Η εποχή των αποσπασμάτων

Πενήντα χρόνια σαν κέικ που διαρκώς ψήνεται, φουσκώνει, όμως ακόμη θεωρούμε ότι δεν είναι έτοιμο

6' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη βραδιά των πρόσφατων ευρωεκλογών, βρέθηκα σε ένα ημιεγκαταλελειμμένο εμπορικό κέντρο στην αγορά του Βύρωνα, ένα μικρό κουφάρι άστοχης υπερανάπτυξης και αποεπένδυσης με εμφανή πάνω του τα σημάδια των δεκαετιών του ’80 (οπότε και ο παλιός κινηματογράφος «Ρέα» μεταμορφώθηκε σε τετραώροφο εμπορικό κέντρο) και του 2010 (όταν το παρακμάζον τότε κέντρο ξεκίνησε διαδικασίες ανακαίνισης με μάρμαρα και χρυσές λεπτομέρειες, οι οποίες καθυστέρησαν λόγω της οικονομικής κρίσης και δεν έχουν τελειώσει έως σήμερα). Σε αυτόν τον χώρο, μια ομάδα νέων γυναικών περφόρμερ, σε σκηνοθεσία Εύης Σούλη, ντυμένες ξεχασμένες κούκλες μέσα στα εγκαταλελειμμένα μαγαζιά, άρχισαν να διαβάζουν αυτοβιογραφικά κείμενα της Γλυκερίας Μπασδέκη, αυτής της πιο καλά κρυμμένης λυρικής ιδιοφυΐας της ελληνικής λογοτεχνίας… Τίτλος παράστασης, «Ψιλικά». Οπου, βινιέτες για ποδοσφαιριστές του ’80, περιοδικά «Μανίνα» με εξώφυλλο Μιχαλόπουλο, σχολικά λευκώματα για κορίτσια που ήθελαν να γίνουν Καίτες Φίνου και αγόρια που ήθελαν να γίνουν Γαρδέληδες, για τα κτίρια των καινούργιων νοσοκομείων και τα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος, για την ελπίδα της Αλλαγής και την καθημερινή μπαμπεσιά, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και την προσδοκία της αστικής φοιτητικής μετανάστευσης, για μνήμη και απώλεια, κι ένα κορίτσι που, κάποια στιγμή σε κνίτικο πυρετό, γράφει ώς κι ερωτική επιστολή στον «πρόεδρο Κιμ Ιλ Σουνγκ, της Βόρειας Κορέας», του οποίου τα πολιτικά κείμενα διάβασε «από τις εκδόσεις Στοχαστής». Στο τέλος, κοινό και περφόρμερ ανεβήκαμε στην ταράτσα, στο μυαλό μια ανάμνηση από ατέλειωτα μπετά με σιδερένιες αναμονές για το πανωσήκωμα, τριγύρω η μετεκλογική Αθήνα σε χρώματα τέλους εποχής. Αρχίσαμε να χορεύουμε Μαντόνα, «Like a prayer».

Σκέφτομαι ότι αν θέλουμε να αναλογιστούμε τι κρατάμε και τι αφήνουμε από τα 50 τελευταία χρόνια, μόνο με τέτοιες διαδικασίες, αποσπασματικές, τραυματικές, κρυφές, και σε μεγάλο βαθμό στη δραστικότητά τους τυχαίες, μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτά τα χρόνια που επιμένουμε να ονομάζουμε, ενάντια σε κάθε ιστορική και γλωσσική λογική, «Μεταπολίτευση», ορίζονται ως εποχή των αποσπασμάτων· της διαρκούς νοσταλγίας· του και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι· της βίαιης ανάπτυξης και άλλο τόσο βίαιης αποεπένδυσης (σχήμα όχι μόνο οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό). Εποχή σταθερής μα και εικονικής δημοκρατίας. Εποχή αριστεροσύνης και υπερεθνικισμού, «Ελλάδας ως νότου» και ατλαντισμού, αυστηρής αρχαιολατρίας, αρχαιοπολιτικής και αρχαιοκιτσαρίας. Συλλογικότητας και ατομισμού, πολιτικοποίησης και κομματικού κράτους. Δεν πρόκειται για περίοδο όπου συγκεράσθηκαν τα αντίθετα, αλλά που εναλλάχθηκαν, συχνά μέρα με την ημέρα ή και στην ίδια φράση.

Πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση, λοιπόν: σαν κέικ που διαρκώς ψήνεται, φουσκώνει, όμως ακόμη θεωρούμε ότι δεν είναι έτοιμο να βγει απ’ τον φούρνο. Ανοίγουμε κατά καιρούς να ελέγξουμε και κύματα καυτού αέρα εκλύονται στο πρόσωπό μας. Κι έτσι καταλήγει η ιστορία της Ελλάδας από το ’74 και δώθε να μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μ’ αυτά τα κύματα καυτού αέρα, σαν σειρά από ξεσπάσματα, ενώ ταυτοχρόνως η τρίτη ελληνική δημοκρατία παραμένει στον φούρνο και ψήνεται, ένα κέικ που διαρκώς ισορροπεί ανάμεσα στο «ακόμα λίγο για να ‘ναι έτοιμο» και στο «αν συνεχίσει να φουσκώνει θα σκάσει».

Μου έκανε εντύπωση μια φράση του Διονύση Σαββόπουλου στις πρόσφατες συναυλίες του στο Ηρώδειο που είχαν τίτλο «Η δική μας Μεταπολίτευση», κι εδώ τη μεταφέρω όπως τη θυμάμαι. Η Μεταπολίτευση, είπε ο Σαββόπουλος, σήμαινε για την καθεμιά και τον καθέναν κάτι διαφορετικό, μια προσπάθεια με διαφορετικούς στόχους κάθε φορά, που ακόμα δεν είχε τελειώσει, ή που ακόμα δεν είχε πετύχει. Το είπε νομίζω παραινετικά (με αυτό τον αφόρητα δασκαλίστικο πλέον τόνο του) – αλλά το βρίσκω εξαιρετική ιστορική διαπίστωση. Γιατί η περίοδος για την Ελλάδα που ξεκίνησε το ’74, πολύ δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως διακριτό, συνολικό σχέδιο, και να αποτιμηθούν αντίστοιχα οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του. Παραμένει, αντίθετα, ένα διαρκές process, μια διαδικασία, ένα έργο εν προόδω, ή μάλλον το άθροισμα από πολλά έργα εν προόδω, που συχνά αφήνονται μισά πριν ενθουσιαστούμε με το επόμενο, ή δημιουργούν ένα ξέσπασμα, μια δυνατότητα, μια ρωγμή, και αργότερα ιστορικοποιούνται με βάση τη νοσταλγία (για τη χαμένη στιγμή τους). Γι’ αυτό, άλλωστε, κι έχει τόσο σουξέ ο όρος «Μεταπολίτευση» για να περιγράψει πέντε ολόκληρες δεκαετίες. Σαν να μην ξεκολλήσαμε ποτέ από εκείνη τη στιγμή, σαν να πάμε συνέχεια πίσω το βίντεο και να το ξαναξεκινάμε, καλοκαίρι του ’74. Γι’ αυτό, επίσης, κι είναι τόσο δύσκολο να επιβληθεί ο ακριβέστερος όρος «τρίτη ελληνική δημοκρατία» – κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι συμφωνούμε πως υπήρξε ένα ενιαίο αφήγημα κι ένα κοινά αποδεκτό πρότζεκτ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν μας άφησε αναλυτικό λόγο, ένα μανιφέστο ή ένα εμβληματικό δοκίμιο που να τη χαρακτηρίζει ως εποχή – εκτός από κάποιες προσπάθειες να την περιγράψουν ως εποχή αποτυχημένη ή καταδικασμένη να αποτύχει (Δήμου, Διαμαντούρος, Γιανναράς). Οχι, η μακρά Μεταπολίτευση δεν ήταν εποχή δοκιμίου. Υπήρξε, αντίθετα, εποχή της κωμωδίας, της συναυλίας, του αποσπασματικού λυρισμού και της σουρεαλιστικής βινιέτας.

Είσαι και δεν είσαι

«Πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση» σημαίνει εποχή εν προόδω, εποχή τού είσαι και δεν είσαι στην ΕΟΚ, εποχή επιτελεστική και παραστασιακή, εποχή της τελετουργίας και της πίστας, του κωμικού παιδιού, του δύσθυμου τραγουδοποιού και του λυρικού ραδιοφωνιτζή, της ουτοπικής πολιτειότητας –τύπου η Ελλάς των κατατρεγμένων– και των ταυτόχρονων επιχειρήσεων σκούπας, προώθησης και αρετής (μαζί με τις στρατηγικές συλλογικής απώθησής τους). Εποχή του δημόσιου ΕΣΥ μα και της κανονικοποίησης του φακελακιού, της εντυπωσιακής διεύρυνσης του δημόσιου πανεπιστημίου μα και της συλλογικής ιδεοληψίας ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι συλλήβδην αποτυχημένο. Εποχή ταξικής κινητικότητας μα και διαρκούς αναταξικοποίησης και νεοπλουτισμού, πράσινης ανάπτυξης και οικολογικής καταστροφής, «απρόσεκτων» αρχιτεκτονικών επιτροπών, μπετονέ νησιωτισμού και γραφικότατης πισινούλας, μεταμνήμης (πεζής δηλαδή χρήσης του τραύματος προηγούμενων εποχών) μα και επισημοποίησης της λήθης. Εποχή αυτοπροβολής της Ελλάδας ως συντακτικής μειονότητας στο παγκόσμιο πεδίο («έθνος ανάδελφον», «μοναξιά ελληνική μου», «των Ελλήνων οι κοινότητες» κ.λπ.), αλλά και επίμονης επιβεβαίωσης της μισαλλοδοξίας και της μειονοτικής αφάνισης ως βασικών εθνικών στρατηγικών εντός της χώρας.

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Το δημόσιο ΕΣΥ. Την εντυπωσιακή διεύρυνση του δημόσιου πανεπιστημίου. Την ταξική κινητικότητα.
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Την κανονικοποίηση του φακελακιού. Τον νεοπλουτισμό. Τον μπετονέ νησιωτισμό.

Επειδή όλα αυτά δεν είναι όπως είπα διαφορές που συγκεράσθηκαν, αλλά δίπολα που κατοικήθηκαν μαζί και ταυτοχρόνως, η οξύμωρη αυτή εποχή μπορεί αίφνης να κρύβεται (αλλά και να κρίνεται) σε μια μούτα της Αννας Παναγιωτοπούλου, στους «Απαράδεκτους», στο «Παρά πέντε» και στα «Εγκλήματα», σε μια φράση από τον Βακαλόπουλο ή στις ταινίες του Τσιώλη, σ’ ένα τραγούδι του Κραουνάκη, σ’ ένα στίχο της Νικολακοπούλου κι ένα ποστ της Πάολας Ρεβενιώτη, στο μοιρολόι του Ντίνε Ντόνεφ για τον Μάρκο Μέσκο, στη βόλτα της Μίνας Ορφανού/Στρέλλας στη νυχτερινή Αθήνα Δεκέμβρη του 2008, στη «Λεωφόρο Α΄», στο «Ταξίδι της φάλαινας» και στην «Εξοδο κινδύνου». Μια νεότερη γενιά σε τέτοιο υλικό γυρνά, κόβει και ράβει αποσπάσματα από τόσο πολλά όπως τα παραπάνω στις διαδικτυακές της πλατφόρμες και στις ενσώματες παρεμβάσεις της – ό,τι έκανε κι η ομάδα της Σούλη στην παράσταση με την οποία ξεκίνησα αυτό το κείμενο. Ψάχνει να βρει σε μικρές χειρονομίες, στο γύρισμα της φωνής, σε φυλλάδια παλιών και ηττημένων κινήσεων, σε εξαντλημένα περιοδικά και κιτρινισμένες αφίσες, ψάχνει υλικό για να γεμίσει ακριβώς το κενό αφήγησης που έχει, σχεδόν εξορισμού, η τρίτη ελληνική δημοκρατία.

Η οξύμωρη αυτή εποχή μπορεί αίφνης να κρύβεται (αλλά και να κρίνεται) σε μια μούτα της Αννας Παναγιωτοπούλου, στους «Απαράδεκτους», στο «Παρά πέντε» και στα «Εγκλήματα», σε μια φράση από τον Βακαλόπουλο ή στις ταινίες του Τσιώλη, σ’ ένα στίχο της Νικολακοπούλου.

Για τη νέα αυτή γενιά ο όρος Μεταπολίτευση, νομίζω, δεν λέει και πολλά πράγματα. Ο όρος όμως «ελληνική δημοκρατία» σημαίνει εκ νέου απαίτηση για Ιστορία και πολιτειότητα, κι έχει καταγγελία, στόχο και αίτημα, τώρα συγκεκριμένα. Αν ξεκινήσεις να καταγράφεις, είναι σαν οι λέξεις να ενώνονται πιο στενά σε αφήγηση πλέον, όχι τραγούδι, ατάκα, μνήμη κι απόσπασμα πια, μα μανιφέστο: Γλάδστωνος, Κακαβιά, πλατεία Ομονοίας, Συγγρός, Πύλος, Ξένιος Ζευς, Μανωλάδα, Βέροια, Ρόδος, Ιωάννινα, Βόλος, Ζακ, Ελένη, Ελένη, Σαχζάτ, Βασίλης, Βαγγέλης, Παύλος. Βαλμπόνα, Κούλα, Μάγδα, Λορέτα, Κλειώ, Ιλιρίντα, Μαρία, Μπρικένα, Σεμπένε, Μάριο, Νίκο, Νάνσυ, Κασσάνδρα, Μαρλένο, Πάκο, Ελσον, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Που επιμένει.

*Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT