Το σύνδρομο της ήττας και της λήθης

Πόσο ζωντανό είναι το Κυπριακό στη σκέψη και στη μνήμη των κοινωνιών σε Ελλάδα και Κύπρο; Εχει επουλωθεί το τραύμα; Και πόσοι πιστεύουν ακόμη σε λύση;

7' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποτελεί, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το βαθύτερο τραύμα του σύγχρονου Ελληνισμού. Με τη διαφορά ότι οι επιπτώσεις της διπλής τουρκικής εισβολής στην Κύπρο παραμένουν έως σήμερα ζωντανές. Πενήντα χρόνια μετά, η τουρκική ημισέληνος δεσπόζει καθημερινά στον Πενταδάκτυλο, συνοδευόμενη από το σύνθημα του Κεμάλ «τι ευτυχία να λες είμαι Τούρκος». Και ένας ολόκληρος στρατός κατοχής ελέγχει ασφυκτικά το βόρειο τμήμα του νησιού. Οι πληγές που άνοιξαν τον Ιούλιο του 1974 δεν είναι εύκολο να γιατρευτούν. Ούτε για τις νεότερες γενιές. Τι συμβαίνει, όμως, με τη σύγχρονη διάσταση του Κυπριακού; Πόσο απασχολεί την ελληνοκυπριακή και την ελλαδική κοινωνία ένα κατά γενική ομολογία «παγωμένο» διπλωματικό ζήτημα, με ισχνές προοπτικές επίλυσης;

«Πλημμυρίδα δίχως άμπωτη»

«Τα τραγικά γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού είναι βαθιές χαρακιές που μας καθόρισαν αμετάκλητα. Εκτοτε η ζωή μου, η αντίληψή μου, οι προτεραιότητες και οι αξίες μου φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα εκείνης της πλημμυρίδας, δίχως άμπωτη», λέει στην «Κ» ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, διπλωμάτης καριέρας, επί δέκα χρόνια (2013-23) διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς στις συνομιλίες για το Κυπριακό και υποψήφιος πρόεδρος της Δημοκρατίας στις τελευταίες εκλογές με τη στήριξη του ΑΚΕΛ.

Το σύνδρομο της ήττας και της λήθης-1
«Είναι μια οδυνηρή κληρονομιά του ανείπωτου ανθρώπινου πόνου και της καταστροφής που μόνο με τη λύση του Κυπριακού θα επουλωθεί και θα εξιλεωθεί», λέει ο Ανδρέας Μαυρογιάννης.

Τότε δεκαοκτώ χρόνων, ο Μαυρογιάννης λέει ότι τίποτα, ούτε η οικονομική ανάπτυξη του τόπου, ούτε η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν μπορεί να φέρει την πολυπόθητη λύτρωση. «Είναι μια οδυνηρή κληρονομιά του ανείπωτου ανθρώπινου πόνου και της καταστροφής που μόνο με τη λύση του Κυπριακού θα επουλωθεί και θα εξιλεωθεί», επισημαίνει.

Οι κοινωνίες σε Ελλάδα και Κύπρο συμβάδισαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 στον ρομαντικό, αλλά γεμάτο εμπόδια δρόμο της ένωσης – όχι πάντοτε από κοινού με τις αλληλοσυγκρουόμενες προτεραιότητες των πολιτικών ηγεσιών. Το 1974, όμως, δεν σήμανε μόνο το σκληρό τέλος του ενωτικού οράματος. Ηταν μια αναπάντεχη πανωλεθρία αλλά και απόδειξη ότι η «μητέρα» Ελλάδα αδυνατούσε να υπερασπιστεί την Κύπρο.

«Το 1974 δημιούργησε, κατά τη θαυμάσια έκφραση του Τάσου Χατζηαναστασίου, ένα “σύνδρομο της ήττας” στον Ελληνισμό», υποστηρίζει ο καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο οποίος έχει αφιερώσει σημαντικό μέρος της ακαδημαϊκής πορείας του στη μελέτη του Κυπριακού. Προσθέτει, δε, ότι τέτοιου είδους γεγονότα και οι συνέπειές τους δεν σβήνουν εύκολα. «Στη μεν Κύπρο η κοινωνία έπρεπε να βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας με μια κατοχή εν εξελίξει, δηλαδή με ένα τραύμα που είναι μπροστά στα μάτια της. Στη δε Ελλάδα –και όχι μόνο στις νεότερες γενιές– υπήρχε η τάση να “απωθηθεί” η μνήμη του 1974 επειδή ακριβώς αφορούσε μια ήττα, την οποία υπέστη η Ελλάδα χωρίς καν να μπορέσει να πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις».

Αν, λοιπόν, υπήρχε ελληνικός αλυτρωτισμός και μετά το 1922, αυτός πέθανε πριν από 50 χρόνια στην Κύπρο. Εκείνος ο συμβολικός θάνατος έφερε στην επιφάνεια ένα προϋπάρχον ρήγμα, για το οποίο έως και σήμερα δεν μας αρέσει να μιλάμε. Oταν οι Ελληνες πανηγύριζαν την επιστροφή του Καραμανλή και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στην Κύπρο μετρούσαν νεκρούς και αναζητούσαν αγνοουμένους.

Κατά τον Μαυρογιάννη, η διάσταση δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα της αδυναμίας ή της απροθυμίας –άρα και της αντικειμενικής ευθύνης– της Ελλάδας να αποτρέψει, ως ώφειλε, την τουρκική απόβαση. «Η αποκάλυψη σηματοδότησε το τέλος της αυταπάτης. Δεν είναι τόσο το ρήγμα, όσο η συνειδητοποίηση του ανώφελου απεριόριστης επένδυσης προσδοκιών στη “μητέρα-πατρίδα” ή “μεγάλη αδελφή” και της ανάγκης να σταθούμε στα δικά μας πόδια», τονίζει.

Ο Γιάννος Κατσουρίδης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, θεωρεί ότι το ρήγμα επεκτάθηκε και στο κοινωνικό πεδίο. «Υπήρξε μια ψυχική απομάκρυνση ως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι τα συμφέροντα των δύο κρατών πολλές φορές δεν ταυτίζονται, ότι η Ελλάδα που είναι το μοναδικό φυσικό και μοναδικό στήριγμα για την Κύπρο δεν θα μπει εύκολα σε πόλεμο για την Κύπρο, ότι “η Κύπρος κείται μακράν”», επισημαίνει. Προσθέτει, μάλιστα, ότι για τμήματα της ελίτ αλλά και της κοινωνίας η μια χώρα είναι πρόβλημα για την άλλη. «Υπάρχουν έρευνες στις οποίες οι πολίτες Ελλάδας και Κύπρου καταγράφουν τις μεταξύ τους σχέσεις ως σχέσεις ανάγκης και ενίοτε υποκριτικές», λέει χαρακτηριστικά.

Το σύνδρομο της ήττας και της λήθης-2
«Αυτό που ονομάζουμε διεθνή κοινότητα αποφεύγει εδώ και δεκαετίες να ασκήσει πίεση προς τον πραγματικό υπαίτιο για τη μη λύση, αλλά επιλέγει να ασχολείται με επιμέρους και δευτερευούσης σημασία ζητήματα», εξηγεί ο Γιάννος Κατσουρίδης.

Σύμφωνα, πάντως, με τον Χατζηβασιλείου, η απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων είναι αναμενόμενη εξαιτίας του πραξικοπήματος και της έλλειψης προετοιμασίας απόκρουσης του πρώτου Αττίλα. «Ωστόσο», υποστηρίζει, «οι δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου δεν είναι απλώς διακρατικοί: είναι δεσμοί ανθρώπων του ίδιου έθνους».

Η Ιστορία της Κύπρου είναι γραμμένη με όπλα και με αίμα. Ενα διεθνές ζήτημα μετατράπηκε σε εθνοτική αντιπαράθεση, συνεχίστηκε ως διακρατική σύγκρουση και κατέληξε σε τετελεσμένο μερικής κατοχής εδάφους μιας ευρωπαϊκής χώρας. Το Κυπριακό, παρά τις όποιες «χαμένες ευκαιρίες», έχει πια καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο μάλλον ως ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Η δε αδιαλλαξία της Τουρκίας, οχυρωμένη πλέον πίσω από τη διχοτομική θέση περί δύο κρατών στην Κύπρο, σε συνδυασμό με την πάροδο του χρόνου και το γεγονός ότι οποιαδήποτε μορφή λύσης προϋποθέτει εκατέρωθεν παραχωρήσεις, ωθεί σταδιακά το Κυπριακό στο περιθώριο.

«Φεύγουν οι μνήμες»

Ανατρέχοντας σε έρευνες των τελευταίων ετών αντιλαμβανόμαστε ότι η ελληνική κοινωνία ασχολείται με το Κυπριακό μόνο όταν αυτό έρχεται στην επικαιρότητα. Στην Κύπρο, πάλι, το ενδιαφέρον είναι εκ των πραγμάτων εντονότερο, όχι όμως τόσο ουσιαστικό. «Ηδη μία γενιά προσφύγων έχει φύγει και μαζί της έχουν φύγει οι μνήμες, οι πληγές, οι προσμονές», λέει στην «Κ» η Νάσια Διονυσίου, συγγραφέας και νομικός, η οποία γεννήθηκε στη διχοτομημένη Λευκωσία λίγα χρόνια μετά την εισβολή.

Το σύνδρομο της ήττας και της λήθης-3
«Χρειάζεται επειγόντως μια άλλη πολιτική προσέγγιση, μαζί με μια άλλη γλώσσα, που θα έχουν στο επίκεντρο την πίστη πως όσοι αγαπούν αυτόν τον τόπο μπορούν να συνυπάρξουν», επισημαίνει η Νάσια Διονυσίου.

Η κ. Διονυσίου θεωρεί πως για όσους έζησαν τα γεγονότα, οι αναφορές σε συνομιλίες, παραβίαση διεθνών ψηφισμάτων, απεσταλμένους του ΟΗΕ έχουν ακόμη κάποιο νόημα. «Ομως για τις νεότερες γενιές, γι’ αυτές που μεγαλώνουν κάτω από τη διαρκώς παρούσα σκιά της σημαίας του ψευδοκράτους στον Πενταδάκτυλο, το λιμανάκι της Κερύνειας και το άδειο θέατρο της Σαλαμίνας στα εξώφυλλα των σχολικών τετραδίων δεν δηλώνουν και πολλά. Ισως μόνο μια μελαγχολική αποτύπωση ενός κόσμου που υπήρξε κάποτε ή και που μπορεί να μην υπήρξε και ποτέ», εξηγεί η συγγραφέας και αναρωτιέται: «Οταν βιωματικά δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει “δεν ξεχνώ”;».

Για τον Γιάννο Κατσουρίδη η ενασχόληση, ειδικά των νέων, με το Κυπριακό είναι πράγματι μειωμένη, αυτό όμως ισχύει περισσότερο σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες και όχι την ουσία του. «Κάθε φορά χανόμαστε στις λεπτομέρειες», υποστηρίζει επιρρίπτοντας παραλλήλως ευθύνες στον τρόπο χειρισμού του προβλήματος από την πλευρά του διεθνούς παράγοντα. «Αυτό που ονομάζουμε διεθνής κοινότητα αποφεύγει εδώ και δεκαετίες να θέσει το ζήτημα στις πραγματικές και ουσιαστικές του διαστάσεις και να ασκήσει πίεση προς τον πραγματικό υπαίτιο για τη μη λύση, αλλά επιλέγει να ασχολείται με επιμέρους και δευτερευούσης σημασία ζητήματα», υπογραμμίζει.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι το Κυπριακό ενταφιάστηκε μετά την αποτυχία του Σχεδίου Ανάν, το οποίο απορρίφθηκε με ποσοστό 75,83%, σε ένα ιστορικό δημοψήφισμα που η συμμετοχή έφθασε στο 90%. Την άποψη αυτή συμμερίζεται ο Μαυρογιάννης, ο οποίος θεωρεί ότι χρόνο με τον χρόνο οι προσπάθειες για λύση εξαντλούνται. «Το Σχέδιο Ανάν και η απόρριψή του από την πλευρά μας προσέφερε και την αφορμή ή την ευκαιρία για το τέλος των τύψεων και για το βολικό “νίπτω τα χείρας μου” δίχως εξέταση των πραγματικών δεδομένων και των θεμελιωδών διλημμάτων», υποστηρίζει.

Ολα, λοιπόν, φαίνεται να λειτουργούν υπέρ της παγίωσης όσων επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 1974. Κι ας βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμη μία πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου η Τουρκία να επιτρέψει στους Τουρκοκυπρίους να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι, όμως, αυτό μια νομοτέλεια;

«Αν κρατηθεί ζωντανό το Κυπριακό ως ζήτημα εθνικής επιβίωσης όχι μόνο του κυπριακού Ελληνισμού, αλλά του σύγχρονου Ελληνισμού στο σύνολό του, εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς, τις κυβερνήσεις, τις ποικίλες ηγεσίες και τις κοινωνίες των δύο ανεξάρτητων κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αποτελούν τους κληρονόμους της μοναδικής πνευματικής παρακαταθήκης του αρχαιότερου πολιτισμού του ευρωπαϊκού κόσμου», αναφέρει στην «Κ» ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο ίδιος, γεννημένος στην Κύπρο λίγους μήνες μετά τη διεξαγωγή του ενωτικού δημοψηφίσματος τον Ιανουάριο του 1950, καλεί την κοινή γνώμη να προσεγγίσει το ζήτημα με γνώμονα την αλήθεια, αξιολογώντας τις επιλογές βάσει των διεθνών ισορροπιών. «Ο ρεαλισμός και η αλήθεια θα κρατήσουν το Κυπριακό ανοικτό και τη δίκαιη λύση εφικτή, όχι οι υπερβολές και η ξύλινη ρητορική», υπογραμμίζει.

Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης από την πλευρά του ανησυχεί για τη διαιώνιση των τετελεσμένων και φοβάται ότι οι Κύπριοι έμαθαν να ζουν με τα φτερά του τόπου κομμένα, σε μια εύθραυστη καθημερινότητα. «Τα διαιρετικά στοιχεία εμπεδώνονται και καθιστούν αδύνατη τη λύση. Οι περί του αντιθέτου διακηρύξεις μοιάζουν κενά συνθήματα», μας λέει με την απογοήτευση να αποτυπώνεται στα λόγια του.

Η Νάσια Διονυσίου στέκεται στις de facto αλλοιώσεις που καταγράφονται στα Κατεχόμενα: σφετερισμός περιουσιών, παραμόρφωση τοπίου, παραγκωνισμός των Τουρκοκυπρίων. «Κι αν σε κάτι ωφελούν οι επισκέψεις στα Κατεχόμενα», συνεχίζει, «είναι αυτό: “Να μάθουμε πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι”, όπως το έγραψε ο Σεφέρης, “πως δεν έχουμε καιρό”. Και πως χρειάζεται επειγόντως μια άλλη πολιτική προσέγγιση, μαζί με μια άλλη γλώσσα, που θα έχουν στο επίκεντρο την πίστη πως όσοι αγαπούν αυτόν τον τόπο μπορούν να συνυπάρξουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT