Ο ήλιος είναι ακριβοθώρητος, οι θερμοκρασίες χαμηλές σχεδόν όλο τον χρόνο και μετά τις οκτώ το βράδυ τις καθημερινές δεν κυκλοφορεί κανείς στον δρόμο. Ολοι ξυπνούν στις έξι, τρώνε μεσημεριανό στις έντεκα και μισή και βραδινό στις έξι το απόγευμα. Ολα «καλοκουρδισμένα».
Και όμως η Δανία, παρά το πλήθος των «ιδιαιτεροτήτων» της, ξένων ως προς τις μεσογειακές μας συνήθειες, κατορθώνει να εξασφαλίζει ανέμελα φοιτητικά χρόνια σε όσους την επιλέξουν για μεταπτυχιακές σπουδές. «Υπήρξε για πολλά χρόνια το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της Ευρώπης», αναφέρει στην «Κ» Ελληνίδα της Δανίας. Οι ευνοϊκοί όροι που ισχύουν για τους Ευρωπαίους φοιτητές τη διαφοροποιούν από τη Μ. Βρετανία, αγαπητό προορισμό για διεθνείς φοιτητές, πολλοί εκ των οποίων, ωστόσο, μαζί με τον τίτλο σπουδών αποκτούν διόλου ευκαταφρόνητα χρέη λόγω των υψηλών διδάκτρων. Ετσι, τα μεταπτυχιακά προγράμματα της Δανίας λειτουργούν ως πόλος έλξης ειδικά για τους νέους της νότιας Ευρώπης και τις οικογένειές τους, που έχουν βιώσει πολυετή λιτότητα. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη που στους διαδρόμους των πανεπιστημίων της Δανίας ακούγονται ιταλικά, ισπανικά και ελληνικά.
Η Δανία άρχισε να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα στην αγγλική γλώσσα από το 2000 και έπειτα. «Υπήρξε μια περίοδος που η οικονομία της χώρας τα πήγαινε περίφημα, οι πτυχιούχοι απορροφούνταν αμέσως και η Δανία ήθελε να προσελκύσει νέους ανθρώπους με προσόντα», σχολιάζει στην «Κ» η σημερινή πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας, κ. Ζωή Λαμπράκου, η οποία μετανάστευσε εκεί το 2019 για να κάνει διδακτορικό και παραμένει στη χώρα ως εργαζόμενη. «Κάθε χρόνο, όλο και περισσότεροι Ελληνες διερευνούν τα διαθέσιμα αγγλόφωνα μεταπτυχιακά» προσθέτει. Μέχρι πρότινος ήταν το Πολυτεχνείο, DTU, που συγκέντρωνε τους περισσότερους διεθνείς φοιτητές, όμως πλέον εξίσου μεγάλη προσέλευση έχουν και άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης (KU) και το Πανεπιστήμιο Aalborg.
Οι αριθμοί «μιλούν» από μόνοι τους. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας της Δανίας, το 2010 οι Ελληνες μεταπτυχιακοί φοιτητές ήταν 85 και το 2023 έφτασαν στους 285, καταλαμβάνοντας την 5η θέση μεταξύ των Ευρωπαίων μεταπτυχιακών φοιτητών. Την περυσινή χρονιά προηγούνταν των Ελλήνων οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Πολωνοί φοιτητές. Αντίστοιχη είναι η κατάταξη και στους επιστήμονες που εκπονούν διδακτορική διατριβή στη Δανία, με συνολικά 314 διδάκτορες ελληνικής υπηκοότητας το διάστημα 2010-2022. Το άνοιγμα της σκανδιναβικής χώρας προς τους Ευρωπαίους είναι σαφές – τον Ιανουάριο του 2023 στην Κοπεγχάγη 12.101 φοιτητές και άτομα που έκαναν πρακτική άσκηση διέθεταν άδεια παραμονής, σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας. Ο αντίστοιχος αριθμός τον μακρινό Ιανουάριο του 2010 ήταν μόλις 3.804. Εικάζεται ωστόσο ότι η περίοδος χάριτος έχει κάποια ημερομηνία λήξης.
Ποιότητα ζωής
«Οταν πριν από δέκα χρόνια ορκίστηκα στο ΠΑΜΑΚ, σχεδίαζα να συνεχίσω τις σπουδές μου», θυμάται ο 33χρονος σήμερα Κωνσταντίνος. «Στην Ελλάδα, όμως, δεν μπορούσα να βρω μεταπτυχιακό με δίδακτρα λιγότερα από 3.000 ευρώ, ενώ σε όλα η αναμονή ήταν μεγάλη και οι θέσεις μετρημένες», λέει. Ο Κωνσταντίνος για τα επόμενα έξι χρόνια νοικιάζει το δικό του σπίτι και εργάζεται σε θέσεις ευθύνης σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με έδρα τη βόρεια Ελλάδα. «Αν ήθελα να ξεκινήσω μάστερ παράλληλα με τη δουλειά, θα αναγκαζόμουν να επιστρέψω στο πατρικό μου – κάτι που θα ήταν για μένα μεγάλο πισωγύρισμα». Θα συνέχιζε πιθανότατα τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, αν δεν μεσολαβούσε η πανδημία και ο εγκλεισμός, αλλά και η επαφή με φίλους, που είχαν ήδη μεταναστεύσει στη Δανία. «Ο πρώτος είχε φύγει το 2015, ο δεύτερος το 2017, ο τρίτος το 2020 και ένα χρόνο μετά ακολούθησα και εγώ». Το δέλεαρ για την εγκατάσταση των νεαρών Θεσσαλονικιών στην Κοπεγχάγη είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, που επιτρέπει στους Ευρωπαίους φοιτητές όχι μόνο να σπουδάζουν χωρίς να καταβάλλουν δίδακτρα, αλλά και να απολαμβάνουν μια ποιότητα ζωής που δεν θα μπορούσαν να έχουν αλλού. «Απαξ και ο φοιτητής εργάζεται part-time, τουλάχιστον 10-12 ώρες την εβδομάδα, δικαιούται ένα επίδομα γύρω στα 700 ευρώ τον μήνα, το οποίο μαζί με τον μισθό του, μπορεί να του εξασφαλίσει τα προς το ζην», εξηγεί.
«Το να βρεις μια δουλειά ως φοιτητής είναι πολύ εύκολο: όσο καιρό ζω εδώ έχω δουλέψει μπάρμαν, ντελίβερι και καθαριστής», διηγείται, «τα εργατικά συνδικάτα είναι ισχυρά και το ημερομίσθιο αξιοπρεπέστατο». Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να μεταβεί μόνο με μια βαλίτσα ρούχα στην Κοπεγχάγη για να κάνει μια νέα αρχή. «Χρειάζεσαι ένα κομπόδεμα, διότι το πρώτο βήμα είναι να κλείσεις και να προπληρώσεις ένα διαμέρισμα, έτσι ώστε να μπορέσεις να εκδώσεις κωδικό πολίτη, βάσει του οποίου αποκτάς δικαιώματα στη χώρα». Στο μεταπτυχιακό του Κωνσταντίνου μόλις 20% ήταν Δανοί. «Απ’ όλους τους Νοτιοευρωπαίους συμπαθούν περισσότερο τους Ελληνες, διότι διδάσκονται από μικροί τη μυθολογία μας σε συνδυασμό με αυτή των Βίκιγκς», αναφέρει ο ίδιος, που τώρα αναζητά δουλειά στον τομέα του.
«Εδώ μπορείς να ρωτάς τα πάντα, δεν σε κρίνει κανείς, οι καθηγητές έρχονται ακόμη και από πάνω σου όσο κρατάς σημειώσεις, για να σε ρωτήσουν αν καταλαβαίνεις».
«Γιατί δεν πας στη Δανία;». Την εν λόγω ιδέα «ρίχνει» πριν από 15 χρόνια ένας ακαδημαϊκός σε έναν αριστούχο φοιτητή και μουσικό, που τα Σαββατοκύριακα παίζει πιάνο στο αγαπημένο στέκι του Μάνου Χατζιδάκι, στο Παγκράτι. «Τελείωνα τότε τις σπουδές μου στο ΕΜΠ ως μηχανολόγος μηχανικός και ήθελα να συνδυάσω τις δυο μου μεγάλες αγάπες, τη μηχανική και τη μουσική», θυμάται σήμερα μιλώντας στην «Κ» από την Κοπεγχάγη ο εικαστικός Γιώργος Κουτσούρης. «Πράγματι, με δέχθηκαν στο μεταπτυχιακό της ακουστικής στο Πολυτεχνείο, το DTU», διευκρινίζει ο ίδιος. «Η Δανία είχε ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 μεγάλη παράδοση στην ακουστική, τα ηχεία της Bang and Olufsen μεσουρανούσαν».
Η πρόταση της Δανίας κερδίζει επί της αντίστοιχης για μεταπτυχιακά στο Σαουθάμπτον (στη Μ. Βρετανία) και το 2009 ο κ. Κουτσούρης μετακομίζει στην Κοπεγχάγη, όπου ζει και εργάζεται έως και σήμερα. «Στη χρονιά μου ήμασταν τρεις Ελληνες στο μεταπτυχιακό, την προηγούμενη από εμάς ήταν και πάλι τρεις», λέει. «Το πρόγραμμα ήταν διετές και μας έδινε το περιθώριο να προσαρμοστούμε, αλλά και να εμβαθύνουμε στο αντικείμενο και στα θέλω μας, σε αντίθεση με τα fast track προγράμματα εκείνης της εποχής στην Αγγλία».
Μετά το πέρας των σπουδών εργάζεται full time ως ακουστικολόγος και εν συνεχεία περνάει κατόπιν εξετάσεων στη Σχολή Καλών Τεχνών. «Η τέχνη δεν είναι πουθενά εύκολη, όμως εδώ υπάρχει αξιοκρατία», απαντά στο εύλογο ερώτημα ο κ. Κουτσούρης, έργα του οποίου έχουν εκτεθεί πολλάκις στους δρόμους της Κοπεγχάγης. «Εχω κερδίσει σε δημόσιους διαγωνισμούς που κατέθεσα την πρότασή μου στα αγγλικά, δεν έχουν ποτέ δώσει βαρύτητα στην καταγωγή μου παρά μόνο στη δουλειά μου».
Οταν η Αναστασία Παπαδοπούλου τελειώνει το Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ, η αγορά εργασίας στη Θεσσαλονίκη είναι… ημιθανής. «Ενας καθηγητής μού υπέδειξε τις σκανδιναβικές χώρες, όπου η ειδικότητα του μηχανικού περιβάλλοντος έχει εξελιχθεί πολύ», εξηγεί η 30χρονη σήμερα στην «Κ». Μαζί με τον σύντροφό της, Δημοσθένη, απόφοιτο του Τμήματος Πληροφορικής στο ΠΑΜΑΚ, κάνουν αιτήσεις σε Δανία, Σουηδία και Νορβηγία, γίνονται δεκτοί παντού αλλά επιλέγουν την πρώτη. Η Αναστασία ξεκινάει δουλεύοντας δύο εξάωρα την εβδομάδα σε μεγάλη αλυσίδα ρούχων και παράλληλα παρακολουθεί τα μαθήματα στο DTU. «Ημασταν επτά Ελληνες επί συνόλου 50 φοιτητών». Ούτε ο Δημοσθένης είναι ο μοναδικός Ελληνας στο δικό του μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Ααλμποργκ. «Η εμπειρία των σπουδών διέφερε πολύ με ό,τι γνωρίζαμε έως τότε· υπήρχε μια ατμόσφαιρα ισοτιμίας, οι καθηγητές ήταν προσιτοί, μας ζητούσαν να τους μιλάμε στον ενικό». Το σύστημα προάγει, επίσης, τη συνεργασία μεταξύ των φοιτητών. «Μας ανέθεταν πολλές ομαδικές εργασίες και ήταν για εμένα μια πραγματική πρόκληση». Η καθημερινότητα των πρώτων μηνών είναι απαιτητική, «όμως, ένιωθα πολύ καλά που δεν επιβάρυνα καθόλου τους γονείς μου», ομολογεί η Αναστασία.
Ευχάριστη έκπληξη
«Προτού μετακομίσω χρειάστηκα ένα πιστοποιητικό για την Ελλάδα και έπεσα από τα σύννεφα όταν το έλαβα εντός δύο ημερών», θυμάται η Βασιλική Τσανακτσίδου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο DTU, που δηλώνει εντυπωσιασμένη από την οργάνωση της χώρας. Η ίδια έγινε αμέσως δεκτή και εξασφάλισε γρήγορα μία θέση στην εστία. Στο μεταπτυχιακό της φοιτούν περί τα 60 άτομα, «εκ των οποίων περίπου 20 είμαστε Ελληνες». Η ίδια, ωστόσο, απολαμβάνει και το πολυπολιτισμικό περιβάλλον. «Για εμάς τους ξένους φοιτητές διοργανώνεται μια introduction week, όπου μας ξεναγούν στην πόλη, μας ενημερώνουν για τις σπουδές μας και μας δίνουν την ευκαιρία να δικτυωθούμε με τους συμφοιτητές μας». Κάθε μέρα που περνάει δικαιώνεται για την επιλογή της. «Εδώ μπορείς να ρωτάς τα πάντα, δεν σε κρίνει κανείς, οι καθηγητές έρχονται ακόμη και από πάνω σου όσο κρατάς σημειώσεις, για να σε ρωτήσουν αν καταλαβαίνεις».
Στη διάρκεια της καλοκαιρινής εξεταστικής, η Βασιλική βρίσκει δουλειά στον τομέα της. «Δουλεύω σε μια εταιρεία μόνο με Δανούς, συμμερίζομαι την προσπάθεια που κάνουν να μιλούν αγγλικά μόνο για χάρη μου», λέει, «έχω στόχο να μάθω και εγώ τη γλώσσα τους». Οσοι θέλουν να μάθουν δανικά εγγράφονται στο Danish School και δίνουν μια προκαταβολή. «Αν πάρεις το πτυχίο γλωσσομάθειας, σου επιστρέφουν το ποσό, θέλουν απλώς να σου δώσουν ένα κίνητρο», τονίζει η Βασιλική.
«Η Δανία έχει επιτυχημένες πολιτικές ενσωμάτωσης για τους οικονομικούς μετανάστες», προσθέτει από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος, που λέει μόνο «ευχαριστώ» και «συγγνώμη» στα δανικά, αλλά φιλοδοξεί να εξοικειωθεί με τη γλώσσα, ώστε να μπορεί να εκφράζει πληρέστερα την ευγνωμοσύνη του. «Στη Δανία αναπλήρωσα το απωθημένο της φοιτητικής ζωής, που δεν έζησα στην Ελλάδα· έδωσα Πανελλήνιες στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης και έμεινα αναγκαστικά στην πόλη όπου είχα μεγαλώσει», υπογραμμίζει ο Κωνσταντίνος. Το κρύο και η επίπεδη μορφολογία της χώρας δεν του αρέσουν, όμως δεν σκοπεύει να γυρίσει, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη παρέα του. «Χίλιες φορές να ζεις εδώ ως καθαριστής παρά να κάνεις καριέρα στην Ελλάδα».