Στη σκιά του δύσκολου γείτονα

Είναι αδύνατο να γίνει αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων 50 ετών όχι μόνο σε ένα άρθρο, αλλά ούτε καν σε μια μελέτη με τη συνδρομή πολλών επιστημόνων. Θα επιχειρήσουμε επομένως να εστιάσουμε σε συγκεκριμένα ζητήματα και σταθμούς

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι αδύνατο να γίνει αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων 50 ετών όχι μόνο σε ένα άρθρο, αλλά ούτε καν σε μια μελέτη με τη συνδρομή πολλών επιστημόνων. Θα επιχειρήσουμε επομένως να εστιάσουμε σε συγκεκριμένα ζητήματα και σταθμούς. Με διαφορετική διαβάθμιση, οι κορυφαίες πράξεις είναι η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η συμφωνία των Πρεσπών. Είχε βέβαια προηγηθεί λίγους μήνες πριν από την ανατροπή της χούντας η κυπριακή τραγωδία, η οποία μας στοιχειώνει κυρίως γιατί δεν έγινε κατορθωτή η ανατροπή της κατοχής του 37% της κυπριακής επικράτειας.

Δυστυχώς, προϊόντος του χρόνου στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση γύρω από την Κύπρο έχει επικρατήσει μια πραγματιστική ύφεση, η οποία ωστόσο, πρώτον, δεν έχει αντιστρέψει τα τετελεσμένα που προκάλεσε η εισβολή και, δεύτερον, επιτρέπει στην Τουρκία να δημιουργεί νέα τετελεσμένα, όπως στην Αμμόχωστο, χωρίς συνέπειες στη σχέση της με την Ελλάδα αλλά και ευρύτερα.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το κυπριακό ζήτημα, μετά το 1974 οικοδομήθηκε και παγιώθηκε εκ μέρους της Τουρκίας η αμφισβήτηση του Αιγαίου σε θάλασσα και αέρα, με νομικίστικες και δικολαβίστικες ερμηνείες διεθνών συμφωνιών και αργότερα του δικαίου της θάλασσας.

Στην πραγματικότητα, αυτές τις πέντε δεκαετίες υποθηκεύτηκε το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και κλιμακώθηκε ο αναθεωρητισμός της γείτονος, λαμβάνοντας, μάλιστα, αυτοκρατορικά χαρακτηριστικά αλλά και μορφή οράματος.

Αυτό που δεν έχουμε ακόμη κατορθώσει είναι την αποτουρκοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, ώστε οι επιλογές μας να μη φιλτράρονται μονίμως από τον αντίκτυπο που (τυχόν) έχουν στα ελληνοτουρκικά ζητήματα.

Οπως σωστά το έχει θέσει έμπειρος Ελληνας διπλωμάτης, η Τουρκία δύσκολα θα δεχθεί κάτι λιγότερο από όσα σήμερα αξιώνει και η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συμβιβαστεί με αυτά που η Τουρκία ζητάει.

Χρεοκοπία και γεωπολιτική

Ενα ζήτημα εσωτερικό μεν, που επέδρασε στην εξωτερική μας πολιτική δε, είναι αυτό της διαχείρισης της χρεοκοπίας, όπου η Ελλάδα άντεξε, με δυσβάσταχτο κόστος, κοινωνικά, αλλά επίσης θεσμικά και πολιτειακά. Αυτό μας αναγνωρίστηκε ακόμη και από τους πιο σκληρούς εκ των εταίρων μας, όπως τους Γερμανούς και τους Φινλανδούς, δίνοντάς μας διπλωματικούς πόντους. Και η Ελλάδα πόνταρε πάνω στη νέα σχέση αξιοπιστίας που άρχισε να οικοδομεί με τους συμμάχους της, την οποία συνδύασε με τη θέση του παρόχου ασφαλείας και σταθερότητας σε έναν ασταθή και ρευστοποιημένο περίγυρο. Από την οπτική των ΗΠΑ, ανάμεσα στην Πολωνία, στην οποία επενδύουν ως την επόμενη μεγάλη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη, και το Ισραήλ, η μοναδική χώρα που αποτελεί φερέγγυο και στιβαρό εταίρο είναι η Ελλάδα. Σε αυτή τη διαπίστωση συνέβαλε και η ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με σημαντικούς δρώντες της περιοχής, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Μια πολιτική που εκκίνησε το 2010 και μέχρι σήμερα παρουσιάζει αξιοπρόσεκτη συνέπεια από την πλευρά όλων των ελληνικών κυβερνήσεων και μάλιστα με εμπλουτισμό της, με την προσθήκη κρατών της Μέσης Ανατολής αλλά και της Ινδίας. Με σημαντικά έργα σε εξέλιξη, σε υποδομές, μεταφορές και ενεργειακά δίκτυα, η Ελλάδα καθίσταται σημείο αναφοράς για την περιοχή.

Στα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας υπήρξαν ασυνέχειες και συνέχειες, όπως και (συνήθως εύστοχη) προσαρμογή στις διεθνείς και περιφερειακές δυναμικές. Αν διαχωρίσουμε την εξωτερική μας πολιτική σε τρεις κατηγορίες, αυτές θα ήταν της ενεργητικής, της διαχειριστικής και των διευθετήσεων. Στην πρώτη κατατάσσουμε την ένταξη στην ΕΟΚ, στην Ευρωζώνη αλλά και αυτήν της Κύπρου στην Ε.Ε., όπως επίσης τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά και τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών, κυρίως αυτόν με την Αίγυπτο, τις στρατηγικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία, όπως και τη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, καθώς και την επέκταση των χωρικών μας υδάτων, στην οποία θα έπρεπε να έχουμε υπάρξει πιο τολμηροί και αποφασιστικοί. Στη διαχειριστική πολιτική, που ενίοτε υποκρύπτει παθητικότητα, άλλοτε φοβικότητα και αρκετή όμως αναγκαιότητα, ξεχωρίζουμε τις ατέρμονες συνομιλίες για το Κυπριακό και τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, τις συνομιλίες Καραμανλή – Ντεμιρέλ και προσφάτως τη Διακήρυξη των Αθηνών. Στην κατηγορία των αναγκαστικών διευθετήσεων προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος εντοπίζουμε το Πρακτικό της Βέρνης (1976), το Νταβός (1987), τα Ιμια (1996) και την κρίση με το «Ορούτς Ρέις» το 2020.

Τα τελευταία χρόνια, η στρατηγικού χαρακτήρα αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αναθεωρήσει την οπτική της εξισορρόπησης της πρώτης, εντασσόμενη υπό διαφορετικούς, πολύ πιο ενεργητικούς, όρους στην υπό διαμόρφωση αρχιτεκτονική ασφαλείας της ευρύτερης περιφέρειας. Στο παρελθόν, η εδραιωμένη θέση μας στους δυτικούς θεσμούς συχνά αδρανοποιούσε την πολιτική μας, γιατί αισθανόμασταν τρόπον τινά κατοχυρωμένοι. Ομως, αυτή η θεσμική ασφάλεια αποδεικνύεται στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον ανεπαρκής. Ετσι παρατηρείται στροφή σε διμερή και πολυμερή σχήματα και διάθεση ανάληψης ή και συμμετοχής σε πρωτοβουλίες διεθνούς απήχησης, ώστε να αποκτήσουμε λόγο και ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό, πάντως, που δεν έχουμε ακόμη κατορθώσει είναι την αποτουρκοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, ώστε οι επιλογές μας να μη φιλτράρονται μονίμως από τον αντίκτυπο που (τυχόν) έχουν στα ελληνοτουρκικά ζητήματα.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT