οδοιπορικό-στη-λαβωμένη-γη-του-εβρου-563124718

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου

Το στίγμα της καταστροφικής πυρκαγιάς του 2023, το κύμα αλληλεγγύης και οι επισκέπτες από τη γείτονα

Μαργαρίτα Πουρνάρα

Τα καλοκαίρια, από τις απογευματινές ώρες, η παραλιακή λεωφόρος της Αλεξανδρούπολης πεζοδρομείται. Ζευγάρια, γονείς με καροτσάκια, πιτσιρίκια με πατίνια, νεαροί με ποδήλατα έκαναν τη βόλτα τους στο δειλινό, άλλοι κάθονταν για ούζο και ψαρομεζέδες, ενώ πλανόδιοι μουσικοί συμπλήρωναν το κάδρο. Oταν όμως ακούστηκαν οι πρώτες νότες από τον εθνικό μας ύμνο για την υποστολή της γαλανόλευκης από το παραλιακό στρατόπεδο της 12ης Μεραρχίας Πεζικού Εβρου, o χρόνος «πάγωσε», όλοι στάθηκαν όρθιοι και ακίνητοι. Ακόμη και τα νήπια που κρατούσαν το χέρι του μπαμπά και της μαμάς πειθάρχησαν. Εδώ, κοντά στα σύνορα, έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι η σύνθεση του Μάντζαρου και οι στίχοι του Σολωμού ηχούν αλλιώτικα στις καρδιές των ανθρώπων. Και αν με τα γεγονότα του 2020 στον Εβρο οι κάτοικοι της απομακρυσμένης αυτής περιοχής αισθάνθηκαν τη θέρμη της υποστήριξης των Ελλήνων, η τεράστια πυρκαγιά του 2023 ξαναμάτωσε στους ακρίτες τη χρόνια πληγή της εγκατάλειψης.

«Θα επιβιώσουμε. Διότι είμαστε ευτυχώς ανθεκτικοί και πάντα αλληλέγγυοι μεταξύ μας. Οι Θρακιώτες και οι Αλεξανδροπολίτες είναι ταυτισμένοι με την καλοσύνη, έχουν ανοιχτή ψυχή, δοτικότητα. Εμείς τώρα, λ.χ., στηρίζουμε πυρόπληκτους του οικισμού της Κίρκης» είναι η πρώτη κουβέντα που μας λέει η Λένα Σαμαρά, πρόεδρος του δραστήριου Συλλόγου Κυριών που μαζί με τα μέλη του Δ.Σ. με υποδέχτηκαν μαζί με τον Νίκο Κοκκαλιά στον περιποιημένο χώρο τους.

«Η πόλη άλλωστε είναι “νεαρά” σε ηλικία και φτιάχθηκε από κύματα καταδιωγμένων: Μικρασιάτες, Ανατολικοθρακιώτες, Ανατολικορωμυλιώτες, Πόντιοι. Ο σύλλογός μας, που έχει κλείσει 104 χρόνια ζωής, γεννήθηκε για να τους συντρέξει. Αρχικά είχαμε μόνο φιλανθρωπικές δράσεις, αργότερα προσετέθησαν και πολιτιστικές. Χαίρουμε γενικής αποδοχής λόγω ιστορίας και έχουμε 700 μέλη. Βοηθάμε νέες και νέους από την Αλεξανδρούπολη που σπουδάζουν εκτός πόλης και δεν έχουν τα οικονομικά μέσα αλλά και το ανάποδο, δηλαδή φοιτητές που έρχονται εδώ και θέλουν υποστήριξη για το ενοίκιο και το φαγητό. Φροντίζουμε συμπολίτες μας ανέργους, ασθενείς ή ηλικιωμένους με μόνιμα βοηθήματα. Συμβάλλουμε όμως και σε έκτακτες καταστάσεις, λ.χ. μια μάνα κακοποιημένη από τον σύζυγο να βρει καταφύγιο με τα παιδιά της», μας λένε την ώρα που νοστιμότατα βουτήματα και φρέσκος καφές καταφθάνουν στο τραπέζι.

Καλή η αλληλοβοήθεια, αλλά η στήριξη που περίμεναν δικαιολογημένα οι πληγέντες από το κράτος είτε δεν έχει έρθει ακόμη είτε δεν αρκεί. Είχα επισκεφθεί τον βραβευμένο ελαιώνα Μιχελή της οικογένειας Αδαμίδη πίσω από το Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης το 2020, αλλά και τις πρώτες ώρες αφότου κάηκαν τα 3.000 λιόδεντρά του. Πολλά εξ αυτών έχουν ήδη πετάξει πρασινάδες, αλλά η ανάρρωσή τους θα πάρει πολύ καιρό. «Τα δένδρα είναι πολύ πιο σοφά από εμάς που έχουμε ξεκόψει από τη φύση. Είναι σαν να σου λένε “άσε με να ξεκουραστώ γιατί πέρασα μεγάλη δοκιμασία. Θέλω τον χρόνο μου να συνέλθω”. Και εγώ θα τα ακούσω. Σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς που πάνε και ακρωτηριάζουν τα καμένα κλαδιά για να επισπεύσουν τη διαδικασία, εγώ θα τα κλαδεύω ένα ένα προσεκτικά και υπομονετικά, με σεβασμό για το καθένα από αυτά», είναι οι πρώτες κουβέντες του τριαντάρη γεωπόνου που (τι ειρωνεία…) πέρυσι κέρδιζε την πρώτη θέση στις γευστικές δοκιμές του «Γαστρονόμου», ενώ η φωτιά είχε ήδη περάσει ανελέητη από τα 100 στρέμματά του. Περπατούσαμε παρέα ανάμεσα στους καμένους κορμούς: «Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω αυτή την εικόνα. Παλιά, η μόνη περίοδος που αντί για πράσινο έβλεπες μαύρο τον ελαιώνα ήταν όταν έρχονταν τα μαυρόπουλα σε σμήνη, που μετά το πέρας της συγκομιδής τρώνε τους καρπούς που έχουν απομείνει».

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-1
Λίγο προτού δύσει ο ήλιος, η παραλιακή λεωφόρος μετατρέπεται κάθε καλοκαίρι σε πεζόδρομο όπου παρελαύνουν όλες οι γενιές της πόλης, με το αεράκι να κουνάει τα σημαιάκια του στολισμού για τη ναυτική εβδομάδα. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Παρά το τεράστιο πλήγμα, ο Δημήτρης και ο αδελφός του Βασίλης Αδαμίδης, με τον οποίο συνεργάζεται –τέταρτης γενιάς καλλιεργητές–, δεν το έχουν βάλει κάτω. Κάνουν αισιόδοξα σχέδια με τη στάχτη ακόμη στα χέρια: «Μέχρι τώρα μας ενδιέφερε να ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο μόνο μέσα από το τελικό προϊόν. Μετά την πυρκαγιά αρχίσαμε να σκεπτόμαστε ότι αυτό το μέρος μπορεί να έχει μια εκπαιδευτική αξία για τα σχολεία και τη νέα γενιά. Ενώ περιμένουμε τα δέντρα να αναρρώσουν, λέμε να φτιάξουμε στον ελαιώνα μας κάτι σαν “φροντιστήριο” για την κλιματική αλλαγή. Τόσο στο επίπεδο της γευσιγνωσίας ελαιολάδου –στην Ιταλία, λ.χ., υπάρχει ακόμη και μαθητικός διαγωνισμός σε αυτόν τον τομέα, ώστε τα παιδιά από πολύ νωρίς να αναπτύσσουν την αίσθηση του ποιοτικού ελαιολάδου– όσο και του βιώματος της φωτιάς. Θα είναι ωραίο για τους μαθητές που έρχονται να κάνουν εδώ φυτεύσεις, να βλέπουν την κομποστοποίηση, την κυκλική γεωργία, αλλά και να μαθαίνουν την ιστορία του ελαιώνα και βέβαια την ιστορία της θρακιώτικης ποικιλίας της ελιάς Μάκρης. Θα σταθούμε ξανά όρθιοι διότι είμαστε φρουροί στα δένδρα που φύτεψαν ο προπάππους και ο παππούς μας, θα φτιάξουμε ένα «σχολείο γεύσης και ιστορίας» για τους αυριανούς συμπολίτες μας».

«Βοηθάμε νέες και νέους από την Αλεξανδρούπολη που σπουδάζουν εκτός πόλης αλλά και το ανάποδο, δηλαδή φοιτητές που έρχονται εδώ και θέλουν υποστήριξη για το ενοίκιο και το φαγητό».

«Εβλεπα εφιάλτες»

Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από τη Μάκρη είναι ο Αβαντας, το πρώτο κοντινό χωριό στην πόλη με 400 κατοίκους. Είχε ένα μοναδικό τοπίο που καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ οι ίδιοι οι ντόπιοι κατάφεραν να γλιτώσουν τα σπίτια τους. «Εμένα η ψυχή μου είναι μαύρη όπως εκείνη την ημέρα. Eβλεπα για καιρό εφιάλτες. Χρειάστηκε να επισκεφθώ ειδικό για να συνέλθω», λέει ο πρόεδρος Γιώργος Χατζηγεωργίου. «Ζήσαμε τον τρόμο ότι μπορεί να κάηκαν δικοί μας άνθρωποι, εγώ ήμουν σίγουρος ότι το σπίτι μου είχε γίνει παρανάλωμα. Δώσαμε μάχες με νύχια και με δόντια. Και το δυσάρεστο είναι ότι για τα καινούργια σχέδια για την αποκατάσταση της περιοχής κανείς δεν ρωτάει τη γνώμη μας, αν και κανένας δεν ξέρει τόσο καλά το δάσος όσο εμείς. Μπορεί οι σχεδιασμοί να βγουν καλοί, αλλά αυτή η απόσταση από το κέντρο λήψεων που είναι άλλοτε η περιφέρεια, άλλοτε το “Εβρος Μετά” του Σταύρου Μπένου, άλλοτε το ΤΑΙΠΕΔ, άλλοτε κάποιος άλλος φορέας, ούτε ξέρουμε τελικά ποιος, μας δημιουργεί ανασφάλεια», τονίζει.

«Πριν από τη φωτιά είχαμε ανοίξει μονοπάτια, είχαμε φωτίσει μνημεία, κάναμε αγώνα βουνού με 28 χιλιόμετρα, όλα έγιναν στάχτη. Κόπος που εξαφανίστηκε σε μία νύχτα. Μία από τις ιδέες που μας άρεσε είναι κάτι που είχαμε συζητήσει με τον Πέτρο Κόκκαλη, όταν ήταν ευρωβουλευτής, που μας κάλεσε στις Βρυξέλλες το περασμένο φθινόπωρο. Να γίνει η περιοχή ένα πρότυπο αποκατάστασης του καμένου φυσικού περιβάλλοντος με καινοτόμες λύσεις. Να κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει και στην ανάπτυξη εδώ του χωριού, που μαζί με το δάσος είδε να χάνεται και κάτι άλλο. Κάθε χρόνο είχαμε δικαίωμα από το δασαρχείο να κάνουμε ελεγχόμενη υλοτόμηση για τα ξύλα που θα καίγαμε τον χειμώνα, κάποιοι ήταν κυνηγοί με νόμιμη άδεια και έτσι είχαν το κρέας όλου του χρόνου, άλλοι είχαν μελίσσια, άλλοι ελαιώνες. Ας μη μιλήσουμε για τον τουρισμό. Τώρα, τι;». Επιστρέφοντας από τον Αβαντα στην πόλη κάναμε μια στάση στη μονάδα παραγωγής του ταχινιού Αλεξανδρουπόλεως, με δύο νέα αδέλφια, την Αγγελική και τον Δήμο Παπαράδη, να έχουν αναβιώσει μια τοπική ποικιλία σουσαμιού που πήγε να χαθεί, όπως ακριβώς και το αλεύρι Ζέας. «Το ταχίνι ήταν βασικό στη διατροφή των Θρακιωτών. Βρήκαμε τους σπόρους της τοπικής ποικιλίας σε κάποια Πομακοχώρια και ξεκινήσαμε να το παράγουμε με τον παραδοσιακό εβρίτικο τρόπο, με πρώτη συγκομιδή πέρυσι τον Σεπτέμβριο, λέει η Αγγελική, η οποία είναι και ιδρυτικό μέλος στο δίκτυο των Μικρών Ελλήνων Παραγωγών.

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-2
Ο Δήμος και η Αγγελική Παπαράδη πάτησαν στα επιχειρηματικά βήματα του πατέρα τους και ένα από τα πρότζεκτ τους είναι η αναβίωση του ταχινιού Αλεξανδρουπόλεως. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Η επιχείρηση ξεκίνησε από τον πατέρα τους στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με υδροπονική παραγωγή σικορέ, ενώ πιο πριν είχε ανοίξει πτηνοτροφική μονάδα. Σταδιακά ανοίχτηκε στη μαζική εστίαση από το 2001. «Την ώρα που η αγροτική παραγωγή παρέπαιε, ήρθε η φωτιά και την αποτέλειωσε. Ηταν η μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης. Η χώρα έστρεψε για λίγο το βλέμμα στον Βορρά και μετά έγινε η πλημμύρα στην Θεσσαλία και άλλαξε η ειδησεογραφική ατζέντα. Και όμως καταστράφηκαν περιουσίες, άλλαξε η ζωή των ανθρώπων. Είναι σαφές ότι υπάρχει απογοήτευση, διότι όλη η περιοχή βιώνει μια πτώση. Οταν, δε, ακούμε για ανάπτυξη (π.χ. η μονάδα LNG στο λιμάνι), αυτή δεν αφορά τον μέσο κάτοικο ή πόσο μάλλον τον κάτοικο ενός χωριού που παλεύει να μείνει και να εργάζεται στον τόπο όπου γεννήθηκε», λέει ο Δήμος Παπαράδης.

«Το επιχειρείν στη Θράκη είναι δύσκολο για μια σειρά λόγων, παρότι βρισκόμαστε στα σύνορα και είναι εθνικής σημασίας υπόθεση να είμαστε δυνατοί στο πεδίο αυτό», συνεχίζει. «Και αντέχουμε διότι έχουμε οικονομικό πατριωτισμό, αλλά τα εμπόδια είναι τεράστια: είμαστε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι μεταφορές είναι δαπανηρότατες, οι νέοι άνθρωποι θέλουν να φύγουν ή να πάνε στη σιγουριά μιας κρατικοδίαιτης θέσης», λέει, σημειώνοντας ότι πρόσφατα έχασαν έναν καλό πωλητή που αποφάσισε να κάνει τα χαρτιά του για εποχικός δασοπυροσβέστης, με βλέψεις να γίνει μόνιμος. Το τελευταίο –η επαγγελματική αποκατάσταση των νέων– είναι ίσως το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο. Ακόμη και πριν από την πυρκαγιά γύριζαν την πλάτη στην κτηνοτροφία και τη γεωργία και αναζητούσαν θέσεις συνοριοφυλάκων ή γίνονταν δημόσιοι υπάλληλοι. Λογικό ήταν από τον βόρειο Εβρο έως την Αλεξανδρούπολη τα χωριά να έχουν ερημώσει σε βαθμό αδιανόητο. Ο νυν πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου της πόλης, Βασίλης Κασαπίδης, που κατάγεται από τους Πετράδες Διδυμοτείχου, μιλάει για έναν ορατό κίνδυνο: «Η κατάσταση αναπτύσσεται υδροκέφαλα. Oμως είναι θέμα εθνικής σημασίας να μείνουν ζωντανά τα χωριά».

Ο ίδιος έχει μια μεταποιητική εταιρεία, αλλά είναι στον χώρο του τουρισμού: «Η τουριστική αφύπνιση της Αλεξανδρούπολης έγινε πριν από 7-8 χρόνια. Αυτό είναι μια αλλαγή παραδείγματος, διότι δεν υπάρχει εδώ επιχειρηματική κουλτούρα, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή και στρατιωτικοί. Εχουμε επισκέπτες από ενδοχώρα, Βόρεια Ελλάδα, Αθήνα, από τα Βαλκάνια και από την Τουρκία. Η Αλεξανδρούπολη είναι μια πόλη που την αγαπάς με την πρώτη επίσκεψη, έχει καλούς ανθρώπους, καλό φαγητό, έχει ζεστασιά. Η φωτιά επηρέασε και τον τουρισμό λες και ήρθε και μας έκατσε μια μόνιμη κάπνα πάνω από την πόλη. Ο κόσμος βιώνει μια εγκατάλειψη από το κράτος σε όλες τις εκφάνσεις. Θέλουμε να είμαστε μέρος των αποφάσεων που παίρνει το κράτος για τη Θράκη. Δεν είμαστε όμως». Eνα από τα ζητήματα που έθεσε μετ’ επιτάσεως ο Βασίλης Κασαπίδης είναι η πολύωρη ταλαιπωρία που υφίστανται οι επισκέπτες που αποφασίζουν να έρθουν οδικώς από τα σύνορα. Το τελωνείο μας –σε αντίθεση με το καλά στελεχωμένο τουρκικό, που αποπνέει ακόμη και κτιριακά ευρωπαϊκό αέρα– δεν έχει πολλούς υπαλλήλους, ενώ η εικόνα του δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Το αποτέλεσμα είναι οι ευκατάστατοι Τούρκοι τουρίστες, που αποτελούν το εμπορικό οξυγόνο της πόλης, να κάνουν 2,5 ώρες να φθάσουν από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και να περιμένουν έως και 5 ώρες για να μπουν στην Ελλάδα.

Μαζί του συμφωνεί απόλυτα ο 35χρονος Παντελής Αδαμίδης, ο οποίος με τον διατροφολόγο αδελφό του Νίκο έχουν ανοίξει ένα από τα πιο ωραία μαγαζιά για υγιεινό πρωινό, το «Ζώπυρον»: «Το εγχείρημα ξεκίνησε πριν από 5 χρόνια. Η λογική ήταν να συνδυάσουμε τη διατροφική ποιότητα με τη γεύση, αλλά και με προϊόντα που παράγουμε εμείς οι ίδιοι στη γη μας, με οπωροφόρα και ελαιώνες. Ετσι προέκυψε το “Ζώπυρον”. Η πόλη έχει δυναμώσει πολύ τουριστικά. Παρότι διαθέτει τα πάντα από πλευράς υποδομών, από πλευράς πολιτικού σχεδιασμού είμαστε παρατημένοι στη μοίρα μας. Εξηγούμαι: έχουμε μεν αεροδρόμιο, αλλά με πτήσεις μόνο για Αθήνα και Κρήτη και όχι άλλους προορισμούς. Εχουμε λιμάνι με πλοία που πάνε μόνο Σαμοθράκη, άντε και Λήμνο, έχουμε την οδική σύνδεση με τα σύνορα, αλλά για να μπουν οι επισκέπτες στην Ελλάδα περνούν οδύσσεια. Αν το δικό μου εισόδημα ως ιδιοκτήτη καταστήματος εστίασης εξαρτάται άμεσα από τους τουρίστες, δεν είναι λογικό να εξοργίζομαι με το κράτος που τους παρέχει τόσο κακές υπηρεσίες στην υποδοχή, αλλά τους αφήνει και μια άσχημη εντύπωση; Αρα η Αλεξανδρούπολη έχει τη θέση γεωγραφικού κόμβου, αλλά όχι ουσιαστικού, παραμένει μια πόλη ξεκομμένη, πλην της Εγνατίας. Η σύνδεσή μας με τον υπόλοιπο κόσμο είναι περιορισμένη. Η φωτιά πιστοποίησε ότι είμαστε μόνοι μας εδώ πάνω. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι στα 35 μου χρόνια πρόλαβα και χάρηκα τη Δαδιά, αλλά τα σημερινά παιδιά του δημοτικού δεν θα έχουν αυτή την τύχη. Η Ελλάδα είναι σαν μια οικογένεια με πολλά παιδιά και εμείς νιώθουμε συχνά το παραμελημένο. Εχουμε μάθει να ζούμε έτσι, αλλά καμιά φορά σε πιάνει και το παράπονο».

Μέρος της δυσαρέσκειας των κατοίκων έχει να κάνει με την εκτίναξη των ενοικίων λόγω δύο παραγόντων, αφενός της έκρηξης του Airbnb και αφετέρου διότι δημιουργήθηκε μια υπεραισιοδοξία από την αμερικανική «παρουσία» στο λιμάνι, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν αυτή που θα περίμενε οικονομικά η πόλη. Οι τιμές ανέβηκαν, τα κέρδη δεν φάνηκαν. Τα συζητούσαμε αυτά στον Ναυτικό Ομιλο Αλεξανδρούπολης με τον 55χρονο Αγγελο Σιμσιρίκη, απόστρατο του Π.Ν. στα υποβρύχια και επιχειρηματία που διδάσκει ιστιοπλοΐα σε ενηλίκους: «Μετά τους Αμερικανούς που οι προσδοκίες δεν ευοδώθηκαν, ακούμε περί ανάπτυξης του λιμανιού, για το FSRU, τον πλωτό τερματικό σταθμό αποθήκευσης και επαναεριοποίησης φυσικού αερίου. Θα έχει, φαντάζομαι, κάποιο κέρδος, αλλά αυτό δεν θα φτάνει σε μεγάλο βαθμό στους κατοίκους. Η πόλη μας ξεκίνησε από ψαροχώρι και οι παλιοί είχαν σχέση με τη θάλασσα, κάτι που σήμερα τείνει να ατονήσει. Από την άλλη εδώ στον όμιλο δίνουμε έναν αγώνα να κρατήσουμε αυτόν τον δεσμό ζωντανό. Αυτό που συρρικνώνεται είναι ο αλιευτικός στόλος εξαιτίας της πολιτικής από την Ε.Ε. Το χειρότερο είναι ότι οι δικοί μας ψαράδες υπόκεινται στους κανονισμούς και τους περιορισμούς, αλλά οι Τούρκοι που ψαρεύουν στα 7-8 μίλια από την πόλη μας όχι. Δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός αλλά και μεγάλη απογοήτευση, καθώς οι αλιείς είναι τα μάτια και τα αυτιά της Ελλάδας στα νερά αυτά και δεν νιώθουν την έγνοια του κράτους».

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-3
Η Κύπρια Βαλεντίνα Σωκράτους εργάζεται στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, την κιβωτό μνήμης του νομού Εβρου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-4
Ο γεωπόνος Δημήτρης Αδαμίδης, τέταρτης γενιάς καλλιεργητής της ελιάς Μάκρης, είδε το κτήμα του να καίγεται. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Η σκληρή ζωή στον «μαχαλά» και οι δύο «ταυτότητες»

Λίγο πιο πέρα από το λιμάνι, εντός πόλης, σε μια περιοχή που λέγεται Τέρμα Αβαντος, είναι ο «μαχαλάς» με τουρκογενείς και Ρομά μουσουλμάνους κατοίκους. Η εικόνα που μας άφησε η περιήγηση είναι ζοφερή. Αυτοσχέδια σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο δίχως οδούς και αριθμούς, άνθρωποι που παλεύουν με τη σκόνη ή τη λάσπη ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, εκτός σχεδίου δόμηση, άρα αδυναμία σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας και Ιντερνετ, μικροεγκληματικότητα, ενδοοικογενειακή βία, παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες μη ευρωπαϊκού κράτους, πληθυσμός δίχως απογραφή. Η έλλειψη φροντίδας παρ’ όλα αυτά φέρνει νέους ενοίκους, κυρίως Ρομά από Βουλγαρία και Ρουμανία που συχνά έχουν παράνομες δραστηριότητες. Γιατί μένει έτσι αυτή η κατάσταση; Οι Αρχές –τοπικές και υπουργικές– σηκώνουν, κακώς, τα χέρια ψηλά, αλλά η αλήθεια είναι ότι και οι κάτοικοι του «μαχαλά» (όπως και σε όλους τους αντίστοιχους συνοικισμούς της Θράκης) έχουν αναπτύξει σχέσεις συναλλαγής με κάθε είδους εξουσία: ψήφοι εξαγοράζονται, επιδόματα τάζονται, το γκέτο καλά κρατεί. Είναι όμως ευθύνη των ισχυρών και όχι των ίδιων των αδυνάμων να δουν τη μοίρα τους να αλλάζει. Η κακή εικόνα του μαχαλά δεν αφορά την εν συνόλω πρόοδο του αλλόθρησκου στοιχείου στην περιοχή. Παράδειγμα λαμπρό ο Χασάν Μουαλίμογλου, που μάλιστα διδάσκει και στο μειονοτικό σχολείο της πόλης.

«Οι κάτοικοι του Εβρου μόνο μισαλλόδοξοι δεν είναι. Ούτε εχθροπαθείς προς τους Τούρκους· αντιθέτως, έχουν άριστες σχέσεις με τον απλό κόσμο που έρχεται».

Φάγαμε καταπληκτικά στην ωραία οικογενειακή ταβέρνα του Πομάκου, που λέγεται «Αλμύρα» και βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα έξω από την πόλη: «Η Θράκη είναι μια πολυπολιτισμική περιοχή. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης, εγώ έγινα δάσκαλος, ο γιος μου τελείωσε μειονοτικό δημοτικό, πήγε σε γενικό γυμνάσιο και λύκειο, έγινε γιατρός και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει εξέλιξη. Ανοίξαμε αυτό το μαγαζί, ήταν ένα ρίσκο, και μάλιστα μέσα στην κρίση. Ομως με τη γυναίκα μου Μενσουρέ κάτι θέλαμε να κάνουμε. Ιερή η διδασκαλία, ιερό και το φαγητό. Το να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο όταν τρώει δεν είναι μικρή υπόθεση».

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-5
Ο Σύνδεσμος Κυριών και Δεσποινίδων της πόλης. Από αριστερά, η Νατάσα Παρασκευοπούλου, η Λένα Σαμαρά και η Μαίρη Δημοπούλου. Πίσω, η Μαρία Ανέστογλου και η Φοίβη Μιχαηλίδου με την Ελένη Γκαϊντατζοπούλου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Οδοιπορικό στη λαβωμένη γη του Εβρου-6
Ο Χασάν Μουαλίμογλου και η γυναίκα του Μενσουρέ με τον ανιψιό τους και τον σεφ Τάσο Ισαακίδη του εστιατορίου «Αλμύρα». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Πριν φύγουμε ζητήσαμε από την Κύπρια Βαλεντίνα Σωκράτους που εργάζεται στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης να μας συνοψίσει τι είναι η Αλεξανδρούπολη: «Ηρθα να σπουδάσω παιδαγωγικά πριν από 20 χρόνια κατευθείαν από την Κύπρο και τελικά έμεινα. Οταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο ΕΜΘ ως εθελόντρια το 2007, άρχισα να βρίσκω πολλά κοινά ανάμεσα στη Θράκη και τη γενέτειρά μου. «Είναι πέρασμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Είναι στην άκρη του χάρτη, έχουν ζήσει εντάσεις και δοκιμασίες. Οι κάτοικοί τους έχουν βιώσει τη συνύπαρξη με αλλόθρησκο στοιχείο, τη γειτνίαση με μια άλλη πολιτισμική σφαίρα. Υπάρχει ψυχική ανοιχτωσιά προς τους ξένους. Από την άλλη παρατηρείς μια συντηρητική –καμιά φορά στενόμυαλη– αντιμετώπιση προς την οικογένεια ή τους συντοπίτες. Οι άνθρωποι ζυγιάζονται ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, την τοπική και την εθνική, με τη δεύτερη να έχει πάντα το πάνω χέρι, παρότι μπορεί να υπάρχουν ενίοτε και συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο. Δείτε τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι κάτοικοι του Εβρου μόνο μισαλλόδοξοι δεν είναι. Ούτε εχθροπαθείς προς τους Τούρκους· αντιθέτως, έχουν άριστες σχέσεις με τον απλό κόσμο που έρχεται. Αν αναρωτηθείτε γιατί μπορεί να ψήφισαν κάποιο κόμμα δεξιότερα της Ν.Δ., θα σας πω ότι εκεί τους χειραγώγησαν υπό τον φόβο των μεταναστών. Το να τους γυρίσεις την πλάτη και να τους ψέξεις δεν είναι η λύση. Οφείλουμε να καταλαβαίνουμε το γιατί του άλλου, το φίλτρο του. Οταν, λ.χ., έβλεπαν τα αυτοκίνητα των διακινητών να μπαίνουν ανάποδα στην Εγνατία, όπου σκοτώθηκαν και δύο Εβρίτες, γιατί να μην έχουν αυτές τις φοβίες; Οταν ξαφνικά τα σύνορα πλημμύρισαν με ανθρώπους που ήθελαν να μπουν μαζικά μέσα στην Ελλάδα, γιατί να μη νιώθουν ανασφάλεια; Το μουσείο μας κάνει σπουδαία δουλειά. Διότι θυμίζει στους Θρακιώτες μέσα από τις δράσεις του τις μνήμες της ίδιας τους της προσφυγιάς».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT