Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα
μετρώντας-ξανά-το-θαύμα-και-το-τραύμα-563158921

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα

Αξιζαν τελικά τον κόπο οι Αγώνες; Ηταν υποθήκη ή προίκα για την εθνική οικονομία και την πρωτεύουσα; Τα πρόσωπα των Αγώνων της Αθήνας κάνουν τον δικό τους απολογισμό

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Το 1990 γίνεται επιτυχία ένα τρυφερό τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου με τίτλο «Κοίτα μια νύχτα» σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους Λίνας Νικολακοπούλου. Στην τελευταία στροφή το ρεφρέν αλλάζει αναπάντεχα κι αντί για το «μάτια μου η Ελλάδα / το λέει για φιλενάδα / μου το είπαν κι οι θεοί της / τους είχε δωδεκάδα», ακούμε: «Μάτια μου η Ελλάδα / το λέει για φιλενάδα / και μέσ’ στην παρακμή της / χτυπάει και Ολυμπιάδα». Η Νικολακοπούλου αναφέρεται στη διεκδίκηση των Αγώνων του 1996 (με αφορμή την εκατονταετηρίδα της σύγχρονης εκδοχής τους), «εθνικό στοίχημα» που θα χάσουμε από την Ατλάντα λίγους μήνες μετά.

Ομως ένας συνδυασμός πληγωμένου εθνικού εγωισμού μάς οδήγησε σχεδόν σαν υπνωτισμένους να υποβάλουμε εκ νέου υποψηφιότητα. Κι όταν έφτασε η 5η Σεπτεμβρίου του 1997 για να επιλεγεί η πόλη που θα διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, το κλίμα στην Αθήνα δεν ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που απηχούσαν οι στίχοι της Νικολακοπούλου. Η εικόνα των πανηγυρισμών από το Ζάππειο, όταν ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ ψέλλισε τη λέξη «Athens», ήταν οριακά κωμική· μια χούφτα ανθρώπων χοροπηδούσαν μπροστά από το Μέγαρο του Θεόφιλου Χάνσεν.

Εχουν περάσει σχεδόν 27 χρόνια από εκείνη την ημέρα και ο πειρασμός είναι μεγάλος. Αν είχαμε τη δυνατότητα να πατήσουμε το κουμπί του χρόνου και να επιστρέψουμε στο 1997 θα ευχόμασταν μια διαφορετική εξέλιξη στο ντέρμπι Αθήνας – Ρώμης, που κατέληξε σε ελληνικό θρίαμβο; Το ίδιο ερώτημα την επόμενη μέρα της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 θα ακουγόταν τουλάχιστον ως ασεβές. Η χώρα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και πρωτοφανούς εθνικής αυτοπεποίθησης. Αλλά σήμερα, το ίδιο ακριβώς ερώτημα μοιάζει να βγάζει νόημα. Κάναμε καλά και μπήκαμε σε αυτήν την περιπέτεια; Μήπως δοκιμάσαμε ένα κοστούμι μεγαλύτερο από τα μέτρα μας; Ισχύει η πολύ διαδεδομένη αντίληψη ότι εκείνα τα χρόνια μπήκαν οι βάσεις της χρεοκοπίας και του μνημονιακού ζυγού;

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα-1

Η διάψευση

Αν και για τον Στάθη Καλύβα η απάντηση μοιάζει αυτονόητη, πιστεύει πως το γεγονός ότι κάνουμε αυτή τη συζήτηση δεν οφείλεται τόσο στους ίδιους τους Αγώνες όσο στη διάψευση των προσδοκιών που αυτοί καλλιέργησαν. «Σήμερα αξιολογούμε τους Αγώνες έχοντας γνώση της κακής διαχείρισης της κληρονομιάς τους», λέει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας έδωσαν την αίσθηση ότι έχουμε αλλάξει κατηγορία ως χώρα. Και είναι ακριβώς η διάψευση αυτής της αίσθησης που επηρέασε τη ματιά μας πάνω στους ίδιους τους Αγώνες και οδήγησε σε εντελώς άστοχους συσχετισμούς, όπως τη σύνδεση των Ολυμπιακών με την οικονομική κρίση, για παράδειγμα. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, είχαμε, δηλαδή, διαχειριστεί πολύ καλύτερα την εμπειρία εκείνης της πολύ πυκνής περιόδου και κυρίως σε πρακτικό επίπεδο τις ίδιες τις εγκαταστάσεις των Αγώνων, σήμερα θα ερμηνεύαμε πολύ διαφορετικά την ολυμπιακή παρακαταθήκη. Το αποτέλεσμα ήταν να συμβεί μέσα μας ένα είδος ψυχολογικής μετατόπισης: η απογοήτευση για την ψευδαίσθηση ότι γίναμε καλύτεροι έγινε απογοήτευση για τους ίδιους τους Αγώνες. Είναι σαν το τραύμα της διάψευσης να χρωμάτισε το σύνολο της εμπειρίας».

Για τον Κώστα Καρτάλη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην γενικό γραμματέα Ολυμπιακών Αγώνων στο υπουργείο Πολιτισμού, το κρίσιμο διάστημα 2000-2004, η διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν μονόδρομος. Η άποψή του είναι ότι είχε έρθει η ώρα ώστε η Ελλάδα να επανέλθει στο προσκήνιο του Ολυμπιακού Κινήματος και να συμβάλει στον περιορισμό της «καλπάζουσας» (όπως αποδείχθηκε με τους Αγώνες της Ατλάντας το 1996) εμπορευματοποίησής τους. «Ανεξαρτήτως όλων αυτών, η Αθήνα (και η Ελλάδα) χρειαζόταν μια ηχηρή παρουσία στο διεθνές γίγνεσθαι, η πόλη είχε την ανάγκη της αίγλης ενός μητροπολιτικού κέντρου διεθνούς εμβέλειας, οι αστικές υποδομές ήταν γερασμένες και κατά συνέπεια οι Αγώνες δημιουργούσαν τη δυναμική για την αναβάθμισή τους, αλλά και η κοινή γνώμη ήταν θετική, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία. Οπως και να προσέγγιζες το θέμα, η διεκδίκηση είχε λογική και το timing ήταν το σωστό».

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα-2

Η «ενηλικίωση»

Μπορεί η χώρα τελικά να μην ανέβηκε κατηγορία (τουλάχιστον μακροπρόθεσμα) αλλά η Αθήνα σίγουρα το έκανε. Σκεφτείτε την πόλη χωρίς το μετρό, τις επεκτάσεις του, το νέο αεροδρόμιο, την Αττική Οδό, το τραμ, τον προαστιακό σιδηρόδρομο, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Δεν ήταν όλα έργα που έγιναν για τους Ολυμπιακούς αλλά «έτρεξαν» και ολοκληρώθηκαν εγκαίρως χάρη σε αυτούς. Στην κληρονομιά των υποδομών στέκεται και ο πρόεδρος του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, Γιάννης Αίσωπος.

«Για την πόλη της Αθήνας, οι Αγώνες του 2004 συγκροτούν τη στιγμή της “ενηλικίωσής” της», μας λέει. «Από τη συνεχή μεταπολεμική εκ των έσω εξάπλωσή της μέσω της αναπαραγωγής της μικρομεσαίας “αστικής μονάδας” της πολυκατοικίας περάσαμε στην “εναπόθεση” στο σώμα της υποδομών πολύ μεγάλης κλίμακας, στοιχείων της ομοιογενούς διεθνούς πολεοδομίας: αυτοκινητόδρομοι, δίκτυα μετρό και τραμ συνδεδεμένα με ένα γενικής αρχιτεκτονικής αεροδρόμιο. Μαζί με τα αθλητικά έργα, τα έργα αυτά αποτέλεσαν τμήματα ενός πολύ φιλόδοξου “πακέτου” εκμοντερνισμού της Αθήνας. Την ίδια στιγμή, υλοποιήθηκαν σημαντικές αναπλάσεις δημοσίων χωρών, αποκαταστάσεις αστικών μετώπων και ξενοδοχείων και η κατασκευή κτιρίων πολιτισμού. Ολα αυτά, απλωμένα στην Αττική, μετασχημάτισαν την εικόνα της Αθήνας σε μια παγκόσμια μητρόπολη και ενίσχυσαν την αναγνωσιμότητα και την ελκυστικότητά της, βάζοντας τις βάσεις για τη μετέπειτα μετατροπή της σε σημαντικό τουριστικό προορισμό».

Στο ερώτημα αν η Ελλάδα ορθώς διεκδίκησε και οργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, θα απαντούσε με βεβαιότητα πως ναι. Αλλά: «Η αχίλλειος πτέρνα του ολυμπιακού εγχειρήματος υπήρξε αναμφίβολα το αρχιτεκτονικά μη ποιοτικό κτιριακό απόθεμα που παράχθηκε (με εξαίρεση τα έργα Καλατράβα) και, πάνω από όλα, η απουσία πρόνοιας για το “μετά”».

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα-3

Ο Κώστας Καρτάλης δεν ακούγεται το ίδιο βέβαιος. «Στο μεταφυσικό ερώτημα ποια θα ήταν η απόφαση ως προς τη διεκδίκηση αν γνωρίζαμε τη μετέπειτα αδυναμία του κράτους να αξιοποιήσει αθλητικές και άλλες υποδομές κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο, ίσως, ναι, μπορεί να ήταν διαφορετική από αυτή που πήραμε το 1996».

Ο «ανέντιμος μύθος»

Κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής προετοιμασίας ο βαθμός κοινωνικής συναίνεσης για το εγχείρημα ήταν πρωτοφανής, κοντά στην περιοχή του 80% (VPRC, 2001-2003). Οσο απομακρυνόμαστε, όμως, χρονικά από τη διεξαγωγή των Αγώνων και πλησιάζουμε στην πρώτη «στρογγυλή» επέτειο (στα δέκα χρόνια το 2014) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η κοινή γνώμη έχει μεταβάλει άποψη. Καθώς βρισκόμαστε πια και με τα δύο πόδια στην οικονομική κρίση εμφανίζονται διαδικτυακές δημοσκοπήσεις στις οποίες φαίνεται ότι σχεδόν τρεις στους τέσσερις πολίτες χρεώνουν στους Αγώνες μερίδιο της δημοσιονομικής εκτροπής.

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα-4

«Πρόκειται για έναν απολύτως ανέντιμο μύθο», λέει στην «Κ» ο νυν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος προσθέτει ότι ήταν ο πρώτος υπουργός που υπερασπίστηκε τους Αγώνες μέσα στη Βουλή, τον Ιανουάριο του 2013, όταν στην κορύφωση του αντιμνημονιακού πυρετού είχε απαντήσει με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών σε επίκαιρη ερώτηση του τότε βουλευτή της ΔΗΜΑΡ, καθηγητή Γιάννη Πανούση για το κόστος της διοργάνωσης. «Είχα κάνει εκείνη τη μέρα μια εκτενέστατη ανάλυση βασιζόμενος σε στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που κατεδάφιζαν πλήρως την προπαγάνδα περί δημοσιονομικής εκτροπής στη διάρκεια της ολυμπιακής προετοιμασίας». Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε δώσει τότε στη δημοσιότητα ο Γιάννης Στουρνάρας, το συνολικό ακαθάριστο κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ανήλθε στα 8,5 δισ., συμπεριλαμβανομένων τόσο των δαπανών που καλύφθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο (τακτικός προϋπολογισμός και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), όσο και των δαπανών της Οργανωτικής Επιτροπής «Αθήνα 2004». Από αυτό το ποσό, σημείωνε ο κ. Στουρνάρας, περίπου 2 δισ. ευρώ καλύφθηκαν από είσπραξη εισιτηρίων, χορηγούς, τηλεοπτικά δικαιώματα κ.λπ. Και από τα υπόλοιπα 6,5 δισ. ευρώ, ποσό 2 δισ. ευρώ δαπανήθηκε για την ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων και για την αναβάθμιση των νοσοκομείων. Κατά συνέπεια, το καθαρό κόστος των Αγώνων ήταν 4,5 δισ. ευρώ, όπου συμπεριλαμβάνονται και παρεμφερή δημόσια έργα, προς όφελος της κοινωνίας.

«Οι Αγώνες όχι μόνο δεν μας κατέστρεψαν οικονομικά, αλλά, αν δεν υπήρχε η πίεση του 2004, έργα υποδομής που σήμερα τα θεωρούμε αυτονόητα απλά δεν θα είχαν γίνει. Ηταν η μεγαλύτερη δυνατή προβολή της ικανότητας του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας να φέρει σε πέρας ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο. Επιπλέον, δούλεψαν όλοι οι πολλαπλασιαστές των δημόσιων επενδύσεων και όπως είχαν γράψει οι Financial Times, φτιάξαμε σε 4 χρόνια υποδομές που αντιστοιχούσαν σε 25».

Μετρώντας ξανά το θαύμα και το τραύμα-5
Είκοσι χρόνια μετά τους Αγώνες η λάμψη των πυροτεχνημάτων έχει σβήσει οριστικά πάνω από το ΟΑΚΑ. Αλλωστε, η ολυμπιακή αίγλη είχε δώσει τη θέση της στην περισυλλογή, πολύ πριν το εμβληματικό στέγαστρο Καλατράβα μείνει «γυμνό», χωρίς τα πολυκαρμπονικά πάνελ, τα οποία αφαιρέθηκαν αφού κρίθηκε ότι έπρεπε να αντικατασταθούν λόγω φθοράς. Φωτ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ

Η εγκατάλειψη

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Βέττας μας θυμίζει ότι πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών δημοσίευσε αναλυτική μελέτη για το αποτύπωμα που άφησαν στην ελληνική οικονομία. «Το κόστος και η δημοσιονομική επίδραση επηρεάζονται από το μοντέλο που υιοθέτησε κάθε πόλη. Οι Αγώνες της Αθήνας κινήθηκαν περισσότερο προς την κατεύθυνση της Βαρκελώνης και του Σίδνεϊ, παρά της Ατλάντας ή του Λονδίνου, δηλαδή έγιναν σημαντικές επενδύσεις σε μόνιμες εγκαταστάσεις, με σκοπό την επίτευξη μονιμότερου οφέλους για τους κατοίκους και μελλοντικούς επισκέπτες».

Οσο για τον προσδιορισμό του ακαθάριστου κόστους, που η έκθεση υπολόγισε στα 8,5 δισ. ευρώ, επηρεάζεται σημαντικά και από την ταξινόμηση ενός έργου ως «ολυμπιακού», επισημαίνει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ. «Σε κάθε περίπτωση μακροοικονομικά εκτιμήθηκε ότι οι Αγώνες είχαν αισθητά θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση, από το 2000 έως το 2013. Αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το 2004 το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44.000 θέσεις εργασίας. Μετά το 2004, η επίδραση των παραγόντων ζήτησης υποχώρησε σταδιακά, ωστόσο οι παράγοντες προσφοράς επέκτειναν τις θετικές επιδράσεις στην οικονομία μεσοπρόθεσμα. Η εγκατάλειψη πολλών εγκαταστάσεων απομείωσε το ΑΕΠ κατά περίπου 0,20 εκατοστιαίες μονάδες και το όφελος από την αξιοποίηση της ολυμπιακής κληρονομιάς περιορίστηκε από την απαξίωση σημαντικών έργων», συμπληρώνει ο κ. Νίκος Βέττας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT