει ότι τα «σύννεφα» δεν λείπουν από τον ορίζοντα. Καθώς αυτό το καλοκαίρι εξελίσσεται μετεωρολογικά σε μια διαρκή άσκηση υπομονής για τις αντοχές κατοίκων και επισκεπτών, το αθηναϊκό τουριστικό προϊόν, αν και θεωρητικά βρίσκεται σε φάση απογείωσης, δείχνει ευάλωτο σε όλες τις παιδικές του ασθένειες. Δημόσιος χώρος για κλάματα (με την εξαίρεση του Μεγάλου Περιπάτου κάτω από την Ακρόπολη), μια σχεδόν μόνιμη αίσθηση ακαταστασίας, ηχορύπανσης και επιλεκτικής καθαριότητας (ανάλογα με το τι ώρα πέρασε το τελευταίο απορριμματοφόρο), οπτική ρύπανση κάθε είδους και φαντασίας, μια εντελώς αναχρονιστική, συντριπτική υπεροχή των Ι.Χ. έναντι φιλικότερων μέσων μεταφοράς (σαν η πόλη να ανήκει πολιτισμικά στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και όχι στην Ευρώπη) συγκροτούν το πιο κραυγαλέο κομμάτι της συμπυκνωμένης εμπειρίας ενός καλοπροαίρετου επισκέπτη των 3-4 ημερών.
«Ξέρουν πού έρχονται»
Αλλά ο νέος «ελέφαντας στο δωμάτιο» δεν είναι ούτε τα γκράφιτι ούτε τα μικροσκοπικά πεζοδρόμια ούτε η προβληματική καθαριότητα. Εξάλλου, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα που διενεργεί η Ενωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού σε συνεργασία με την GBR Consulting, ο βαθμός ικανοποίησης των τουριστών από την Αθήνα αυξάνεται διαρκώς και έφτασε πέρυσι το 8,4 έναντι 7,7 το 2017. «Οι περισσότεροι ξένοι δεν θα σου πουν τίποτα για όλα αυτά. Τα περιμένουν, δεν εκπλήσσονται, έχουν κάνει την έρευνά τους, ξέρουν πού έρχονται. Αφήστε που ορισμένοι εξ αυτών έρχονται ακριβώς για να ζήσουν ένα κομμάτι του αθηναϊκού χάους πριν επιστρέψουν στην τακτοποιημένη και, όπως ίσως οι ίδιοι νομίζουν, λίγο “βαρετή” πόλη τους», μου λέει ο Σάββας Π., εργαζόμενος και ξεναγός σε εταιρεία ενοικίασης ποδηλάτων και άλλων μέσων ήπιας κινητικότητας που εδρεύει στου Μακρυγιάννη. Ο νέος «ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι τα διαδοχικά κύματα ζέστης.
«Οταν το θερμόμετρο είναι κολλημένο στους 36-37 βαθμούς, ειδικά οι πιο ηλικιωμένοι επισκέπτες είναι αποκλεισμένοι από μια σειρά δραστηριοτήτων», λένε άνθρωποι του τουρισμού.
Συνήθως ένας τουριστικός προορισμός βάλλεται λόγω εκτάκτων γεγονότων: μια τρομοκρατική ενέργεια, ένα περιβάλλον οικονομικής ύφεσης, μια πανδημία. Η Αθήνα έχει ζήσει και τα τρία σενάρια και κατάφερε να ανακάμψει γρηγορότερα από τις εκάστοτε προβλέψεις. Σήμερα, που ο προορισμός της πρωτεύουσας βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της απογείωσης του ελληνικού τουρισμού, ένας νέος κίνδυνος αναδύεται από (σχεδόν) το… πουθενά. Αν και οι περιβαλλοντολόγοι προειδοποιούσαν εδώ και χρόνια, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η κλιματική αλλαγή θα ήταν κάτι που θα ζούσαμε (κυριολεκτικά) στο πετσί μας οι πρώτες γενιές του 21ου αιώνα. «Είναι άλλο να κάνει ένα καλοκαίρι περισσότερη ζέστη από το συνηθισμένο και άλλο να “χτίζεται” σταδιακά μια κοινή εμπειρία από διαδοχικά ζεστά καλοκαίρια, που μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγή κατεστημένων συνηθειών βάσει των οποίων γινόταν ο προγραμματισμός μιας ολόκληρης χρονιάς», λέει ο Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ –Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων–, ο οποίος μιλάει καθαρά για «αναπροσαρμογή της σεζόν» σε βάθος χρόνου, εφόσον τα κλιματικά δεδομένα του φετινού και του περυσινού καλοκαιριού επιμείνουν τα επόμενα χρόνια και αποκτήσουν χαρακτηριστικά μονιμότητας. Βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο; «Οχι ακόμη, ευτυχώς. Αλλά αν εδραιωθεί μια συγκεκριμένη πεποίθηση στις βασικές μας αγορές στο εξωτερικό για το καλοκαίρι στη Μεσόγειο, δεν αποκλείεται να δούμε μετατοπίσεις που θα κλονίσουν βασικά “δόγματα” και της ελληνικής και της αθηναϊκής τουριστικής αγοράς». Ενα από αυτά υποστηρίζει ότι οι πιο «αποδοτικοί» μήνες για την Αθήνα είναι παραδοσιακά ο Ιούνιος και ο Ιούλιος. Γιατί αυτό να μην αλλάξει και να μην πάμε σε περιόδους σχετικά χαμηλής επισκεψιμότητας, όπως είναι για παράδειγμα ο Δεκέμβριος και ο Ιανουάριος; Ομως, μια τόσο εντυπωσιακή μετατόπιση δεν είναι απλή υπόθεση. Τα σχολεία κλείνουν το καλοκαίρι, για να αναφερθούμε σε ένα ελάχιστο παράδειγμα. Πάντως, μιλώντας με παράγοντες της ξενοδοχειακής αγοράς, δεν αποκομίζεις καμιά τέτοια ανησυχία.
Αυξημένη κίνηση
Τα ξενοδοχεία της πόλης έχουν μπροστά τους ίσως το καλύτερο καλοκαίρι στην Ιστορία του αθηναϊκού τουρισμού. «Τι κρίμα που δεν μπορούν να το απολαύσουν όσο θα ήθελαν!», μου λέει ένας από τους πλέον έμπειρους ξενοδόχους. «Οταν το θερμόμετρο είναι για μέρες κολλημένο στους 36 ή στους 37 βαθμούς, ειδικά οι πιο ηλικιωμένοι επισκέπτες είναι εκ των συνθηκών αποκλεισμένοι από μια σειρά δραστηριοτήτων από τις 12 το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα, δηλαδή για το πιο “παραγωγικό” κομμάτι της ημέρας τους. Επιπλέον, η ζέστη πλήττει περισσότερο τον τουρισμό πόλεων και τους μεγαλύτερους σε ηλικία τουρίστες που συνήθως είναι κι αυτοί οι οποίοι ξοδεύουν περισσότερο». Προς το παρόν οι πρώτοι πέντε μήνες του 2024 έκλεισαν για τα ξενοδοχεία της Αθήνας με μέση πληρότητα της τάξης του 72,3% έναντι 68,9% το 2023. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε μια ελάχιστη ρωγμή στη γενικά πολύ καλή εικόνα, ας σημειώσουμε ότι ο φετινός Μάιος ναι μεν σημείωσε καλύτερη πληρότητα έναντι των μηνών που προηγήθηκαν (86,2%) ωστόσο η πληρότητα αυτή παρουσιάζει μείωση έναντι της αντίστοιχης πληρότητας του Μαΐου 2023 κατά -2,7%.
Ζέστη μέρα και νύχτα
«Βιώνουμε ένα καλοκαίρι κλιματολογικά ακραίο για την περιοχή μας», επισημαίνει ο διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστας Λαγουβάρδος, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι έχουμε πίσω μας τον πιο ζεστό χειμώνα από την εποχή που διατηρούνται στατιστικά στοιχεία. «Σκεφτείτε ότι από τον Ιούλιο του 2023 μέχρι σήμερα έχουμε διαδοχικά 12 μήνες με θερμοκρασίες λίγο ή αρκετά πάνω από τα κανονικά επίπεδα, με την εξαίρεση του Μαΐου. Ο Ιούνιος ήταν ακραία θερμός και φαίνεται ότι και ο Ιούλιος βαδίζει στα χνάρια του, καθώς όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν παρατεταμένη ζέστη για τις δύο επόμενες εβδομάδες». Το πρόβλημα για την Αθήνα και όλους τους τουριστικούς προορισμούς δεν είναι τόσο η ίδια η εμπειρία της ζέστης όσο η διάρκειά της, επισημαίνει ο ίδιος. «Αν κοιτάξουμε τον Ιούνιο θα παρατηρήσουμε ότι στην Αθήνα μόνο για μια μέρα ξεπεράσαμε τους 40 βαθμούς. Το πρόβλημα ήταν ότι σχεδόν όλες τις υπόλοιπες μέρες του μήνα η θερμοκρασία κυμαινόταν πολύ πάνω από τα κανονικά επίπεδα επιτείνοντας το αίσθημα της ζέστης. Είναι η διάρκεια που κουράζει και εξαντλεί». Αν και η Αθήνα και η Αττική είχαν πάντα ζεστά καλοκαίρια, γνωρίζουμε ότι το κλίμα τους εξαιτίας των βόρειων-βορειοανατολικών ανέμων (τα γνωστά μελτέμια) ήταν σχετικά πιο υποφερτό σε σχέση με περιοχές που δεν έχουν την ευλογία (και την κατάρα, λόγω πυρκαγιών) του βοριά και της χαμηλής υγρασίας. «Αυτό ισχύει κυρίως για τα βόρεια προάστια και τα ανατολικά παράλια και όχι τόσο για το κέντρο του λεκανοπεδίου ή τα νότια», συμπληρώνει ο κ. Λαγουβάρδος, «όπου η θερμοκρασία δεν πέφτει ικανοποιητικά ούτε και τις βραδινές ώρες. Αν υποθέσουμε ότι ένας τουρίστας μπορεί να κάνει υπομονή τη διάρκεια της ημέρας και περιμένει να ανακουφιστεί το βράδυ και αυτή η ανακούφιση δεν έρχεται γιατί ο υδράργυρος παραμένει κοντά στους 31 με 32 βαθμούς περί τα μεσάνυχτα, τότε το αίσθημα της δυσφορίας αυξάνεται ακόμη περισσότερο».
Οι παιδικές ασθένειες της πόλης επιμένουν…
…ταλαιπωρώντας κατοίκους και επισκέπτες
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η γενική κατάσταση του δημόσιου χώρου στο κέντρο της Αθήνας είναι καλύτερη· όχι, φυσικά, σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες μεγαλουπόλεις του ευρωπαϊκού Νότου (τη Ρώμη, τη Μαδρίτη ή τη Λισσαβώνα), αλλά αν θυμηθούμε την Αθήνα του 2015 ή του 2020. Λιγότερα μηχανάκια και Ι.Χ. κλείνουν διαβάσεις πεζών και ΑμεΑ, λιγότερα κλειστά καταστήματα ξεγελούν μια αίσθηση εγκατάλειψης και οικονομικής αγωνίας, περισσότεροι βυθιζόμενοι κάδοι απορριμμάτων υπόσχονται ένα ευπρεπέστερο μέλλον, μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται για να δείξουμε το «καλό» μας πρόσωπο εκεί που αισθανόμαστε πιο εκτεθειμένοι.
Κυκλοφοριακό
Αλλά η γενική εικόνα παραμένει κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το άλυτο κυκλοφοριακό κομφούζιο με τα τουριστικά λεωφορεία στη λεωφόρο Αμαλίας και στις στενές παρόδους της Συγγρού είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, αν και από τις πιο περίπλοκες. «Εδώ τόσα χρόνια δεν μπορούμε να λύσουμε το θέμα με τα παρκαρισμένα Ι.Χ. στη Σόλωνος ή ακόμα και στην Πανεπιστημίου, και θα λύσουμε το πολύ σοβαρότερο με τα τουριστικά πούλμαν;» αναρωτιέται παράγοντας της ξενοδοχειακής αγοράς, η μονάδα του οποίου βρίσκεται στις παρυφές της Πλάκας. Η απάντηση είναι ότι η εμπεδωμένη κουλτούρα απουσίας ελέγχων και γενικής ατιμωρησίας δηλητηριάζει και το τουριστικό προϊόν της Αθήνας. Πώς να ευδοκιμήσει οποιαδήποτε καλοπροαίρετη μελέτη διαχείρισης των τουριστικών λεωφορείων όταν ο Αθηναίος οδηγός γνωρίζει ότι μπορεί να σταθμεύσει οπουδήποτε στο κέντρο της πόλης για πέντε ή δέκα λεπτά χωρίς κάποιο σοβαρό κόστος; Εχουμε αναρωτηθεί γιατί επιμένουμε να κατεβαίνουμε στο Σύνταγμα με το Ι.Χ. μας, απαιτώντας θέσεις στάθμευσης σε ανύπαρκτες υποδομές, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις μια τέτοια σκέψη θα ήταν απλώς απαγορευτική; Γιατί ο δήμος και το κράτος μάς λένε με τον τρόπο τους ότι μπορούμε (ακόμα) να το κάνουμε.
Πεζοδρόμια
Περπατώντας σε πολύ βασικές τουριστικές διαδρομές, υπάρχουν τομείς όπου βελτιωνόμαστε και τομείς όπου γινόμαστε χειρότεροι. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει (συγκριτικά, πάντα) η γενική αίσθηση του δημόσιου χώρου, αν και υπάρχουν δομικά προβλήματα που καταδικάζουν την Αθήνα σε χαμηλά σκορ.
Κατά γενική ομολογία στο κέντρο της Αθήνας περπατάς πολύ πιο άνετα σε σχέση με συνοικίες και προάστια του λεκανοπεδίου. Αυτό οφείλεται στη σοβαρή αύξηση του αριθμού των πεζοδρόμων από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και μετά, αλλά και σε μια ομολογουμένως αρκετά μετριοπαθή πολιτική αποθάρρυνσης των Ι.Χ. Επίσης, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δημοτικής αρχής έγινε μια αρκετά σοβαρή προσπάθεια να πολεμηθεί η λεγόμενη «σκληρή βρωμιά» με την οποία έχουν εμποτιστεί τα πεζοδρόμια και οι πλατείες της πόλης. Αυτός ήταν ο λόγος που ξοδεύτηκαν σημαντικά ποσά για την αγορά του ανάλογου εξοπλισμού. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη σημαντική μάχη, αυτή τη φορά με τα γκράφιτι και τις μουτζούρες που έχουν γίνει δεύτερο δέρμα της Αθήνας. Είναι επιτακτική ανάγκη η νέα δημοτική αρχή να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο για να μην επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν πριν από δέκα χρόνια. Η ανακατασκευή πολλών χιλιομέτρων πεζοδρομίων είναι μια περισσότερο από ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία, βελτιώνει την καθημερινότητα κατοίκων και επισκεπτών, αλλά κι εδώ πάλι παρατηρείται μια ανεξήγητη ατολμία: περπατήσαμε στα νέα πεζοδρόμια της Ερμού στο Μοναστηράκι, στο ύψος της πλατείας, αλλά και στο Παγκράτι, στην οδό Ερατοσθένους, προσεγγίζοντας το Μουσείο Γουλανδρή, και μας έκανε εντύπωση ότι το πλάτος τους παρέμεινε ως είχε, μικροσκοπικό και εχθρικό για πεζούς και ΑμεΑ. Γενικά, στα θέματα προσβασιμότητας και παρά τις καλές προθέσεις, η Αθήνα εξακολουθεί να παίρνει πολύ χαμηλό βαθμό.
Πράσινο
Αντιθέτως, πολύ σοβαρή πρόοδος έχει συντελεστεί στην αποψίλωση των λόφων της πόλης από ξερή βλάστηση και οτιδήποτε θα μπορούσε να συνεισφέρει στην εξάπλωση μιας πυρκαγιάς. Σε μια γενικότερη παρατήρηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι περισσότεροι χώροι πρασίνου βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Φυσικά, το καλό είναι εχθρός του καλύτερου και από αυτή την άποψη υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους τοποθετούν τον πήχυ ψηλά.
Στα βήματα προόδου αντιστοιχούν δυστυχώς άλματα οπισθοχώρησης. Ο αστικός εξοπλισμός δεν ήταν ποτέ το ατού της Αθήνας, αλλά πραγματικά στο κέντρο της Αθήνας δυσκολεύεσαι να συναντήσεις δημόσιο χώρο που να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα στάνταρ των προηγμένων ευρωπαϊκών πόλεων. Κοιτάξτε τα σπασμένα μαρμάρινα στοιχεία από τις σχάρες των νέων δέντρων που φυτεύτηκαν στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος για να πάρετε μια ιδέα. Πολύ σοβαρότερο πρόβλημα είναι η εκρηκτική επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων σε πεζοδρόμια, πεζοδρόμους και πλατείες τη μεταπανδημική περίοδο. Το πρόσφατο κρούσμα διαφθοράς στους κόλπους της Δημοτικής Αστυνομίας με τη συμμετοχή υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού εξηγεί πολλά για όσα ανεξήγητα βλέπουμε στους δρόμους της Αθήνας.