Η δικαίωση της αντιπαροχής

Τι είπαν οι πολεοδόμοι στον Στέφανο Μάνο στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Και τι λένε σήμερα για την Αθήνα

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Καλώς ή κακώς δεν είχαμε εκείνα τα πράγματα τα απαραίτητα που είχαν άλλα κράτη από τον περασμένο αιώνα, δεν τα είχαμε. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα αλλά κι ένα πλεονέκτημα. Πρέπει να γίνουμε ζωντανός οργανισμός. Δεν είχαμε την τύχη να έχουμε τις προϋποθέσεις που είχε η Αυστρία… αυτό έχει όμως κι ένα καλό. Ενα παρθένο υλικό πώς θα το χρησιμοποιήσεις;»

Απόσπασμα από συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκη «Η τέχνη αποκαλύπτεται, δεν επιβάλλεται»

Θα ξεκινήσω με ένα επεισόδιο στο οποίο είχα την τύχη να είμαι παρών ως νέος υπάλληλος του υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ: Αρχές της Μεταπολίτευσης (τέλη του ’70) ο υπουργός Στέφανος Μάνος προσκαλεί όλα (!) τα ελληνικά πολεοδομικά γραφεία, του Τρίτση συμπεριλαμβανομένου, και ζητάει να παρουσιάσουν δημοσίως προτάσεις για τη βελτίωση των ελληνικών πόλεων.

Ο Παναγής Ψωμόπουλος (γραφείο Δοξιάδη) κλέβει την παράσταση αμφισβητώντας ευθέως το νόημα μιας τέτοιας συνάντησης. Ξεκινάει με ένα ανέκδοτο: Ηλικιωμένος ζητάει συμβουλές σεξολόγου εκμυστηρευόμενος ότι δεν είχε ποτέ σεξουαλικές σχέσεις στη ζωή του. Στην ερώτηση του γιατρού, τι κάνατε μέχρι τώρα, απαντάει «αυτοϊκανοποίηση»! «Να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο! απαντάει ο σεξολόγος. Η αίθουσα δονείται από τα γέλια.

Οι Ελληνες πολεοδόμοι περιθωριοποιημένοι, σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, δεν πιστεύουν ότι ο Μάνος είναι ικανός να αλλάξει αυτόν τον μακροχρόνιο εθισμό.

Αυτή η ατάκα του Ψωμόπουλου, τον οποίο θαύμαζα ιδιαίτερα, αλλά και η γενική αποδοχή της από το ακροατήριο, με προβλημάτισε για χρόνια. Το γιατί οι Ελληνες πολεοδόμοι αισθάνονται έτσι; Την απάντηση την ανακάλυψα αργότερα, τη δεκαετία του ’80 στο Λονδίνο, όπου βρέθηκα για μεταπτυχιακά, και θα προσπαθήσω να τη μοιραστώ μαζί σας.

Σε αντίθεση με τους «στερημένους» Ελληνες μοντέρνους πολεοδόμους, οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους είχαν αναλάβει τόσο την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων μετά τον πόλεμο περιοχών, όσο και κυρίως το έργο της προσφοράς κατοικίας από το κράτος στα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.

Η κατοικία αντιμετωπίζεται σαν κοινωνική παροχή και όχι σαν εμπόρευμα. Μαζί με την παιδεία και την υγεία αποτελεί τον τρίτο πυλώνα του κοινωνικού κράτους. Από τη Μόσχα και το Βουκουρέστι μέχρι το Παρίσι και το Λονδίνο, η κοινωνική κατοικία αποτελεί κεντρικό πυλώνα. Εκεί εμφανίζεται πεδίον δόξης λαμπρόν για τους μοντέρνους Ευρωπαίους πολεοδόμους. Οχι όμως για τους δικούς μας! Στην Ελλάδα το κράτος περιορίζεται στα στοιχειώδη.

Τα προγράμματα εργατικής κατοικίας καταλαμβάνουν ένα απειροελάχιστο ποσοστό και το μοντέλο της αντιπαροχής κυριαρχεί παντού.

Με κίνδυνο να γίνω απλουστευτικός*, τα δύο μοντέλα ανάπτυξης βρίσκονται στον αντίποδα. Το μοντέρνο μοιάζει πιο «προαστιακό». Αποθεώνει το ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενο ελεύθερο κτίριο μέσα στο πράσινο (παράδειγμα τα προγράμματα εργατικής κατοικίας, η Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου) κ.λπ., προτείνει τον διαχωρισμό των λειτουργιών (zoning) κ.λπ.

Το μοντέλο της ελληνικής αντιπαροχής μοιάζει πιο «αστικό». Βασίζεται στο παραδοσιακό ιπποδάμειο σύστημα με μικρό οικοδομικό τετράγωνο και συνεχές σύστημα δόμησης, όπου κάθε μονάδα-πολυκατοικία διαφοροποιείται αισθητικά (δεν υπάρχει ίδια πολυκατοικία δίπλα δίπλα). Οι χρήσεις διαπλέκονται και συνυπάρχουν.

Οι μοντέρνοι πολεοδόμοι στη συντριπτική τους πλειονότητα απαξιώνουν την πόλη του οικοδομικού τετραγώνου και του δρόμου, θεωρώντας την ανίκανη να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις των μεγάλων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων. Το Παρίσι, εντός και εκτός των τειχών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δύο αντιδιαμετρικών σχεδιασμών για την πόλη.

Δικαίως λοιπόν ο Ψωμόπουλος εκφράζει την έντονη δυσφορία των Ελλήνων πολεοδόμων που δεν μπορούν να υλοποιήσουν τις ιδέες τους.

Ελα όμως που τέλη του ’70, ενώ οι Ελληνες πολεοδόμοι αισθάνονται «ευνουχισμένοι», οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους καλούνται να λογοδοτήσουν για την παταγώδη αποτυχία των νέων πολεοδομικών συγκροτημάτων που έχουν κατακλύσει τη Δυτική Ευρώπη (η Ανατολική κοιμάται τον ύπνο του δικαίου). Το όνειρο της μοντέρνας κοινωνικής πόλης γίνεται εφιάλτης. Η συντριπτική πλειονότητα των μεταπολεμικών κρατικών προγραμμάτων στη Δυτική Ευρώπη βανδαλίζεται και εγκαταλείπεται στην πρώτη ευκαιρία και, τελικά, δυναμιτίζεται!

Η πανωλεθρία της μοντέρνας πολεοδομίας έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη αρχιτεκτονικών μεταμοντέρνων κινημάτων. Τα προβλήματα αρχίζουν να εντοπίζονται από τα μέσα του ’60. Η κορύφωση των αντιδράσεων και η πλήρης ρήξη συντελούνται στα μέσα του ’80, με την ιστορική απόφαση της ανασυγκρότησης του Δυτικού Βερολίνου πάνω στα ίχνη του παλαιού οικοδομικού τετραγώνου.

Ο εφιάλτης της μοντέρνας πόλης, της πόλης της μοναξιάς και του κατακερματισμού της κοινωνικής συνοχής (δείτε τον σύγχρονο κινηματογράφο) δεν μπόρεσε να βρει πρόσφορο έδαφος στη χώρα μας. Δεν μπορώ εδώ να επεκταθώ στο γιατί.

Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, η Αθήνα από παράδειγμα προς αποφυγήν, όπου η ιδέα τουρίστα αποτελούσε ανέκδοτο, έρχεται να αντιμετωπίσει ορδές τουριστών και ερμπιενμπίδων και –άκουσον άκουσον!– αρχιτεκτονικό τουρισμό.

Μπορώ όμως να πω ότι η ελληνική πόλη απέφυγε έναν πραγματικό εφιάλτη και ότι η «αυτοϊκανοποίηση» των Ελλήνων πολεοδόμων, ιδιαίτερα εκείνων που πίστεψαν στις αρχές του μοντέρνου κινήματος και στην ανάγκη οργανωμένης δόμησης, ίσως ήταν για καλό, μια που η χούντα διέκοψε τη γόνιμη συζήτηση για την πολεοδομία και δεν δόθηκαν ο χώρος και ο χρόνος διαλόγου που θα επέτρεπαν μια πιο χωνεμένη και κριτική στάση ριζωμένη στην εντόπια εμπειρία. Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν κρίσιμες για την ανάπτυξη μιας πιο ώριμης κατανόησης της αρχιτεκτονικής της πόλης – ας θυμηθούμε την έκδοση του βιβλίου του Αλντο Ρόσι για την πόλη το 1966 και την έκδοση της Οικιστικής του Δοξιάδη το 1968.

Σε κάθε περίπτωση, η ασυμβατότητα υπήρξε αβυσσαλέα. Τα κοινωνικά προγράμματα εργατικής κατοικίας συρρικνώθηκαν και οι προσπάθειες κρατικών παρεμβάσεων τύπου ΔΕΠΟΣ κατέληξαν σε μαρασμό.

Οι ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν στον αντίποδα των αρχών της μοντέρνας πολεοδομίας, με μια καθαρά ελληνική πατέντα, αυτή της αντιπαροχής. Της πόλης δηλαδή του μικρού οικοδομικού τετραγώνου, με το κράτος να περιορίζεται στα στοιχειώδη. Ρυμοτομικοί όροι δόμησης.

Η καταγγελία Ψωμόπουλου είναι απόλυτα κατανοητή. Τα πράγματα στις ελληνικές πόλεις εξελίχθηκαν ερήμην των πολεοδόμων.

Το μοντέλο της αντιπαροχής κυριάρχησε, παρότι μισήθηκε από τους «καθ’ ύλην» αρμοδίους και καταγγέλθηκε μαζικά.

Εφτασε όμως το πλήρωμα του χρόνου και στα τέλη του ’80, στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Η ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής» (εκδόσεις Θεμέλιο), ο συγγραφέας, καθηγητής Θεωρίας Αρχιτεκτονικής του Κολούμπια, Κένεθ Φράμπτον, ξεσπαθώνει υπέρ της Αθήνας. Είχα αναλάβει την επιμέλεια του βιβλίου και δεν θα ξεχάσω την έκπληξή μου για μια – δυο παραγράφους για την Αθήνα, κόντρα στην επικρατούσα απαξίωσή της από ειδικούς και μέσα ενημέρωσης.

Ο συγγραφέας αναφέρεται για πρώτη φορά με εγκωμιαστικά λόγια για την Αθήνα και την κοινωνική ζωντάνια του δημοσίου χώρου της. Εχοντας ζήσει το Βατερλώ της μοντέρνας πολεοδομίας, βλέπει στην Αθήνα κάτι που δεν ήταν ορατό διά «μοντέρνου οφθαλμού»!

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, η Αθήνα, από παράδειγμα προς αποφυγήν, όπου η ιδέα τουρίστα αποτελούσε ανέκδοτο, έρχεται να αντιμετωπίσει ορδές τουριστών και ερμπιενμπίδων και –άκουσον άκουσον!– αρχιτεκτονικό τουρισμό.

Η Αθήνα αποτελεί ζωντανό θέμα αρχιτεκτονικού διαλόγου, η δε αντιπαροχή αποθεώνεται ως πρωτότυπος και ευρηματικός μηχανισμός οικιστικής ανάπτυξης διεθνώς (διδακτορική διατριβή στο Κολούμπια).

Και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να συζητήσω με τον φωτεινό και χαρισματικό Παναγιώτη Ψωμόπουλο αυτές τις εξελίξεις. Την ιδιόμορφη εξέλιξη της ελληνικής πόλης, της αντιπαροχής, που καλώς ή κακώς δεν είχε την ιστορία αλλά και τις προϋποθέσεις που είχαν άλλες αστικές ευρωπαϊκές αναπτύξεις. Να βλέπαμε τα μειονεκτήματα μιας απουσίας κεντρικού σχεδιασμού και ισχυρού κράτους, αλλά και τα πλεονεκτήματα μιας άναρχης ανάπτυξης που απέφυγε όμως πολεοδομικές τραγωδίες και κατάφερε να πετύχει από τους υψηλότερους δείκτες ιδιοκατοίκησης (πριν από την οικονομική κρίση). Να αφήσουμε τα στερεότυπα και τον καταγγελτικό λόγο.

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Τα πλεονεκτήματα μιας άναρχης ανάπτυξης που απέφυγε πολεοδομικές τραγωδίες και κατάφερε να πετύχει από τους υψηλότερους δείκτες ιδιοκατοίκησης (πριν από την κρίση)
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Την απουσία κεντρικού σχεδιασμού και ισχυρού κράτους.

Ας σκεφτούμε δημιουργικά με όρους που χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα και την πόλη. Αποφύγαμε τα χειρότερα και μπορούμε με «βελονιστικές» παρεμβάσεις να βελτιώσουμε την ποιότητα του δημοσίου χώρου. Ενός χώρου που παρά την εγκατάλειψή του εξακολουθεί να μας εκπλήσσει θετικά με την κοινωνική ζωντάνια και την ασφάλεια που μας προσφέρει. Στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν ξεκαθαρίσαμε τους λογαριασμούς μας με την ελληνική πόλη και την πατέντα της αντιπαροχής. Τώρα που οι θετικές φωνές πυκνώνουν, τώρα που η ίδια η πόλη έρχεται να διαψεύσει τους απαξιωτικούς ισχυρισμούς μας. Τώρα είναι η στιγμή να πάρουμε θετικές πρωτοβουλίες αναβάθμισής της. Βάζοντας στο παιχνίδι και την παράμετρο του Διαδικτύου που αλλάζει ριζικά τα δεδομένα γύρω από τον δημόσιο χώρο του μέλλοντός μας.

«Ολα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς, όλα μένουν ίδια άμα δεν τα πας»
Ορφέας Περίδης

Ο κ. Ανδρέας Κούρκουλας είναι αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ.

* Υπήρξαν βέβαια νησίδες πολεοδομικής σκέψης, γραφείου Κ. Δοξιάδη (πολεοδομική μελέτη του Ισλαμαμπάντ), αλλά και αργότερα, του καθηγητή Πολεοδομίας στο ΕΜΠ Δ. Φιλιππίδη, που σαφώς διαφοροποιούνται από το κυρίαρχο μοντερνιστικό δόγμα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT