Μεγάλες ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου κινδυνεύουν να βγουν εκτός αγοράς με τον νέο ευρωπαϊκό κανονισμό που αφορά τα όρια για αρωματικούς υδρογονάνθρακες παραφινελαίων και ο οποίος αναμένεται να εκδοθεί τον Σεπτέμβριο.
Ο ΣΕΒΙΤΕΛ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου) και η ΕΔΟΕ (Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελαιολάδου) ζητούν από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να ενημερώσει σχετικά τους παραγωγούς προκειμένου να σταματήσουν να εφαρμόζουν τακτικές που αυξάνουν την παρουσία αρωματικών υδρογονανθράκων στα ελαιόλαδα που παρασκευάζονται.
«Εφόσον ένα έξτρα παρθένο ελαιόλαδο βρεθεί να έχει τις συγκεκριμένες ουσίες θα θεωρείται πλέον μη βρώσιμο», τονίζει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ. Οπως προσθέτει, αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός δεν θα έχει στα χέρια απλώς ένα «ελαττωματικό ελαιόλαδο», αλλά ενώ θα περίμενε να πάρει 8 ευρώ το λίτρο (για παράδειγμα) θα αναγκαστεί να πουλήσει το λάδι του για βιοντίζελ με 0,80 ευρώ το λίτρο.
Ο νέος κανονισμός σχεδιάζεται να δημοσιοποιηθεί τον Σεπτέμβριο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εχει συσταθεί ομάδα εργασίας στην οποία συμμετέχουν η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ρουμανία που ζητούν να δοθεί παράταση έως το 2028 για την εφαρμογή του κανονισμού, ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα καταφέρουν την αναβολή της εφαρμογής του. Μάλιστα η συγκεκριμένη νομοθεσία εκτός από το ελαιόλαδο θα αφορά και όλα τα έλαια όπως τα σπορέλαια, αλλά και άλλες λιπαρές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή.
Η παρουσία αρωματικών υδρογονανθράκων στα ελαιόλαδα οφείλεται στις πρακτικές ελαιοσυγκομιδής που εφαρμόζονται κυρίως στη νότια Πελοπόννησο, όπου για λόγους οικονομίας την εποχή της ελαιοσυγκομιδής πραγματοποιείται ταυτόχρονα και κλάδεμα των δέντρων. Το κλάδεμα γίνεται με αλυσοπρίονα τα οποία λιπαίνονται για να λειτουργούν καλύτερα με αποτέλεσμα τα υπολείμματα του λιπαντικού να περνούν στον καρπό και στη συνέχεια στο ελαιόλαδο που παράγεται. Επίσης, πολλές φορές τα γιούτινα σακιά στα οποία μπαίνει ο ελαιόκαρπος κατά τη συγκομιδή για να μεταφερθεί στο ελαιοτριβείο, έχουν εμποτιστεί με χημικό υλικό ώστε να γίνονται πιο σκληρά και αδιάβροχα, το οποίο υλικό επίσης μεταφέρεται στον καρπό.
«Δεν είναι δυνατόν να προβάλλουμε το ελληνικό ελαιόλαδο ως ένα φυσικό φρουτοχυμό και την ίδια στιγμή να περιέχει –έστω και σε μικρή ποσότητα– ξένες χημικές ουσίες», επισημαίνει ο κ. Οικονόμου. Για το συγκεκριμένο θέμα οι φορείς θεωρούν επιβεβλημένη την ανάγκη άμεσης συνεργασίας του ΥΠΑΑΤ με τον ΕΦΕΤ και το ΓΧΚ (Γενικό Χημείο του Κράτους), για την ενιαία παρακολούθηση του θέματος, παράλληλα με την εκπροσώπηση μέσω της ΜΕΑ Βρυξελλών (Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας) και τη δημιουργία κοινού μετώπου με τις λοιπές ελαιοπαραγωγικές χώρες για την ανάγκη επιπλέον μελετών και την ορθολογικοποίηση των προς θέσπιση ορίων.
Οι δύο φορείς ζητούν επίσης από τον νέο υπουργό να κάνει επιτέλους πράξη τη νομοθεσία που αφορά τη διακίνηση του ελαιολάδου. Με ετήσια παραγωγή περίπου 200.000 τόνων ελαιολάδου, στην Ελλάδα διακινούνται μόνο 30.000 τόνοι συσκευασμένο ελαιόλαδο, ενώ περίπου 70.000 τόνοι εξακολουθούν να πωλούνται χύμα και ανώνυμα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΣΕΒΙΤΕΛ. «Υπάρχει η δυνατότητα να εγκατασταθεί άμεσα ένα σύστημα ιχνηλασιμότητας από το λιοτρίβι σε όλα τα στάδια παραγωγής και διακίνησης του ελαιολάδου έως τη λιανική πώληση μέσω της ΑΑΔΕ. Σχετική πλατφόρμα έχει ήδη αναπτυχθεί από την ΕΔΟΕ, παρέχεται δωρεάν και έχει παρουσιαστεί στην ΑΑΔΕ, η οποία έχει σαφώς τοποθετηθεί υπέρ της, ωστόσο για άγνωστους σε εμάς λόγους, η υιοθέτηση και εφαρμογή της έχει παγώσει», τονίζει ο κ. Οικονόμου.