Μεταπολίτευση: Τι κρατάω, τι αφήνω από τα 50 χρόνια

Μεταπολίτευση: Τι κρατάω, τι αφήνω από τα 50 χρόνια

17' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολοι αναγνωρίζουν ότι είναι η μεγαλύτερη περίοδος πολιτικής ομαλότητας στην Ιστορία του ελληνικού κράτους. Οι θεσμοί αποδείχτηκαν ανθεκτικοί και υπό την πίεση της κρίσης. Ποια επιτεύγματα αξίζει κανείς να χαιρετίσει; Και ποια από τις παθογένειες πρέπει να «πετάξει»; 

Σημαδιακές στιγμές

Του ΝΙΚΟΥ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

Eτσι όπως είναι διατυπωμένο, το ερώτημα της «Κ» μπορεί να απαντηθεί με δύο τουλάχιστον τρόπους: είτε «αντικειμενικά», με αναφορά δηλαδή στα μεγάλα γεγονότα που θα καταγράψει η Ιστορία ως εμβληματικά της πεντηκονταετίας, όπως για παράδειγμα η ψήφιση του Συντάγματος, η ένταξή μας στην ΕΟΚ, η «Αλλαγή» του 1981 ή και η ίδρυση του ΕΣΥ. Είτε «υποκειμενικά», με έμφαση σε «στιγμές» που βίωσε ο ίδιος ο ερωτώμενος και τον σημάδεψαν, ανεξάρτητα από το πόσο αυτά βάρυναν στις ιστορικές εξελίξεις.

Είναι τόσο πολλά όσα γράφηκαν για τη Μεταπολίτευση τους τελευταίους μήνες, που διάλεξα τον δεύτερο τρόπο.

Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, λοιπόν, δικηγόρος της πράξης αλλά και ακτιβιστής των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τι κρατάω από τη Μεταπολίτευση;

Πάνω από όλα κρατάω κάτι που δεν ήταν διόλου αυτονόητο όταν, το 1972, έπαιρνα το πτυχίο μου από τη Νομική Αθηνών: ότι ανήκω στην πρώτη γενιά πανεπιστημιακών που, από συστάσεως ελληνικού κράτους, μπόρεσε να σταδιοδρομήσει χωρίς να διωχθεί για τα φρονήματά της. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αν από κάτι υπέφερε η διδασκαλία του Συνταγματικού Δικαίου δεν ήταν η απουσία ακαδημαϊκής ελευθερίας, όπως στο παρελθόν, όσο η «στράτευση» πολλών εξ ημών υπέρ της μιας ή της άλλης «υπόθεσης». Και τούτο σε βάρος της ποιότητας των επιχειρημάτων και της σοβαρότητας του επιστημονικού διαλόγου. Σε τρίτους βέβαια ανήκει να κρίνουν ποιος από μας λιγότερο και ποιος περισσότερο αντιστάθηκε στην πρόκληση τέτοιου είδους «εντάξεων».

Με αφετηρία, λοιπόν, το σπουδαίο αυτό κεκτημένο, δηλαδή την πολύτιμη ακαδημαϊκή ελευθερία, κρατάω:

Πρώτον, τη δίωξη (Σεπτέμβριος 2013) και καταδίκη (Οκτώβριος 2020) της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις και, προπάντων, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Βάζοντας φραγμό στα τάγματα εφόδου της ναζιστικής αυτής οργάνωσης, η Δημοκρατία μας, χάρη και σε ορισμένους τολμηρούς δικαστές, έδειξε ότι ενηλικιώθηκε. Κάτι στο οποίο είχαν αποτύχει στον Μεσοπόλεμο τόσο η ιταλική (βασιλευόμενη) δημοκρατία όσο και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που ανέχθηκαν τη νομότυπη άνοδο στην εξουσία του Μουσολίνι και του Χίτλερ.

Κρατάω, δεύτερον, τη νίκη του ουδετερόθρησκου κράτους στη «μάχη των ταυτοτήτων» (2000-2001). Εχοντας απέναντί της έναν πανέξυπνο, αλλά αδίστακτο ιεράρχη, που έφτασε έως το σημείο να οργανώσει «λαοσυνάξεις» πολλών εκατοντάδων χιλιάδων φανατικών σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, η κυβέρνηση Σημίτη δεν υποχώρησε σε ένα ζήτημα αρχών και έκοψε τον βήχα σε μιαν Εκκλησία της Ελλάδος αποφασισμένη να μετατρέψει την Ελλάδα σε Ιράν της Ορθοδοξίας.

Τρίτη κατά σειρά θα τοποθετούσα τη συμφωνία των Πρεσπών (Ιούνιος 2018), που έθεσε τέρμα σε μια παλαιά εκκρεμότητα, επιβάλλοντας τη λογική στο συναίσθημα. Ηταν ασφαλώς το σπουδαιότερο επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς απελευθέρωσε τη διπλωματία μας από μια χαίνουσα πληγή, που την εμπόδιζε να ασχοληθεί με τα βασικά (ελληνοτουρκικά και όχι μόνον).

Θα θύμιζα, τέλος, τη θετική έκβαση για την Ελληνική Δημοκρατία της υπόθεσης της τέως βασιλικής περιουσίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου (Νοέμβριος 2002). Περιορίζοντας σε 13,5 εκατ. ευρώ την ιλιγγιώδη αποζημίωση που ζητούσε ο τέως βασιλιάς για το Τατόι, το Mon Repos και το Πολυδένδρι, οι Ευρωπαίοι δικαστές έδειξαν πόσο δίκιο είχε ο Αλέξανδρος Σβώλος όταν έγραφε το 1927 ότι η απίστευτη φιλοχρηματία ήταν σταθερό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης δυναστείας.

Oσο για τις «στιγμές» της Μεταπολίτευσης που, από τη σκοπιά της δουλειάς μου, θα ήθελα να «ξεχάσω», περιορίζομαι σε τρεις:

Πρώτον, στην απρεπή αποπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 1985, και στην απαράδεκτη μεθόδευση της εκλογής του Χρήστου Σαρτζετάκη στη θέση του ένα μήνα αργότερα («ψήφος Αλευρά», «ομοιόμορφα» ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος κ.ά.). Δεν με απασχολεί τόσο, εδώ, η ηθική πλευρά του ζητήματος, για την οποία θα μπορούσαν βέβαια να γραφούν πολλά, όσο η ευκολία με την οποία η τότε κυβέρνηση και πολλοί όμως ακόμη συνάδελφοι –έγκριτοι νομικοί, σημειωτέον– θεώρησαν επουσιώδεις ορισμένες κραυγαλέες παραβιάσεις της νομιμότητας.

Μεταπολίτευση: Τι κρατάω, τι αφήνω από τα 50 χρόνια-1
Μάρτιος 1985. Υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ με πρωτοσέλιδα του φίλα προσκείμενου Τύπου διαδηλώνουν υπέρ της εκλογής του Χρήστου Σαρτζετάκη ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά τον Νίκο Κ. Αλιβιζάτο, «η απρεπής αποπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η απαράδεκτη μεθόδευση της εκλογής Σαρτζετάκη» είναι μια στιγμή της Μεταπολίτευσης που θα ήθελε να «ξεχάσει». [ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ]

Στα αρνητικά, δεύτερον, θα στεκόμουν στην αμφισβήτηση, έστω και στα λόγια, από την –αντισυστημική, αλλά όχι μόνον– Αριστερά του κεκτημένου της Μεταπολίτευσης, μετά το 2010, με τα γνωστά συνθήματα («να καεί, να καεί…») και τις βιαιοπραγίες κατά πολιτικών αντιπάλων. Ηταν μια πρακτική την οποία ανέχθηκε, αν όχι και υπέθαλψε ο ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Αποκορύφωμά της ήταν οι τραγέλαφοι του πρώτου εξαμήνου του 2015 και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, που λίγο έλειψαν να μας αποκόψουν από την Ευρώπη. Και το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: ήταν η μεταστροφή που ακολούθησε απλώς μια «εξαναγκασμένη» τακτική κίνηση ή εξέφραζε έναν ειλικρινή αναπροσανατολισμό της στρατηγικής της ελληνικής Αριστεράς σε πιο φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές θέσεις;

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Τη δίωξη και καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Τη μάχη των ταυτοτήτων. Τη συμφωνία των Πρεσπών. Τη διευθέτηση της τέως βασιλικής περιουσίας.
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Την προεδρική εκλογή του 1985. Την «πλατεία» του αντιμνημονίου. Τον νόμο για την ιθαγένεια.

Τέλος, ως «σκοτεινή» στιγμή της προσωπικής μου διαδρομής θεωρώ την ήττα μας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το 2014, στην υπόθεση της ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών και της ψήφου τους στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η υπόθεση αυτή έδειξε ανάγλυφα ότι ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, όταν αντιπαρατίθεται με κάποια βαθύτερα ταυτοτικά στερεότυπα, υποχωρεί επικινδύνως. Για να δούμε αν η καθιέρωση του γάμου των ομοφύλων από τη σημερινή κυβέρνηση θα αντιστρέψει την εικόνα.

*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η διαλεκτική επιτευγμάτων και ελλειμμάτων

Του ΚΩΣΤΗ ΚΟΡΝΕΤΗ

«Μην πετάξεις τίποτα», έγραφε ο πάντα διορατικός Σαββόπουλος στο ομώνυμο άλμπουμ του το 1994, ακριβώς τριάντα χρόνια πριν. Eτσι νιώθω κι εγώ σε σχέση με τη Μεταπολίτευση, είκοσι χρόνια μετά τον δίσκο: πως είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς με απόλυτη ευκρίνεια τις καλές από τις κακές στιγμές της 50χρονης δημοκρατίας μας, γιατί όλες αποτελούν κομμάτι ενός κοινού μάγματος, από το οποίο δυσκολευόμαστε να πετάξουμε πράγματα, όσο «μη κανονικά» και να μας φαίνονται.

Αν όμως μπούμε σε αυτή την άσκηση επιλογής, σε αυτά που θα κρατούσα θα ήταν πάνω από όλα η δημοκρατική ομαλότητα και πολιτική σταθερότητα, άνευ παρεκτροπών, στρατιωτικών παρεμβάσεων, νοθείας, πολιτικών διακρίσεων και διάχυτης βίας, για πρώτη φορά στην ελληνική Ιστορία. Το Σύνταγμα του 1975, με τις αναθεωρήσεις του, είναι η θεσμική μήτρα όλων των παραπάνω, η υπεράσπιση του οποίου ακόμη και τώρα «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», σύμφωνα με το περίφημο ακροτελεύτιο άρθρο του για το οποίο κάποτε διαδήλωναν γενιές συμπατριωτών μας. Θα κρατούσα επίσης τις μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τη χώρα άρδην σε σχέση με πριν – από την καθιέρωση της δημοτικής και του μονοτονικού έως τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, τη μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος των τελών των 70s και των 80s, και την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, που καθόρισε την υπόσταση της Ελλάδας μέσα σε μια ολοένα αυξανόμενη παγκοσμιοποιημένη συνθήκη.

Θα κρατούσα επίσης τον εκδημοκρατισμό των ταυτοτήτων, παρά τις μεγάλες αντιστάσεις. Παρότι δεν ήταν προτεραιότητα της ελληνικής Μεταπολίτευσης (χαμένες όπως ήταν κάτω από τον κουρνιαχτό των πιο πολιτικών, υποτίθεται, αιτημάτων), αυτές αναδύθηκαν τελικά. Κάποιοι έκαναν λόγο για εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας μέσα από αυτές τις διαδικασίες, που έφεραν τη σεξουαλική ταυτότητα και την πληθυντική ερωτική επιθυμία στο προσκήνιο, μετά από μπαράζ αποκλεισμών και κακοποιήσεων της διαφορετικότητας, από όπου και αν προερχόταν: γυναίκες, γκέι, τρανς ήταν παραδοσιακά θύματα διακρίσεων και οι μάχες που δόθηκαν και κερδήθηκαν στο πολιτικό και το νομικό, αλλά πάνω από όλα στο κοινωνικό πλαίσιο, σε επίπεδο νοοτροπιών, άλλαξαν τον χάρτη. Αποτελεί πραγματικό κατόρθωμα για την ελληνική κοινωνία πως ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι δηλωμένα γκέι και πως αυτό γίνεται κοινώς αποδεκτό χωρίς υποκριτικές φωνασκίες, ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για τον ίδιο ως πολιτικό και παρά τη ματσίλα, τη μαγκιά και τους Μπέους που συνεχίζουν να ευδοκιμούν εδώ κι εκεί.

Φυσικά η εξέλιξη αυτή δεν ήταν γραμμική και σαφώς πιο «σκληρές» ταυτότητες, όπως η εθνική, συνέχισαν να βρίσκονται στο προσκήνιο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Θα άφηνα λοιπόν απ’ έξω όλο τον εθνικιστικό πυρετό και την πατριδοκαπηλία, που παρότι αποτέλεσαν το ψωμοτύρι της επταετούς δικτατορίας δεν εξοβελίστηκαν εντελώς στη Μεταπολίτευση· αντιθέτως βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε διάφορες οριακές στιγμές, από την περίοδο του «Μακεδονικού» έως την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η πεποίθηση πως «μαυρίζοντας» τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου τιμωρεί κανείς τις κακές πολιτικές ελίτ είναι μια από τις αρνητικές επιπτώσεις της προβληματικής σχέσης ψηφοφόρων και πολιτικού προσωπικού, την οποία σαφώς θα αποχωριζόμουν.

Θα άφηνα έξω όμως και την τάση πριμοδότησης προσωποκεντρικών σχηματισμών – και ακόμη και αυτή τη λατινοαμερικάνικου τύπου μανία εξιδανίκευσης χαρισματικών ανδρών, από τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο έως τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ακόμη και αυτόν τον Αλέξη Τσίπρα. Σε σχέση με τους δύο τελευταίους θα αποχωριζόμουν ευχαρίστως την τζάμπα μαγκιά, κοινώς την τάση τους να γαλβανίζουν επίμονα τα ακροατήριά τους και στο τέλος να λαμβάνουν τις αντίθετες αποφάσεις από αυτές που ευαγγελίζονταν, κυρίως σε σχέση με την υποτιθέμενη «ρήξη» με την Ευρώπη, αφήνοντας όμως πίσω τους πολώσεις και ρήγματα.

Εξω θα άφηνα και την καταστροφή του περιβάλλοντος, τις πόλεις με το μπετόν και την έλλειψη πρασίνου που όμοιό της δεν έχει πανευρωπαϊκά. Μια τάση που είχε ξεκινήσει μεταπολεμικά και συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση κατά τη διάρκεια της επταετίας, αλλά και μετά το ’74. Οικολογικά είμαστε πολύ πίσω και αν αυτά τα πενήντα χρόνια συνέπεσαν με την εκτόξευση της χώρας ως τουριστικού προορισμού, και παρά τα καταγάλανα νερά για τα οποία περηφανευόμαστε, ωστόσο μείναμε στον προηγούμενο αιώνα όσον αφορά τη σχέση μας με το περιβάλλον. Γιατί στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει οικολογική συνείδηση μεταπολιτευτικά και παρότι άλλα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινισμός, φιλειρηνισμός κ.τ.λ.) βρήκαν πατήματα, έστω και αργά, το μόνο «πράσινο» κόμμα της χώρας παρέμεινε το… ΠΑΣΟΚ – το οποίο δεν διέπρεψε ακριβώς σε αυτόν τον τομέα. Ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου που το προσπάθησε σκόνταψε πάνω στη χρεοκοπία, όπου natura και άλλες ωραίες ιδέες –μαζί τους και η μαχητική τότε υπουργός Περιβάλλοντος– βρέθηκαν στα αζήτητα. Και μόνο το γεγονός πως ο νυν δήμαρχος Αθηναίων ειδικεύεται στον εν λόγω τομέα και πριμοδοτήθηκε γι’ αυτό στην πολιτική έκπληξη της χρονιάς, καταδεικνύει πως ο κόσμος συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο (φευ, στο πετσί του πια) τη σπουδαιότητα του ζητήματος.

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Τον εκδημοκρατισμό των ταυτοτήτων. Τη μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος. Την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση.
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Τη λατρεία των χαρισματικών αρχηγών. Την αδιαφορία για το περιβάλλον. Τον εθνικιστικό πυρετό.

Θα είχα πολλά ακόμη να πω για χρόνιες θεσμικές αδράνειες (μη διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας), παθογένειες (αργή απόδοση δικαιοσύνης) και ζητήματα προβληματικών νοοτροπιών και πρακτικών (διαφθορά, πελατειακές λογικές)· αλλά και για περαιτέρω δημοκρατικά και κοινωνικά κεκτημένα βέβαια. Επιστρέφω όμως στην ιδέα πως θα ήταν παραγωγικότερο να σκεφτούμε αυτόν τον μισό αιώνα ιστορίας χωρίς δυϊσμούς, και πέρα από το δίπολο εκσυγχρονισμός – αρχαϊσμός ή το πανωλεθρίες – θρίαμβοι. Γιατί, εντέλει, τι είναι η Μεταπολίτευση αν όχι η διαλεκτική –και όχι αναγκαστικά συγκρουσιακή– σχέση ανάμεσα στα δύο;

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Θεσμικές επιτυχίες και αστοχίες

Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΧΑΤΖΗ

Το βράδυ της 24ης Ιουλίου 1974 ήμουν επτά ετών. Η Θεσσαλονίκη πανηγύριζε και το σύνθημα «έρχεται!» ακουγόταν από τα αυτοκίνητα, τους πεζούς και τα μπαλκόνια. Η αισιοδοξία εκείνων των ημερών δικαιώθηκε. Η Ελλάδα, πενήντα χρόνια μετά, δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του 1974. Οι αλλαγές ήταν πολλές, αλλά εγώ θα επικεντρωθώ στις θεσμικές.

Το 1974 ξεκίνησε η περίοδος της Τρίτης Ελληνικής (αβασίλευτης) Δημοκρατίας. Οι δύο προηγούμενες περίοδοι τελείωσαν άδοξα. Η πρώτη ελληνική επαναστατική δημοκρατία (1822-1827) έσβησε όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας απαίτησε να ανασταλεί η ισχύς του Συντάγματος της Τροιζήνας. Ακολούθησαν 16 χρόνια αυταρχισμού (1828-1843) μέχρι τη στιγμή που οι Eλληνες απαίτησαν από τον Οθωνα να τους παραχωρήσει Σύνταγμα. Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1924, όταν, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οι βενιζελικοί εκδίωξαν τον Γεώργιο Β´ και ανακήρυξαν την αβασίλευτη δημοκρατία. Ανετράπη, όμως, και πάλι με την παλινόρθωση του 1935. Οι δύο αυτές περίοδοι αβασίλευτης δημοκρατίας ήταν συγκυριακές και καθόλου ομαλές. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η θεσμική κληρονομιά που άφησαν, αλλά δεν πρέπει και να τις εξιδανικεύουμε. Eχουν μικρή σχέση με την εποχή που ξεκίνησε το 1974, την καλύτερη, θεσμικά, περίοδο της Ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.

Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία γεννήθηκε μέσα σε συνθήκες εθνικής καταστροφής, όπως και η δεύτερη. Ομως η μετάβαση από το στρατιωτικό καθεστώς σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία έγινε τόσο ομαλά και τόσο πετυχημένα που αποτελεί ένα καλό διεθνές παράδειγμα. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή που επέστρεψε σοφότερος από το Παρίσι, έχοντας μια πολύ σαφή εικόνα των στόχων του και των περιορισμών της χώρας. Ο Καραμανλής, κυριολεκτικά σε χρόνο-ρεκόρ, μετέτρεψε το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος σε μια χώρα άξια να συμμετέχει στην πιο προωθημένη και προοδευτική ένωση κρατών στον κόσμο, στην ΕΟΚ.

Τα μεγάλα θεσμικά επιτεύγματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής, το Σύνταγμα του 1975 και η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Τα τρία αυτά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης συνεχίζουν να αποδίδουν μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και θα πρέπει να τα διαφυλάξουμε. Υπάρχουν, βέβαια, περίοδοι πόλωσης, αλλά ακόμη και τη δυσκολότερη περίοδο, αυτήν της πρώτης φάσης της κρίσης (2010-2015), το πολιτικό σύστημα άντεξε. Αυτό σημαίνει πως το Σύνταγμα λειτουργεί, οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν τη δυνατότητα να αποσυμπιέζουν την κατάσταση, όταν φτάσει στο απροχώρητο. Οι σχετικά συχνές εκλογικές αναμετρήσεις όχι μόνο δεν κάνουν κακό, αλλά αντιθέτως ενισχύουν τη νομιμοποίηση της Δημοκρατίας μας: επιτρέπουν στους πολίτες να εκφραστούν, να τιμωρήσουν και να επιβραβεύσουν, αρκετά συχνά ακόμη και να ανατρέψουν. Το σοβαρότερο πρόβλημα που εντοπίζω είναι η παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας, το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, το οποίο θα πρέπει να αποδυναμωθεί με ενίσχυση του Κοινοβουλίου, των Ανεξάρτητων Αρχών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Βέβαια το Σύνταγμα έχει κι άλλα προβλήματα, κυρίως το απολίθωμα που ονομάζεται άρθρο 16, ενώ ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας δεν φαίνεται να υπάρχει στην ατζέντα του πολιτικού συστήματος.

Η Ελληνική Δημοκρατία τα πήγε καλά στον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο (1982-83, 2002, 2024) αύξησαν την ατομική ελευθερία και αποδυνάμωσαν την πατριαρχική δομή της ελληνικής οικογένειας (που ακόμη αντέχει). Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις, το ΑΣΕΠ, η Διαύγεια, η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της Δικαιοσύνης και η αποκρατικοποίηση των ΜΜΕ ήταν όλες μεγάλες τομές που παρά τα προβλήματα που παρουσιάζουν, παραμένουν ωφέλιμες.

Η Ελλάδα δεν είναι, βέβαια, το πρότυπο φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ευρώπη, αλλά είναι μια χώρα ελεύθερη, με πολίτες που απολαμβάνουν πολιτικά και ατομικά δικαιώματα και αρκετή προσωπική αυτονομία. Αλλά κι εδώ οι στρεβλώσεις είναι πολλές, αν και παρόμοιες με εκείνες που παρατηρούμε ακόμη και σε ευρωπαϊκά κράτη με μεγάλη δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση. Ομως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τη σοβαρή κρίση του κράτους δικαίου που περνάει η χώρα το τελευταίο διάστημα και έχει να κάνει κυρίως με την αδιαφάνεια στη δράση της κρατικής εξουσίας: υποκλοπές, Τέμπη, μεταναστευτικό, άστοχες παρεμβάσεις της πολιτικής ηγεσίας αλλά και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στο έργο των δικαστών. Η υπονόμευση των θεσμών ήταν μια αναμενόμενη συνέπεια της κρίσης. Ξεκίνησε το 2010 και εντάθηκε το 2015. Σήμερα, σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και οικονομικής ηρεμίας, είναι αδικαιολόγητη – όπως αδικαιολόγητη είναι και η σιωπή όσων οφείλουν να τη στηλιτεύσουν.

Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα ευθύνεται για όλα αυτά τα προβλήματα. Η ισχυρή εκτελεστική εξουσία ελέγχει ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα το βαθύ κράτος. Μπορεί να υπονομεύσει το έργο των Ανεξάρτητων Αρχών με πολλούς τρόπους, μπορεί να περιορίσει τα ΜΜΕ, όχι με αυταρχικά μέτρα, αλλά με τη δυνατότητα να τα ενισχύει οικονομικά – και τα ΜΜΕ και τους επιχειρηματίες που τα χρησιμοποιούν. Ενα τόσο ισχυρό κράτος δεν μπορεί παρά να καταχραστεί την εξουσία που διαθέτει, σε μια οικονομία που παραμένει κρατικοδίαιτη. Είναι αδύνατον η πολιτική εξουσία να μη διαπλακεί με την οικονομική αν δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα για να το αποθαρρύνουν, ούτε δεσμευτικοί κανόνες πολιτικής ηθικής που να την περιορίζουν.

Μεταπολίτευση: Τι κρατάω, τι αφήνω από τα 50 χρόνια-2
Υποστηρικτές της Ν.Δ. κρατούν πλακάτ κατά του Ανδρέα Παπανδρέου σε προεκλογική συγκέντρωση το 1990 – μια ιδιαιτέρως πολωμένη περίοδο, που ανέδειξε τελικώς πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Κατά τον Αριστείδη Χατζή, «το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα ευθύνεται για όλα αυτά τα προβλήματα. Η ισχυρή εκτελεστική εξουσία ελέγχει ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα το βαθύ κράτος». [ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ]

Μέχρι σήμερα ο θετικότερος παράγοντας που επηρεάζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, την ελληνική κοινωνία και οικονομία, και ιδίως το δίκαιο και τους θεσμούς είναι η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελεί την τελευταία καταφυγή των Ελλήνων πολιτών όταν η ελληνική Δικαιοσύνη δεν τους προστατεύει. Το ενωσιακό δίκαιο εκσυγχρόνισε την ελληνική νομοθεσία, ιδίως στο δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Η Ευρώπη συνεχίζει να προσφέρει το πολιτικό και θεσμικό πρότυπο για το ελληνικό κράτος από το 1822 μέχρι σήμερα.

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την αντοχή του Συντάγματος του ’75. Τη συμμετοχή στην Ε.Ε.. Τις μεταρρυθμίσεις 
στο οικογενειακό δίκαιο.
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα

Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία τα πήγε καλά, αλλά θα μπορούσε να τα πάει πολύ καλύτερα. Η προτεραιότητα ήταν και θα παραμείνει η υπεράσπιση και η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου που είναι απαραίτητο για τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας και της ευημερίας. Ολα τα προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η Ελλάδα αποτελούν συμπτώματα θεσμικών ελλειμμάτων. Αυτά είναι τα ελλείμματα που πραγματικά μας οδήγησαν στην κρίση, είναι τα ίδια που δεν μας επιτρέπουν να την ξεπεράσουμε πλήρως.

*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών, και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η δημοφιλής ιδέα…

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Στην εντελώς λανθασμένη αντίληψη ότι η Δημοκρατία κινδυνεύει μόνον από τα δικτατορικά καθεστώτα, απάντηση έδωσε η σοσιαλμιντιακή δήθεν πολυφωνία. Η Δημοκρατία ανέκαθεν κινδύνευε και από συνταγματάρχες και από λαϊκισμούς. Δημοφιλείς ή λιγότερο «περσόνες» κερδίζουν με ευκολία τα 15 λεπτά δημοσιότητας του Αντι Γουόρχολ χωρίς να διεκδικούν «ισότητα – αδελφοσύνη – ελευθερία», αλλά «followers». Ολοι πλέον έχουν ακολούθους. Κάποτε μόνον οι βασιλείς. Επήλθε ισότητα! Η αδελφοσύνη χάνεται σε κύματα αστείρευτου από «ιερά οργή» λόγου στο Διαδίκτυο, ενώ η ελευθερία συγχέεται με την ελευθεροστομία. Θριαμβεύει η έκφραση γνώμης χωρίς γνώση. Ψηφίζεται μάλιστα και στις πρώτες θέσεις των ευρωψηφοδελτίων. Τα συνήθως ανώνυμα σχόλια τα οποία μισούν κατά ριπάς τους πάντες στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι ακριβώς η Δημοκρατία για την οποίαν αγωνίστηκε μια κοντινή μας γενιά, εκείνη του Πολυτεχνείου. Πώς όμως έγινε αυτή η αλλαγή και φτάσαμε έως εδώ; Σύντομη βουτιά στο παρελθόν των πενήντα ετών της νεότερης Δημοκρατίας μας που ξεκίνησε με το περίφημο «εεεεεέρχεται…» στον χώρο που σήμερα υψώνονται οι ουρανοξύστες του Ελληνικού… Και αφού «ήλθε» και με μεγάλη προσπάθεια εδραίωσε την πραγματική ελευθερία, η πολιτική του αντικαταστάθηκε από αυτό που πολλοί πίστεψαν ως ακόμη μεγαλύτερη επανάσταση, την περίφημη «Αλλαγή». Δάνειο σύνθημα από τον Φρανσουά Μιτεράν και μια αλλοτινή Γαλλία, η οποία θα ντρεπόταν εάν έβλεπε τους σύγχρονους Πετέν. Για να είμαστε όμως έντιμοι με την αλήθεια, η ανάγκη μιας κοινωνίας για «αλλαγή» προκαλούσε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού δονήσεις νέας ιστορικής αντίστασης έναντι ενός παρελθόντος που είχε ήδη τελειώσει. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως μέρος μιας κακοδαιμονίας να είναι και ότι ποτέ δεν συμβιβαστήκαμε με το παρελθόν μας. Στον δημόσιο λόγο μας συνήθως το καταριόμαστε, ενώ στην ιδιωτική μας ζωή το αναπολούμε καθώς περιέργως το βρίσκουμε υπέροχο.

Για να μη μείνει λειψή η σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή να θυμηθούμε ότι στα μισά της αλλαγής επήλθε η κόπωση. Και το «δόλωμα» για να ανανεωθεί η εντολή βρέθηκε στην αποκαθήλωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε πραγματικά αναστηλώσει τη Δημοκρατία το 1974. Η Δημοκρατία δημοφιλής, όχι όμως πλέον ο αναστηλωτής της.

Και ακολούθησαν σκάνδαλα, ειδικά δικαστήρια και πολλά πολλά χρόνια φαινόμενης ή και πραγματικής ανάπτυξης. Χρόνια πολυδιαφημισμένου κρατικοδίαιτου εκσυγχρονισμού, που όμως άφησαν βαθιά πληγή στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και έκτοτε τα σκάνδαλα –είτε πραγματικά, είτε εικαζόμενα, σχεδόν πάντα υποκινούμενα από τους πολιτικούς αντιπάλους– κυριάρχησαν στη δημόσια ζωή. Αλλά και χρόνια καλά, γεμάτα χαρές και σίγουρα ιστορικές εμπειρίες και διδάγματα από τα λάθη μας. Δεν ταιριάζει η ισοπέδωση στη Δημοκρατία. Αλλοι προσέφεραν λιγότερο, άλλοι περισσότερο.

Οι πρωταγωνιστές συνέχισαν να εναλλάσσονται, αλλά η νέα εποχή που άρχισε με την ιδιωτική τηλεόραση και συνεχίστηκε με το διαστρικών ταχυτήτων Διαδίκτυο απαιτούσε διαρκώς νέα και νέα και νέα πρόσωπα. Οι δε περίφημες νέες ιδέες απλώς ανακύκλωναν παλαιότερες υπό τον μανδύα αυτή τη φορά όχι της πραγματικής ανάγκης, αλλά της αδηφάγου αλλαγής για την αλλαγή.

Και φτάσαμε στο σήμερα με ένα δύσκολο στην ανάγνωσή του περιβάλλον, όπου συνήθως το «δήθεν» και το «εντυπωσιακό» κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Αυτό που πιο πάνω ονόμασα σοσιαλμιντιακή πολυφωνία δεν είναι παρά ένα απείκασμα, ένα φάντασμα της πραγματικής Δημοκρατίας, της οποίας όμως οι σταθερές επιμένουν να μας τραβάνε από το μανίκι. Σταθερές όπως ο σεβασμός στην άλλη άποψη, η άρνηση του χυδαίου «έλα, μωρέ, όλοι ίδιοι είναι», η διαρκής αυτογνωσία μέσω της παιδείας, το θάρρος να προχωρήσω με σθένος πραγματικής ηγεσίας που δεν διστάζει να δείξει τον δύσκολο, αλλά παραγωγικό δρόμο στον λαό. Αλλιώς η Δημοκρατία θα κινδυνεύει ολοένα και περισσότερο από τη λαϊκιστική δεσποτεία που ακολουθεί τον όχλο και τις εφήμερες ανάγκες του.

Υπάρχουν ακόμη τέτοια χαρακτηριστικά σε πολιτικούς που αρνούνται να υποκύψουν στο εύκολο, σε δασκάλους που αγαπούν το λειτούργημά τους, σε πολίτες που επιλέγουν τη συμμετοχή και όχι την ιδιωτεία. Σε όσους αναζητούν το δημοφιλές στο ιδεώδες της Δημοκρατίας και όχι στον αριθμό των ακολούθων τους. Σε όσους αντιλαμβάνονται πως οι ρίζες της Δημοκρατίας διψούν για λίγες παραπάνω σταγόνες σοβαρότητας. Αισιοδοξώ ακόμη, πενήντα χρόνια μετά, σκεπτόμενος ότι το ενδιαφέρον με τη Δημοκρατία είναι πως όλοι την επικαλούνται, αλλά λίγοι μπορούν να σηκώσουν το βάρος των υποχρεώσεών της. Μια από αυτές είναι να διατηρήσουμε δημοφιλή την ιδέα της και όχι τους εαυτούς μας.

*Ο κ. Θεόδωρος Ρουσόπουλος είναι πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, βουλευτής Ν.Δ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT