Οι συνταγματικές παρακαταθήκες του Καραμανλή

Οι συνταγματικές παρακαταθήκες του Καραμανλή

Η προσπάθειά του για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών είχε ξεκινήσει ήδη πριν από τη δικτατορία

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πιο πειστική απάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις –δυστυχώς αδιστάκτως οργανωμένες από ετερόκλητους και ζηλόφθονες πολιτικούς του αντιπάλους– κατά καιρούς εμφανιζόμενες αμφισβητήσεις της συνεπούς προσήλωσής του στην υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών, συνίσταται στην ιστορικώς τεκμηριωμένη πλέον κορυφαία συμβολή του σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό και των συνταγματικών μας θεσμών. Και μάλιστα, τόσο κατά την πρώτη (1955-1963) όσο και κατά τη δεύτερη (1974-1980) κυβερνητική του θητεία.

Η «βαθεία τομή» (1961-1963)

Η πρώτη συνταγματική «παρακαταθήκη» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1961-1963. Πρόκειται για την πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952, η οποία καίτοι δεν ευοδώθηκε τελικώς έμεινε γνωστή ως η «βαθεία τομή».

Μόλις ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, την 5η Οκτωβρίου 1955, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε ήδη καλά ότι το Σύνταγμα του 1952 ήταν παντελώς ανεπαρκές για να επιτρέψει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της χώρας. Ιδίως δε ενόψει των προκλήσεων, οι οποίες ανοίγονταν στον ορίζοντα με βάση τη σαφώς εκπεφρασμένη πρόθεσή του να ενταχθεί η Ελλάδα, και δη το συντομότερο δυνατό, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς της εποχής εκείνης. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ υπογράφηκε την 9η Ιουλίου 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής.

Η «κυοφορία» αυτής της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ΕΡΕ διήρκεσε από το 1961 έως το 1963. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΡΕ στη Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε, μεταξύ άλλων: «Η πραγματοποίησις, όμως, ριζικών μεταβολών, η επιτάχυνσις της προόδου και η εξυγίανσις της δημοσίας μας ζωής, προϋποθέτει μιαν θαρραλέαν μεταρρύθμισιν: Την αναθεώρησιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος». Για λόγους ιστορικής πληρότητας επισημαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πλήρη συναίσθηση πως η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων προκειμένου να ολοκληρωθεί η Αναθεώρηση του Συντάγματος ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την προσχηματική και πολιτικώς προδήλως οπορτουνιστική υπαναχώρηση της Ενώσεως Κέντρου –που αρχικά είχε συμφωνήσει την 10η Οκτωβρίου 1962– την 13η Οκτωβρίου 1962!

Την 10η Οκτωβρίου 1962 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανακοίνωσε την ολοκλήρωση του σχεδίου της πρότασης Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Την 19η Φεβρουαρίου 1963 το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ενέκρινε το ως άνω σχέδιο και την 21η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους κατατέθηκε στη Βουλή η πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Αμέσως συγκροτήθηκε η για τον σκοπό αυτό προβλεπόμενη Επιτροπή της Βουλής και άρχισε τις εργασίες της, συνεδριάζοντας εννέα φορές, από την 13η Μαρτίου έως την 5η Ιουνίου 1963. Την 11η Ιουνίου 1963 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραιτήθηκε αιφνιδίως και η πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος ουδέποτε συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής.

Η «βαθεία τομή» έμεινε έτσι «στα χαρτιά», πλην όμως η σημασία της κατά τη διαδρομή της σύγχρονης συνταγματικής ιστορίας μας κάθε άλλο παρά αμελητέα υπήρξε. Τα κυριότερα σημεία της εμβληματικής αυτής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας εντοπίζονται στα εξής:

Στη διά της λογικής της θέσπισης των αναγκαίων «θεσμικών αντιβάρων» («checks and balances») ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας –και κυρίως της εκλεγμένης κυβέρνησης– έναντι των de facto διογκωμένων τότε εξουσιών των Ανακτόρων.

Στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας μέσω της διευκόλυνσης του νομοθετικού έργου της Βουλής διά της δυνατότητας να νομοθετεί ακόμη και σε Τμήματα και να ψηφίζει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και «νόμους-πλαίσια», που θα εξειδικεύονταν με νομοθετικά διατάγματα.

Στον δραστικό περιορισμό των αντιδημοκρατικών ακροτήτων κατά την εφαρμογή του καθεστώτος της ασυλίας των βουλευτών.

Στη θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου, με δικαιοδοσία που θα επικεντρωνόταν ιδίως στις εκλογικές διαφορές και στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Από αυτή την καινοτομία της «βαθείας τομής» έμεινε μέσα στον χρόνο μόνον η πρόβλεψη για τη δικαιοδοσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, δίχως να μνημονεύονται άλλες, κρίσιμες και χρήσιμες, πολιτικές και πολιτειακές δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του.

Στη θεσμοθέτηση προοδευτικών διατάξεων περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και εκτέλεσης μεγάλων έργων κοινής ωφέλειας, απαραίτητων για την επιτάχυνση και την επιτυχή εξέλιξη της όλης αναπτυξιακής πορείας της χώρας.

Στην κατοχύρωση σημαντικών νέων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως δε κοινωνικών δικαιωμάτων, παντελώς «άγνωστων» στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1952, με βασικούς άξονες κανονιστικής ρύθμισης την προστασία της οικογένειας και της εργασίας.

Το καταλυτικό θεσμικό «κεκτημένο» του Συντάγματος του 1975

Το θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι ακόμη πιο έντονο πάνω στα γεγονότα που «σημάδεψαν» τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1975.

Η όλη τακτική δράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της κυβέρνησής του το 1974, με στόχο την πλήρη και ταχεία αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποδείχθηκε αποτελεσματική αλλά και «σωτήρια».

Την 1η Αυγούστου 1974 εκδόθηκε η πρώτη Συντακτική Πράξη για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας και τη ρύθμιση θεμάτων του δημόσιου βίου έως τη θέσπιση νέου Συντάγματος. Οι πρώτες μετά τη Μεταπολίτευση εκλογές διεξήχθησαν, με υποδειγματικές δημοκρατικές διαδικασίες, την 17η Νοεμβρίου 1974.

Με το Π.Δ. 804/1974 προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 για την επίλυση του πολιτειακού ζητήματος. Και υπό τις κατά τ’ ανωτέρω προϋποθέσεις «άνοιξε», μέσα σ’ ελάχιστους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση και υπό πρωτόγνωρες για τα πολιτικά μας δεδομένα συνθήκες συναίνεσης, ο δρόμος που οδήγησε στη θέσπιση του νέου, σύγχρονου, δημοκρατικού Συντάγματος του 1975.

Ολα τα ιστορικά δεδομένα τεκμηριώνουν έκτοτε –και η πάροδος του χρόνου ενισχύει αυτή τη διαπίστωση– ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε προηγουμένως διαμορφώσει συγκεκριμένες «ώριμες» θέσεις για τη δομή και τις κυριότερες ρυθμίσεις του Συντάγματος, το οποίο επρόκειτο να θεσπισθεί.

Η γνώση του για τα δεδομένα του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας, τα οποία είχε μελετήσει εμβριθώς κατά την παραμονή του στο Παρίσι, σε συνδυασμό με την τεράστια εμπειρία του σε ό,τι αφορά την ιδιομορφία της ελληνικής πραγματικότητας, ήταν ένα είδος θεσμικής και πολιτικής «εγγύησης» ως προς την όλη προοπτική θέσπισης του νέου Συντάγματος. Το οποίο επρόκειτο ν’ αναδειχθεί στη συνέχεια το πιο ολοκληρωμένο και πιο σταθερό Σύνταγμα από συστάσεως του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Μέσα σε αυτό το πολιτικό «κλίμα» η κυβέρνηση συνέταξε ταχύτατα και έδωσε στη δημοσιότητα, την 23η Δεκεμβρίου 1974, ύστερα δε κατέθεσε στη Βουλή, την 7η Ιανουαρίου 1975, το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Η Ολομέλεια της Αναθεωρητικής Βουλής το ψήφισε την 7η Ιουνίου 1975 και δημοσιεύθηκε με Π.Δ. στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, άρχισε δε να ισχύει από την 11η Ιουνίου 1975.

Μέσα σ’ ελάχιστους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση και υπό πρωτόγνωρες για τα πολιτικά μας δεδομένα συνθήκες συναίνεσης, άνοιξε ο δρόμος που οδήγησε στη θέσπιση του νέου, σύγχρονου, δημοκρατικού Συντάγματος του 1975.

Εκ των επιμέρους ρυθμίσεων του Συντάγματος του 1975 εκείνες οι οποίες –πέραν της αναμφισβητήτως μεγάλης σημασίας τους για την όλη δομή του– «αναδίδουν» εντόνως το θεσμικό και πολιτικό «πνεύμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι, ιδίως, οι εξής:

Πρώτον, οι ρυθμίσεις για τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με ουσιαστικό και όχι «διακοσμητικό» όμως ρόλο τού –μη εκτελεστικού βεβαίως– Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ρόλο, ο οποίος αναδεικνυόταν μέσα από τις ενισχυμένες αρμοδιότητες που του αναγνώριζε το αρχικό κείμενο του Συντάγματος του 1975 για να μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν’ αποτελεί, ως Ρυθμιστής του Πολιτεύματος, αποτελεσματικό παράγοντα εγγύησης της ομαλής λειτουργίας των θεσμών, κυρίως έναντι του επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας. Δηλαδή του πρωθυπουργού, έτσι ώστε ν’ αποφευχθεί το ενδεχόμενο σταδιακής διαμόρφωσης ενός οιονεί ανεξέλεγκτου, θεσμικώς και πολιτικώς, αμιγώς «πρωθυπουργοκεντρικού» πολιτικού συστήματος.

Δυστυχώς, η εν πολλοίς πρόχειρη και προσχηματική Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985-1986, υπό τις γνωστές πια πολιτικές συνθήκες της εποχής, στέρησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από αρκετές, χρήσιμες εν προκειμένω, αρμοδιότητες. Εκτοτε, τα χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικώς αμιγώς «πρωθυπουργοκεντρικού» συστήματος, στο πλαίσιο της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Κάτι το οποίο επέτεινε, δυστυχώς, η κατά το 2019 Αναθεώρηση του Συντάγματος, καθ’ ό μέτρο οδήγησε στη δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία. Καθιστώντας έτσι την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, με όλο το «θεσμικό βάρος» το οποίο αυτός «επωμίζεται» ως Ρυθμιστής του Πολιτεύματος, «έρμαιο» στις πολιτικές ή και αμιγώς κομματικές σκοπιμότητες μιας οιασδήποτε περιστασιακής πλειοψηφίας στη Βουλή.

Και, δεύτερον, οι ρυθμίσεις περί των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κυρίως δε των δικαιωμάτων εκείνων τα οποία συνδέονται μ’ ένα «στιβαρό» κοινωνικό κράτος Δικαίου, όπως άλλωστε επιτάσσει «επιγραμματικώς» π.χ. η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος.

Είναι οπωσδήποτε χαρακτηριστικό ότι όλες οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του Συντάγματος συνέτειναν στην περαιτέρω κανονιστική θωράκιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως ενόψει των προκλήσεων της διαρκώς και «πολυπρισματικώς» εξελισσόμενης τεχνολογίας εν μέσω μιας απροκάλυπτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».

Σημειωτέον ότι αν η εφαρμογή των περί των κοινωνικών δικαιωμάτων διατάξεων του Συντάγματος δεν έχει έως τώρα οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και επαρκώς αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους Δικαίου, τούτο δεν οφείλεται στις σχετικές ρυθμίσεις του Συντάγματος. Ολως αντιθέτως οφείλεται στο ότι, δυστυχώς, ούτε η Νομοθετική Εξουσία ούτε η Δικαστική Εξουσία –και προεχόντως το Συμβούλιο της Επικρατείας– διασφάλισαν εν τέλει την κατά το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος πιστή εφαρμογή των προμνημονευόμενων διατάξεών του περί των κοινωνικών δικαιωμάτων.

*O κ. Προκόπιος Παυλόπουλος είναι τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακαδημαϊκός, επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT