Μικρό λεξικό της 50ετίας

Η κατάργηση της κοινωνικής διγλωσσίας με τη δημοτική και η διαρκής αλλαγή στα μέσα έκφρασης

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η κοινωνική ιστορία της νεοελληνικής γλώσσας σημαδεύτηκε από δύο σημαντικά γεγονότα, την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους, το 1976, και του μονοτονικού συστήματος το 1982. Η κατάργηση της κοινωνικής διγλωσσίας (καθαρεύουσας/δημοτικής) που συντήρησε για πολλές δεκαετίες τις κοινωνικές ανισότητες και τη γλωσσική ανασφάλεια στον ελληνικό πληθυσμό, καθώς και ο μερικός επανεγγραφισμός που έκανε ευκολότερη την εκμάθηση της νεοελληνικής ορθογραφίας συμβαίνουν σε μια μεταμορφωτική περίοδο μετάβασης από τη δικτατορία και τη μετεμφυλιακή συνθήκη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, την ασφάλεια και την ελευθερία. Η νεοελληνική γλώσσα άλλαξε στην αρχή της Μεταπολίτευσης και συνέχισε να αλλάζει στα 50 χρόνια που μας χωρίζουν από την 23η Ιουλίου του 1974. Λέξεις που αποτύπωσαν τις κοινωνικές ανάγκες της μεταπολιτευτικής περιόδου στα πεδία της πολιτικής, της οικονομίας ή του πολιτισμού «χάθηκαν» ή περιθωριοποιήθηκαν, καθώς υποχώρησε η συχνότητα χρήσης τους, ενώ στην αρχική σημασία κάποιων λέξεων προστέθηκαν νέες σημασίες και άλλαξε η εννοιακή τους σκευή, δηλαδή οι συνδηλώσεις και υπόρρητες παραδοχές που συνδέονται με τη σημασιακή αναπαράσταση μιας λέξης.

Νύφες χωρίς προίκα

Την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης, ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος είχε ως προϋπόθεση τη διαδικασία της αποχουντοποίησης, δηλαδή την απομάκρυνση των συνεργατών της χούντας από τον κρατικό μηχανισμό, τον στρατό, την εκπαίδευση και τις δημόσιες υπηρεσίες. Το λόγιο ουσιαστικό αποχουντοποίηση και το παράγωγο ρήμα αποχουντοποιώ κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο, εκφράζοντας ένα βασικό αίτημα της περιόδου: το πρόθημα απο- δηλώνει την απομάκρυνση από τη χούντα και το β΄ συνθετικό -ποίηση την πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας. Σήμερα, οι λέξεις αποχουντοποίηση/ αποχουντοποιώ χρησιμοποιούνται σπανιότερα, κυρίως σε ιστορικά ή πολιτικά κείμενα που αφορούν την πρώιμη Μεταπολίτευση και συνήθως συνοδεύονται από επίθετα που αξιολογούν αρνητικά την επιτυχία της διαδικασίας, π.χ. ανάπηρη αποχουντοποίηση.

Το 2024, η λέξη χωροφύλακας χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τον αυταρχικό άνθρωπο που ελέγχει τους άλλους και επιβάλλει την τήρηση κανόνων (π.χ. παριστάνεις τον χωροφύλακα της ηθικής). Ωστόσο, στην αρχή της Μεταπολίτευσης ο χωροφύλακας ήταν ένα υπαρκτό και καθόλου αγαπητό πρόσωπο, υπεύθυνο για τη δημόσια τάξη στην ύπαιθρο και σε ορισμένες πόλεις. Η Ελληνική Χωροφυλακή συνδέθηκε με τις διώξεις πολιτών που δεν ανήκαν στη Δεξιά ή απέκλιναν από τη νόρμα και με το αίσθημα του κοινωνικού φόβου στην καθημερινότητα. Η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σήμανε το τέλος της τιμωρίας και της επιτήρησης των πολιτών (η Χωροφυλακή συγχωνεύθηκε με την Αστυνομία Πόλεων στην ΕΛ.ΑΣ. το 1984) αλλά η ανάμνηση του «φόβου του χωροφύλακα» επιβίωσε στο σύμπαν της συμβολικής αναπαράστασης.

Αντίστοιχη είναι η διαδρομή της λέξης προίκα. Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η προίκα χρησιμοποιούνταν ως νομικός όρος για να δηλώσει τα περιουσιακά στοιχεία που έπρεπε να προσφέρει η νύφη στον γαμπρό με τον γάμο. Ο θεσμός της προίκας, η επιτομή της γυναικείας υποτέλειας εντός της οικογένειας, καταργήθηκε το 1983 στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου, που προωθούσε την ισότητα των φύλων. Τα προικοσύμφωνα σκίστηκαν και σήμερα προίκα είναι η εμπειρία μας και ό,τι μας αποφέρει κέρδος ή όφελος.

Σοσιαλμανία και αναδόμηση

Πολύ πριν από τη μανία για τα σόσιαλ της Gen Z, η Μεταπολίτευση έζησε τη δική της σοσιαλμανία. Πρόκειται για νεολογισμό της εποχής, που αναφέρεται στις κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων «προβληματικών» ή κοινής ωφελείας, όπως η Ολυμπιακή Αεροπορία, διυλιστήρια, ναυπηγεία και αστικές συγκοινωνίες. Παρά την έντονη συζήτηση που προκάλεσαν τότε οι κρατικές παρεμβάσεις, η λέξη είχε τελικά βραχεία χρήση και δεν καταγράφεται σε λεξικά της κοινής νεοελληνικής.

Η αναδόμηση μπήκε στην ελληνική ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική για να δηλώσει την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο είναι συγκροτημένο κάτι. Αναδόμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ενός κτιρίου, σε οστά, χημικές ενώσεις και οικονομικά συστήματα. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου για να δηλώσει την αλλαγή πολιτικού προσωπικού, δηλαδή ως συνώνυμος του όρου ανασχηματισμός, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί επικοινωνιακά ο τότε πρωθυπουργός από την προηγούμενη κυβέρνηση. Οι αναδομήσεις ήταν συχνές και κατέληγαν σε μεγάλα κυβερνητικά σχήματα με διαρκή εναλλαγή προσώπων.

Με το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνδέθηκε και ο νεολογισμός πρασινοφρουρός. Πρόκειται για σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει το οργανωμένο μέλος του ΠΑΣΟΚ που προωθεί και διαφυλάσσει με φανατισμό τα συμφέροντα του κόμματος. Η σημασία του επεκτάθηκε για την αναφορά σε άτομα που δείχνουν υπέρμετρο ζήλο για την κοινωνική δικαιοσύνη, προσβλέποντας στην εύνοια της κομματικής ηγεσίας και στην κατάληψη μιας θέσης εξουσίας, ίσως μέσα από κάποια αναδόμηση.

Νεανικά ιδιώματα

Η γλώσσα των νέων της Μεταπολίτευσης είχε τα δικά της χαρακτηριστικά. Τα νεανικά ιδιώματα που χρησιμοποιούσαν άτομα στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία συνδέθηκαν με νεανικές υποκουλτούρες που αμφισβήτησαν τις κυρίαρχες πολιτισμικές νόρμες. Στη δεκαετία του 1970 υπήρχαν τα φρικιά με μακριά, αχτένιστα μαλλιά, σανδάλια, πουκαμίσες και χαϊμαλιά, που άκουγαν Ασιμο και Doors, και οι πάνκηδες/πάνκισσες, με σκισμένα τζιν, παραμάνες, σκουλαρίκια και μαλλί μοϊκάνα με προτίμηση στους Sex Pistols και Panx Romana. Στη δεκαετία του 1980, εμφανίστηκαν οι καρεκλάδες, με κυριλέ ντύσιμο που σύχναζαν στις ντισκοτέκ (ντισκόβιοι), και τα τσινάρια, λαϊκοί τύποι με μοντέρνο αλλά κακόγουστο ντύσιμο.

Οσον αφορά την αριστερή φοιτητική νεολαία της εποχής, η πολιτική της ταυτότητα εκφράστηκε μέσα από γλωσσικές επιλογές όπως πλέρια δημοκρατία (πλήρης δημοκρατία) και το πλάτεμα και στέριωμα του αγώνα (διεύρυνση και σταθεροποίηση του αγώνα). Αυτές οι επιλογές ευθυγραμμίζονταν με τη δημοτική, που είχε συνδεθεί ιδεολογικά με τον προοδευτισμό.

Οι νέοι/ες πειραματίζονταν γλωσσικά. Κάποιοι από τους νεωτερισμούς έχουν επιβιώσει στην καθομιλουμένη σήμερα, π.χ. κουφάθηκα/καράφλιασα (ένιωσα μεγάλη έκπληξη), τα πήρα στο κρανίο, ενώ άλλοι νεωτερισμοί υποχώρησαν, π.χ. γκάγκα/γκαγκάν (χαζό άτομο), κουλτουριάζομαι (παριστάνω τον/την κουλτουριάρη/α), τζιτζί/τζιτζιλόνι (για πρόσωπο ή πράγμα πολύ όμορφο), αντιλαβού; (κατάλαβες;), ζοχάδας (δύστροπος, άκεφος). Αυτό που σίγουρα άντεξε είναι ο ηθικός πανικός, τότε και σήμερα, για την υποτιθέμενη «φθορά» της ελληνικής λόγω της γλωσσικής δημιουργικότητας των νέων.

Ενας νέος τόπος κοινωνικοποίησης για τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου ήταν το ουφάδικο. Οπως δηλώνει το επίθημα -άδικο (κατά το φαγάδικο ή τρελάδικο), πρόκειται για κατάστημα σχετικό με αυτό που εκφράζει η λέξη ούφο, μόνο που στην περίπτωσή μας το κατάστημα δεν ήταν γεμάτο με ιπτάμενους δίσκους εξωγήινης προέλευσης αλλά με ηλεκτρονικά παιχνίδια (Super Mario, Bubble Bobble, Tetris), που μπορούσες να παίξεις αν έριχνες ένα κέρμα στο μηχάνημα ή, αλλιώς, την ταΐστρα, ελπίζοντας να μη σ’ το φάει.

Οχι πια «αχμάκηδες»

Στην αρχή της Μεταπολίτευσης, η ελληνική γλώσσα έμοιαζε περισσότερο με τις άλλες βαλκανικές γλώσσες. Για παράδειγμα, στην καθομιλουμένη (ειδικά στη βόρεια Ελλάδα και στην επαρχία όπου οι νεοελληνικές διάλεκτοι ήταν πιο ενεργές) χρησιμοποιούνταν δάνειες λέξεις από την τουρκική, όπως αχμάκης ή μπουνταλάς (αφελής, ανόητος), αρκαντάσης (σύντροφος, φίλος, συμπαραστάτης), μουσαφιραίοι (φιλοξενούμενοι), χαμπάρι ή χαμπέρι (είδηση, νέο), αναντάμ μπαμπαντάμ (για κάτι που συνεχίζεται από πολύ παλιά, από γενιά σε γενιά), γιοκ (έντονη άρνηση), μπαϊλντίζω/μπαϊλντισμένος (κουράζομαι πολύ/κουρασμένος). Ορισμένες από αυτές τις λέξεις επιβίωσαν στον προφορικό λόγο (π.χ. πάρ’ το χαμπάρι), ενώ άλλες τείνουν σχεδόν να εξαφανιστούν και δεν είναι κατανοητές πλέον από νεότερους/ες ομιλητές/τριες της ελληνικής. Η υποχώρηση δανείων βαλκανικής προέλευσης συμβαίνει ταυτόχρονα με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας, που εδραιώνεται το 1981 με την είσοδο της χώρας ως πλήρους μέλους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ενωση (ΕΟΚ, ένα αρκτικόλεξο της μεταπολιτευτικής περιόδου, που αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τα αρκτικόλεξα Ε.Ε. και ΟΝΕ) και τη μετακίνηση από τη βαλκανική περιφέρεια στο δυτικοευρωπαϊκό κέντρο. Ενδεχομένως, η υποχώρηση των τουρκισμών στην ελληνική να συνδέεται, μεταξύ άλλων, με ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας και ετερότητας, όπως αυτά συμπυκνώθηκαν στη φράση «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» του Κων. Καραμανλή το 1976.

Τέλος, η Μεταπολίτευση άφησε τη δική της παρακαταθήκη στο λεξιλόγιο της ελληνικής. Για παράδειγμα, μας κληροδότησε το νεολογισμό αυριανισμός που δηλώνει τον ακραίο λαϊκισμό και κιτρινισμό στη δημοσιογραφία. Η εφημερίδα «Αυριανή» των αδελφών Γιώργου και Μάκη Κουρή, που άρχισε να εκδίδεται το 1980, παρεξέκλινε από τη δημοσιογραφική δεοντολογία και αντικειμενικότητα με σκληρές επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα κόμματα και ορισμένα επώνυμα πρόσωπα. Το αφηρημένο ουσιαστικό αυριανισμός σχηματίστηκε από το όνομα Αυριανή και το επίθημα –ισμός, που δηλώνει άποψη πολιτική, οικονομική κ.λπ., ή τάση προς συγκεκριμένη συμπεριφορά (κατά το φασισμός, φανατισμός) για να περιγράψει τη σκανδαλολογία και τον αντιδιανοουμενισμό στον Τύπο. Αυτή η τάση επιβίωσε σε ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης και καθιερώθηκε ως πολιτική πρακτική. Η άνοδος της Ακροδεξιάς σήμερα και τα ρεκόρ πωλήσεων που σημείωνε η ημερήσια κυκλοφορία της «Αυριανής» τη δεκαετία του 1980 είναι κατά κάποιο τρόπο παράλληλοι βίοι.

Ισως όμως η πιο βαριά κληρονομιά που μας άφησε η Μεταπολίτευση να είναι το ίδιο το όνομά της, που ερμηνεύτηκε ως προτροπή για κοινωνική εξέλιξη, έγινε σημείο ιδεολογικής σύγκρουσης, δέχτηκε ποικίλες ανασηματοδοτήσεις και συχνά κατέληξε να λειτουργεί ως μια «μαγική λέξη» που σημαίνει ό,τι θέλει κάθε φορά το άτομο που τη χρησιμοποιεί.

*Η κ. Αγγελική Αλβανούδη είναι κοινωνιογλωσσολόγος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πηγές που αξιοποιήθηκαν: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Σώμα Νέων Ελληνικών Κειμένων, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα – Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ) – Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό, 2014, επιμ. Β. Βαμβακάς & Π. Παναγιωτόπουλος, εκδ. Επίκεντρο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT