Από την «Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά

Από την «Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά

Τα καλά βιβλία ξέρουν ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κρατάω σίγουρα τα καλά βιβλία. Ξέρουν αυτά ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις. Μένουν εκεί, λίγο ψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, αλλά πάντα εκεί, για να διαβαστούν ξανά και ξανά. Κρατάω σίγουρα και τα λιγότερο καλά. Είναι αναγκαίο ένα μέτρο σύγκρισης. Αν ο πήχυς είναι η Μαντά και η Δημουλίδου, τότε κατακλυζόμαστε από δυνάμει Νομπέλ. Κρατάω πάντα τα βιβλία και αφήνω τους συγγραφείς. Παραδόξως, συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους.

Πενήντα χρόνια μετά το 1974. Πόσο πολλή πεζογραφία. Διατρέχοντας νοερά τη θεματογραφία, κρατάω την απαγκίστρωση από την πολιτική και την Ιστορία. Προφανώς ουδέποτε θα εκλείψουν. Ακόμη και σημερινοί πρωτοεμφανιζόμενοι γράφουν για τον εμφύλιο, σαν να μην υπήρξε η «Ορθοκωστά» (1994) του Θανάση Βαλτινού ή το «Κιβώτιο» (1975) του Αρη Αλεξάνδρου (1922-1978). Κρατάω την απομάκρυνση από την πολιτική και την ιδεολογία, για να σταθώ στη σχέση που διερευνά η λογοτεχνία ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο, ανάμεσα στην καθημερινή κακοπάθεια και τις συλλογικές αναπηρίες. Απέραντη θεματική, άπειροι και οι τρόποι διερεύνησής της. Ξεχωρίζω τα πρώτα έργα της Μάρως Δούκα, όπως η «Πλωτή πόλη» (1983), οι «Λεύκες ασάλευτες» (1987) και η «Ουράνια μηχανική» (1999), αλλά αφήνω τα πρόσφατα μυθιστορήματά της με τη φωναχτή, στην ένταση μανιφέστου, στράτευσή τους. Αντιθέτως, ο Δημήτρης Νόλλας πέτυχε στα έργα του μια θαυμαστή σύζευξη του ιδιωτικού και του συλλογικού, μυθολογώντας μέσα από ένδον αδιέξοδα μια, τρόπον τινά, εξατομικευμένη πολιτική.

Κρατάω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη. Πιστεύω πως συνιστούν μια τριάδα κορυφαίων συγγραφέων, η οποία λάμπρυνε τη λογοτεχνία. Η μελοδραματική Καρυστιάνη, η ακαδημαϊκή Γαλανάκη και η μαγική Ζατέλη έδωσαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 τα εξοχότερα έργα τους. Κρατάω επίσης με πολλή αγάπη το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (1982), το «Μεξικό» (1988) και τη «Χοιροκάμηλο» (1992) της Ερσης Σωτηροπούλου, χωρίς όμως να αφήνω τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό πως οι άνδρες γράφουν καλύτερα από τις γυναίκες. Η λίστα, η δική μου προφανώς, με τα καλά βιβλία ανδρών συγγραφέων ολοένα μεγαλώνει, ενώ η αντίστοιχη λίστα βιβλίων γυναικών συγγραφέων μένει λίγο – πολύ στάσιμη.

Ας μιλήσουμε για τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τα βιβλία της με απωθούν με το εξυπνακίστικο ύφος τους και τον αφ’ υψηλού χλευασμό τους, αλλά δεν θα μπορούσα να μην κρατήσω το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» (1996), το «Αύριο, μια άλλη χώρα» (1997) και τον «Υπόγειο ουρανό» (1998). Αντιθέτως, όλα τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα με συγκινούν για τον άγριο ανορθολογισμό τους, τον ναρκοληπτικό τους λόγο, τις ερεβώδεις παραισθήσεις τους, όπως επίσης με γοητεύει η σκοτεινιά των μυθιστορημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή.

Μάλλον εξίσου με τη λογοτεχνία του εμφυλίου με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό. Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει. Επειδή, όμως, δεν θέλω να κατηγορηθώ για μισογυνισμό, θα περάσω στους άνδρες. Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), Θανάσης Βαλτινός, Αλέξης Πανσέληνος, Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), Παύλος Μάτεσις (1933-2013). Ο Κοτζιάς έφερε το άτομο στο κέντρο της μυθοπλασίας, αποσπώντας το από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, ακριβώς για να καταδείξει την άλυτη εξάρτησή του από δόλιους μηχανισμούς, που απεργάζονται τον εκμηδενισμό του. Από το άλλο μέρος, ο Βαλτινός σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με την ευτολμία της τεχνοτροπίας του, που δοκιμάζεται στους πιο απρόσμενους πειραματισμούς. Και εδώ η πολιτική παρεισδύει λοξά, μέσα από ιδιωτικές, δαιδαλώδεις και τυραννικές ατραπούς. Ο Βαλτινός γράφει Ιστορία και χωρίς πλοκή. Τα εμβληματικά «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (1989), λόγου χάριν, απαθανατίζουν αριστοτεχνικά τις μεταστροφές της ελληνικής κοινωνίας σε ένα μεγάλο χρονικό άνυσμα.

Σπουδαία έργα έδωσαν τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης ο Κουμανταρέας, ο Μάτεσις και ο Πανσέληνος. Αλησμόνητα η «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), η «Κυρία Κούλα» (1978), ο «Ωραίος Λοχαγός» (1982), η «Μητέρα του σκύλου» (1990) και ο «Παλαιός των ημερών» (1994), όπως και η «Μεγάλη πομπή» (1985) του Πανσέληνου. Ωστόσο, η όψιμη πεζογραφία τους δεν στάθηκε στο ύψος της παλαιότερης. Δύο συγγραφείς, τα βιβλία των οποίων εκτιμώ πολύ, είναι ο Νίκος Δαββέτας και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Από τον πρώτο κρατάω την «Εβραία νύφη» (2009), έναν περίτεχνο συγκερασμό Ιστορίας και υπαρξιακού τραύματος, ενώ από τον Γρηγοριάδη την ομήλικη «Δεύτερη γέννα» (2009), για τον καθηλωτικό σπαραγμό της. Από τα βιβλία των νεότερων πεζογράφων, άκρως αξιοπαρατήρητη θεωρώ την «Καινούργια μέρα» (2018) του Νίκου Χρυσού.

Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000), ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Σάκης Σερέφας, τρεις συγγραφείς εξαιρετικοί αλλά και εξαιρετικά διαφορετικοί μεταξύ τους, κατόρθωσαν μια μείζονα λογοτεχνική επίτευξη, έπλασαν τη δική τους γλώσσα. Μολονότι και οι τρεις στέκονται επέκεινα της πολιτικής, η Ιστορία πάντοτε υποφώσκει στα έργα τους. Δεσπόζουσα είναι η θέση του ατόμου, του ανίσχυρου εγώ, έκθετου σε έναν κόσμο παράλογο, τραγικό ή και ανείπωτα φαιδρό. Η σχεδόν απισχνασμένη από νόημα γλώσσα του Χειμωνά, ερμητική και επτασφράγιστη, ονειρική και μυθώδης, μετουσιώνει σε λογοτεχνία ένα άχρονο, αέναο ψυχόδραμα. Ο Δημητρίου αρδεύοντας τη γραφή του με το χοϊκό ήθος της γενέτειρας, εγκεντρίζει στο ηπειρωτικό ιδιόλεκτο εμμελείς, πανάρχαιους αναπαλμούς. Ο Σερέφας, από την άλλη, με τις φαρσικές του γλωσσοπλασίες συγκαλύπτει με ξεκαρδίσματα την τραγικότητα των αλλόκοσμων μυθοπλασιών του.

Γελοιογραφώντας

Από τη δεκαετία του ’80 θα άφηνα τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας, όπου θρασομανούν ο κυνισμός και ο μηδενισμός, γελοιογραφώντας μέχρις εσχάτων την κοινωνική παθογένεια. Απόγονος των γνωστών γελοιογράφων της περιόδου (Τατσόπουλος, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος) φαίνεται πως είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης. Μετά από μια εντυπωσιακή αρχή με τα μυθιστορήματα «Ο μηχανισμός της σύγχυσης» (1997), «Η πισίνα των αναμνήσεων» (1999) και «Η σκύλα και το κουτάβι» (2002), επέπεσε σε ένα βαρύ ατόπημα δημοσιεύοντας το σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα «Πινακοθήκη τεράτων» (2009). Του πήρε επτά χρόνια για να επανεμφανιστεί με τους συναρπαστικούς «Επόπτες» (2016). Ο συνομήλικός του Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι ένας πνευματώδης πεζογράφος, ο οποίος συναρμόζει στις μυθοπλασίες του λόγια γλώσσα με ραφινάτη φιλοσοφική σκέψη και ένα βλέμμα έντονα κριτικό. Από εκείνον κρατάω με αμείωτο θαυμασμό τη «Συνάντηση» (2002), τον «Βαθμό δυσκολίας» (2004) και την «Παραβολή» (2006). Από τον Χρήστο Χρυσόπουλο κρατάω το μοναδικό στυλ της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, την έξοχη σύμμειξη ρεαλισμού και μεταμοντερνισμού.

Από τη δεκαετία του ’90 αφήνω την ανεξέλεγκτη βιβλιοπαραγωγή, που συσκότιζε τη θέαση των αξιόλογων βιβλίων. Σίγουρα κρατάω τα βιβλία δύο πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων, τους «Τέσσερις τοίχους» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (2000) και «Των κεκοιμημένων» (1999) του Δημήτρη Μίγγα. Δυστυχώς κανένας από τους δύο δεν τήρησε τις υποσχέσεις της πρώτης του εμφάνισης. Κάνοντας ένα άλμα δύο δεκαετιών φτάνω σε δύο νεότατους πρωτοεμφανιζόμενους, που ελπίζω πως θα φανούν προσεκτικοί με τις υποσχέσεις τους. Πρόκειται για τους Αρη Αλεξανδρή και Χάρη Καλαϊτζίδη. Κοντά τους κρατάω τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και τον Γιάννη Νικολούδη. Και πάλι άνδρες. Αλλά τι να πω; Για τους ανεκδιήγητους τίτλους τής Αλεξάνδρας Κ* ή για τις «αλεπούδες» της Ρένας Λούνα, διάσημης εδώ και ένα μήνα εξαιτίας μιας (φεμινιστικής ασφαλώς) τυμβωρυχίας;

Κρίση της γραφής και όχι γραφή της κρίσης

Πηγαίνοντας στο 2010, το οποίο έχει οριστεί ως το τέλος της Μεταπολίτευσης, αφήνω σχεδόν όλα τα βιβλία της οικονομικής κρίσης. Στερημένα την απρόσκοπτη θέαση που διασφαλίζει η αποστασιοποίηση, τα βιβλία αυτά μοιάζουν με λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, η διηγηματογραφική συλλογή τού Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), μολονότι εγκιβωτίζει όλη την απόγνωση και τη μιζέρια της περιόδου, ανάγεται σε εκλεκτή λογοτεχνία χάρη στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της γλώσσας.

Θα άφηνα μετά χαράς το «Μπλε υγρό» (2017) της Βίβιαν Στεργίου. Με αφορμή τη Στεργίου, η οποία τόσο στα βιβλία της όσο και σε άρθρα της αρθρώνει έναν λόγο που όζει μεγαλαυχίας, θέλω να αφήσω μια και καλή (αν και δύσκολα ξεμπερδεύει κανείς μαζί τους) τους φωστήρες του Διαδικτύου, που φιλοσοφούν αμετροεπώς για καθετί μικρό και ελάχιστο. Η προκλητική κενολογία τους υποβιβάζει έως εξαφανίσεως όχι μόνο τη γλώσσα και τη σημασιολογική της λειτουργία, αλλά και τον κριτικό λόγο, που περιορίζεται σε χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Και εδώ επιστρέφω στα παλιά για να πω πόσο μου λείπει η ποιότητα της κριτικής στα έντυπα. Λείπει η Μάρη Θεοδοσοπούλου (1950-2016). Και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θα ήθελα ακόμη να διάβαζα συχνότερα τον υπέροχα λεπτουργημένο λόγο της Κατερίνας Σχινά. Η αναμφίλεκτα κρίσιμη παρουσία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά στην επικαιρική κριτική δεν αρκεί για να πληρωθεί το κενό στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Μένοντας στα έντυπα θέλω να πω ότι μου λείπει πολύ η «Νέα Εστία» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ κρατάω ως κόρην οφθαλμού τον Ηρακλή Παπαλέξη (1951-2003) και το «Διαβάζω» του, όπου είχε υποδεχθεί τόσες αναγνώσεις. Με τρυφερότητα κρατάω και την πολύτιμη συνεργασία μου με δύο σπάνιους ανθρώπους του βιβλίου, τον Γιώργο Κορδομενίδη και τον Γιώργο Χρονά.

ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την απαγκίστρωση από την πολιτική και την ιδεολογία.
ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Τις αντιπατριαρχικές τσιρίδες. Τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας. Την επιμόλυνση της λογοτεχνίας με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης.

Πάνω από όλα θέλω να κρατήσω το κύρος του βιβλίου. Δεν νομίζω ότι εξωραΐζω καταστάσεις λέγοντας πως πριν από δύο δεκαετίες και πιο πίσω το βιβλίο αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα από ό,τι στις μέρες μας. Τόσο από τους συγγραφείς όσο και από τους αναγνώστες. Πέρα από τη γλωσσική και στοχαστική ένδεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιμόλυναν τη λογοτεχνία και με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης. Κοντεύει ένα βιβλίο να ισοδυναμεί με σέλφι, με φίλτρο ασφαλώς.

Λοιπόν, τι κρατάω, τι αφήνω; Οσα μου άρεσαν και όσα δεν μου άρεσαν. Καμία ανθολόγηση δεν μπορεί να χωρέσει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες μιας πεντηκονταετίας. Φυσικά δεν είναι σωστό η κριτική να περιορίζεται στο γούστο, ούτε όμως αληθεύει πως υπάρχει αντικειμενική κριτική. Τα καλά βιβλία ξέρουν πάντα ποια είναι. Μένει να διαβαστούν.

Η κ. Λίνα Πανταλέων είναι κριτικός λογοτεχνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT