Φαντασμαγορία ή προπαγάνδα;

Κατακλυσμός εικόνων, ποπ και κλασικές αναφορές, ηθελημένο κιτς και σαρκασμός. Η τελετή έναρξης των Αγώνων στο Παρίσι δεν προκάλεσε μόνο καλλιτεχνικές κριτικές, αλλά και ιερά οργή. Τι μένει από το σόου, που είχε ως σκηνή τη γαλλική πρωτεύουσα; Και πόσο δόκιμες είναι οι συγκρίσεις με την τελετή της Αθήνας;

15' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Mια ιστορία ανοιχτή σε ό,τι την παρασέρνει

Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη 

Δεν θα είχε πολύ άδικο όποιος έλεγε ότι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού ήταν μια αντι-«ολυμπιακή» τελετή. Μια τομή στη μακρά Ιστορία αυτού του μαζικού πολιτισμικού προϊόντος που, όσο κι αν αποτελεί μέρος της «κοινωνίας του θεάματος», δεν παύει να συμπυκνώνει το πνεύμα της εποχής. Κι αν κάτι σκανδάλισε, ήταν ότι υπονόμευσε υποδειγματικά μερικούς κοινούς τόπους της επινοημένης παράδοσης των Ολυμπιακών Αγώνων, τοποθετώντας το οικουμενικό στοιχείο του ολυμπισμού σε ένα πλαίσιο απολύτως σημερινό και χειραφετητικό.

Δεν είναι μόνο ότι ο σκηνοθέτης Τομά Ζολί έβγαλε για πρώτη φορά την τελετή από το βολικό τηλεοπτικό κάδρο του σταδίου για να κάνει καμβά του την πόλη ολόκληρη –και τι πόλη!– με σάρκα και οστά. Είναι και ότι, παίρνοντας τη σκυτάλη από την τελετή του Λονδίνου το 2012, έφτιαξε ένα παστίς εικόνων και ιδεών που είχε χιούμορ, οξυδέρκεια και αφορούσε πραγματικούς ανθρώπους, με τις πολλαπλές και αντιφατικές τους ταυτότητες.

Ας ανακαλέσουμε ορισμένες εικόνες από αυτό το θαυμάσιο καλειδοσκόπιο. Το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας να τραγουδά το τραγούδι των Αβράκωτων και αμέσως μετά το οικολογικά υποψιασμένο προγκρέσιβ μέταλ των Gojira, στην κατακόκκινη Κονσιερζερί, και όλο αυτό μπροστά στα κάπως έκπληκτα –μπορούμε να υποθέσουμε– μάτια των γαλαζοαίματων της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.

Τα φύρδην-μίγδην διονυσιακά σώματα σε όλα τα μεγέθη και τα χρώματα, πάνω στην πασαρέλα της γέφυρας του Σηκουάνα, σε αντιδιαστολή με τη λατρεία του γυμνασμένου λευκού σώματος της Λένι Ρίφενσταλ στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936. Δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο απόσπασμα σόκαρε περισσότερο, είτε επειδή υποτίθεται ότι διακωμωδούσε τον Μυστικό Δείπνο (όπως διακίνησε η γαλλική Ακροδεξιά) είτε επειδή θεωρήθηκε ότι επιβάλλει τη «woke κουλτούρα». Στην πραγματικότητα σόκαρε επειδή εξύμνησε τους κανονικούς ανθρώπους, στους αντίποδες της απάνθρωπης επιταγής του κλασικού ολυμπισμού: Citius altius fortius.

Ακόμη, η Αγιά Νακαμουρά να τραγουδά πάνω στο χρυσό χαλί, κόρη μεταναστών από το Μάλι, άλλοτε γαλλική αποικία, που τη σιχαίνονται οι ρατσιστές για την υβριδική σλανγκ της («μιλάει μια ξένη γλώσσα», έλεγε ο ακροδεξιός Ερίκ Ζεμούρ) και για το χρώμα της. Οι τρεις νέοι που ερωτοτροπούν μέσα σε μια βιβλιοθήκη στήνοντας ένα menage à trois. Οι μεγάλοι αθλητές: ο Γάλλος αλγερινής καταγωγής Ζινεντίν Ζιντάν, ο Ισπανός Ραφαέλ Ναδάλ που έχει κατακτήσει 14 φορές το «παριζιάνικο» Ρολάν Γκαρός, η Ρουμάνα Νάντια Κομανέτσι – δίπλα στους ανώνυμους μάστορες της Παναγίας των Παρισίων.

Υβριδισμός και συμπερίληψη, δύο έννοιες πίσω από τη γιορτή που θέλησαν να στήσουν οι εμπνευστές της ως ένα «μανιφέστο κατά του φόβου». Πόσο τολμηρό φαντάζει, και είναι, κάτι τέτοιο σε μια πολιτική συγκυρία όπου λίγο έλειψε η τελετή να γίνει υπό τη σκιά ενός ακροδεξιού πρωθυπουργού.

Ακούστηκε όμως και η κριτική ότι όλα αυτά τα «προχώ» και τα «woke» αφορούν μια μικρή προοδευτική ελίτ, τη στιγμή που απομακρύνουν ακόμη περισσότερο ψυχικά τους απλούς ανθρώπους, εκείνους που λίγο λίγο τους κερδίζει ο λεπενισμός. Δεν δικαιούται κανείς να σνομπάρει αυτό το επιχείρημα. Δικαιούται όμως να διαφωνεί.

Oχι μόνο επειδή η τελετή αυτή έβαλε τη διάσταση της ιστορίας από τα κάτω· της ιστορίας των κανονικών ανθρώπων, με σάρκα και οστά, όπως το Παρίσι. Αλλά και επειδή αμφισβήτησε στην πράξη την «υποχρέωση» της διοργανώτριας χώρας να προβάλει έναν συνεκτικό μύθο εθνικής συνέχειας, αν όχι εθνικού μεγαλείου. Πειρασμός τον οποίο δεν απέφυγε ούτε η αισθητικά άψογη τελετή της Αθήνας του 2004.

Σε αυτό συνέβαλε ο ιστορικός Πατρίκ Μπουσερόν, στο πλάι του Τομά Ζολί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο «Παγκόσμια Ιστορία της Γαλλίας» (Histoire mondiale de la France, Seuil, 2017), που προκάλεσε την οργή της Ακροδεξιάς, καθώς αμφισβητούσε πειστικά την αντίληψη ότι η Ιστορία της Γαλλίας είναι μια αποκλειστικά γαλλική υπόθεση. Να κάτι που έρχεται σε ρήξη με τον «κλασικισμό» της παράδοσης των Ολυμπιακών Αγώνων και ταυτόχρονα διασώζει αυτό που πραγματικά έχει αξία: τον οικουμενισμό. Την ιδέα δηλαδή ότι η ανθρωπότητα, όπως η γαλλικότητα, η ελληνικότητα, η βρετανικότητα, δεν είναι μια κλειστή και μια για πάντα καθορισμένη ταυτότητα, αλλά κάτι το ανοιχτό, που μετασχηματίζεται και ανανεώνεται στον βαθμό που έρχεται σε επαφή με το Αλλο, με ό,τι δεν της μοιάζει.

Οπως εξάλλου έγραφε θαυμάσια ο Πατρίκ Μπουσερόν στον εναρκτήριο λόγο του στο Κολέγιο της Γαλλίας (Τι μπορεί να κάνει η Ιστορία, Πόλις, 2017): «Οφείλουμε να διεκδικούμε μια Ιστορία χωρίς τελειωμό, καθότι μονίμως ανοιχτή σε ό,τι την ξεπερνά και σε ό,τι την παρασέρνει, μια Ιστορία χωρίς τελικό σκοπό. Μια Ιστορία που θα μπορούσαμε να τη διασχίσουμε απ’ άκρη σ’ άκρη, ελεύθερα, πρόσχαρα, να επισκεφθούμε όλες τις πιθανές μεριές της, να την ποθήσουμε σαν ένα σώμα που παραδίνεται στα χάδια, για να παραμένει έτσι, ναι, πάντοτε εν κινήσει».

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, συγγραφέας.

Η επιβολή των μειονοτήτων

Του Θεόδωρου Κοντίδη 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν ανήκουν σε κανέναν αποκλειστικά. Μια χώρα, μια πόλη τους φιλοξενεί, τους οργανώνει και καλεί τους αθλητές, αλλά και τις χώρες από όπου προέρχονται σε μια αθλητική εκδήλωση άμιλλας, γιορτής, συνάντησης και συναδέλφωσης. Ο οικοδεσπότης υποδέχεται και σέβεται τους καλεσμένους του. Αυτό κάναμε στην Αθήνα το 2004, με μια γιορτή για την οποία είμαστε πάντα υπερήφανοι.

Στην αντίστοιχη τελετή στο Παρίσι οι οργανωτές και οι εμπνευστές της εκδήλωσης θέλησαν να παρουσιάσουν τις αξίες της κοινωνίας τους και την ιστορία της μέσα από την κουλτούρα της λεγόμενης «αφύπνισης», woke, που δεν δέχεται ηθικούς και εκφραστικούς περιορισμούς. Επί της ουσίας, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, χρησιμοποίησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να προωθήσουν τα δικά τους κοινωνικά, πολιτικά σχέδια, παρότι αυτό δεν επιτρέπεται από τον κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων.

Είδαμε διάφορες επίμαχες σκηνές που ξεσήκωσαν άμεσα αντιδράσεις από όλον τον κόσμο, από διαφορετικές χώρες και θρησκείες και δεν χρειάζεται ούτε θέλω να αναφερθώ παραπάνω σε αυτές. Δεν ήξεραν άραγε οι οργανωτές ότι με αυτές τις σκηνές θίγουν την ευαισθησία, τη νοοτροπία άλλων ανθρώπων, προσβάλλουν την αίσθηση αξιοπρέπειας που έχουν, ότι τους φέρνουν σε δύσκολη θέση; Ασφαλώς το ήξεραν. Θέλησαν όμως να επιβάλουν σε όλους αυτές τις σκηνές. Μας είπαν, σας αρέσει δεν σας αρέσει, θα σας το δώσουμε με το ζόρι. Τώρα έχουμε τα μέσα, τώρα μπορούμε να μπούμε στα σπίτια σας, θα σας τα σερβίρουμε σε σας και στα παιδιά σας, θέλετε δεν θέλετε. Γιατί είμαστε καθεστώς και κάνουμε αυτό που θέλουμε. Θα το εφαρμόσουμε πάνω σας. Παράλληλα, οι ίδιοι μιλούν για αποδοχή, συμπερίληψη, αδελφοσύνη και αγάπη. Κάθε άνθρωπος, λένε, μπορεί να πάρει μέρος στη γιορτή μαζί μας.

Αυτοί οι άνθρωποι ζουν σε άλλον πλανήτη. Εχουν άραγε βγει ποτέ από το παρισινό διαμέρισμά τους; Ποιος θα πάρει θέση σε αυτό το τσίρκο; Ο Αφρικανός; Ο Ασιάτης; Ο Κινέζος; Ο Ινδός; Ο Μεξικανός; Ο χριστιανός; Ο μουσουλμάνος; Γιατί να προσβάλεις αυτούς που καλείς και σου δίνουν τη δυνατότητα να τους μιλήσεις; Πώς μπορείς να καλείς και να προσβάλλεις συγχρόνως;

Αυτό που συνέβη είναι ότι μια μικρή μειονότητα σε μερικές δυτικές χώρες θέλησε να επιβάλει τον δικό της τρόπο σε όλες τις χώρες της υφηλίου, χωρίς ίχνος σεβασμού στους άλλους. Κι επειδή η πρόκληση είναι η συνταγή τους, είχαν και έξτρα πρόκληση σε έναν βολικό και ακίνδυνο γι’ αυτούς στόχο, τους χριστιανούς. Δεν έχω λόγια για να περιγράψω την αγένεια, το θράσος, την αλαζονεία, τον ναρκισσισμό αυτών των ανθρώπων. Μια εκδήλωση αλληλοσεβασμού και συνάντησης βάλθηκαν να τη μετατρέψουν σε γεγονός περιφρόνησης, εγωκεντρισμού και διαχωρισμού των ανθρώπων.

Εκμεταλλεύτηκαν όχι μόνο τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την επικοινωνία που προσφέρουν, εκμεταλλεύτηκαν, όχι μόνο τους αθλητές που προετοιμάστηκαν για τους αγώνες, αλλά και την ίδια τη Γαλλία. Καταλαβαίνω την απογοήτευση και τον πόνο πολλών Γάλλων φίλων. Δεν είναι αυτή η Γαλλία με την τεράστια προσφορά της στον πολιτισμό, στις επιστήμες, στα γράμματα και τις τέχνες. Μετά ήρθαν οι ψευτοδικαιολογίες και η ψευτοσυγγνώμη τους, αλλά με την ανάλογη ειρωνεία: «Αν κάποιος προσβλήθηκε, λυπούμαστε».

Αν μη τι άλλο, έδειξαν ποιους θεωρούν εχθρούς τους: τους χριστιανούς και την Εκκλησία τους. Αυτή η εχθρότητα και η χλεύη από τέτοιο ήθος, τέτοια παιδεία, τέτοια αισθητική, δεν μας μειώνει. Αντιθέτως.

Υβριδισμός και συμπερίληψη, δύο έννοιες πίσω από τη γιορτή που θέλησαν να στήσουν οι εμπνευστές της ως ένα «μανιφέστο κατά του φόβου». Γιάννης Μπαλαμπανίδης Μια μικρή μειονότητα σε μερικές δυτικές χώρες θέλησε να επιβάλει τον δικό της τρόπο σε όλες τις χώρες της υφηλίου, χωρίς ίχνος σεβασμού στους άλλους. Θεόδωρος Κοντίδης

Ο κ. Θεόδωρος Κοντίδης είναι αρχιεπίσκοπος Καθολικών Αθηνών.

Ενα μεταμοντέρνο παραμύθι στον Σηκουάνα

Του Δημήτρη Παπανικολάου 

Είδα τα λευκοντυμένα παιδιά γύρω από τον Σλιμάν να κάνουν μπρέικ ντανς, αλλά και καταπληκτικό βόγκινγκ στην πλατεία του καθεδρικού του Σεν Ντενί, αυτού του λαϊκού και μεταναστευτικού προαστίου στα βόρεια του Παρισιού⋅ τις επόμενες μέρες το TikTok γέμισε με αντίστοιχες εικόνες άλλων παιδιών, που επαναλάμβαναν τον χορό. Είδα την Αγια Νακαμουρά να βγαίνει από το Institut de France τραγουδώντας τα τραγούδια της σε μείξη με του Αζναβούρ – η προεδρική φρουρά να υποκλίνεται. Για μέρες τώρα ο κόσμος που περνάει την Pont des arts τραγουδάει «Οh djadja» και «Pookie», αυτά ακριβώς τα τραγούδια τα οποία τόσος πολύς ρατσιστικός γαλλικός λόγος που καμώνεται τον επίσημο θεωρεί κατάπτωση της (εκπρoσωπούμενης από το Institut) υψηλής γαλλικής κουλτούρας. Είδα την καινούργια αίθουσα της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Ρισελιέ να γίνεται σκηνικό τύπου «ήλθε για να διαβάσει –» (με έμφαση στην παύλα), με κοπέλα που κάνει εργασία συγκρίνοντας Βερλέν και Ανί Ερνό (!), να καταλήγει σε τριγωνικό φλερτ με δυο κουίρ αγόρια. Καθώς η κάμερα τα ακολούθησε να τρέχουν, είδα τον κόσμο γύρω μου να φωνάζει γελώντας τον τίτλο της ταινίας του Τριφό «Jules et Jim». Είδα τη βραδιά να ξεκινάει με τον Τζαμέλ και τον Ζιντάν, μετά τον χορό στην πόλη, τις κατακόμβες και τα χαρακώματα σαν παράσταση διαρκείας. Το ηλεκτρονικό παιχνίδι Assasin’s Creed και οι Αθλιοι, η Κάρμεν, το Grand Palais και η Marsellaise. H Μπάρμπαρα Μπουτς σε ρόλο Ιησού-ντιτζέι με τον Φιλίπ Κατρίν στον ρόλο του Διονύσου και συμποσιάρχισσα την ντραγκ κουίν Νίκι Ντολ, πολλές αποκεφαλισμένες Μαρίες Αντουανέτες σαν μαριονέτες να τραγουδούν το επαναστατικό «Ca ira» μαζί με το μέταλ συγκρότημα Gojira, ο πολύ πολιτικός ράπερ Rim’K, ο κωφός χορευτής Σαχίμ Σάντσεζ πριν από την «ανάσταση» της φωνής της Σελίν Ντιόν με τον «Υμνο» της Πιαφ. Τα αγάλματα γυναικών να αναδύονται στον Σηκουάνα σε μια φεμινιστική, απελευθερωτική και αντιαποικιοκρατική γενεαλογία που περιλάμβανε την Ολίμπ ντε Γκουζ, τη Λουίζ Μισέλ, την Πολέτ Ναρντάλ και τη Ζιζέλ Χαλιμί. Το Παρίσι με την αύρα αλλά και τα φαντάσματά του – μεταξύ άλλων και της αποικιοκρατίας και των αποκλεισμών. Τέλος, η σκιά των Μαριζό Περέκ και Τεντί Ρινέρ να φαίνεται ελάχιστη μπροστά στην μπάλα-φλόγα που μόλις είχε αρχίσει την πτήση της – ο πλανήτης, ο «Γύρος του κόσμου» και το πρώτο αερόστατο σε συμβολισμούς που, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, μπορούσαν να είναι παλιμψηστικοί, παιγνιώδεις, συχνά ειρωνικοί και εθνικά εικονοκλαστικοί.

Είδα μ’ άλλα λόγια, μαζί με πολύ καταμουσκεμένο κόσμο στις όχθες του Σηκουάνα, αυτές κι άλλες πολλές αναφορές να γίνονται κατανοητές και να καταχειροκροτούνται, το Παρίσι να γίνεται σκηνικό διασταυρώσεων, νοσταλγίας αλλά και διεκδίκησης, παραμυθιών και νέων αφηγήσεων, ταυτοτήτων και σωματικής συνύπαρξης, επιτέλεσης και υπονόμευσης. Θα πεις, πολλές αναφορές δεν ήταν ευκρινείς, όπως σίγουρα ούτε η δημόσια πολιτική θέση πολλών που συμμετείχαν – γι’ αυτό όμως αξίζει να τις ψάξουμε⋅ ξέρουμε τον Ζιντάν, αλλά πολύ λιγότερο τις δημόσιες παρεμβάσεις του ηθοποιού Τζαμέλ και τον πολιτικό στίχο του Rim’K για την τάξη και την αλγερινή καταγωγή στη σύγχρονη Γαλλία. Ακουσα για αστοχίες ή γι’ αυτά που άφησε έξω η τελετή, όμως αυτό δεν είναι το θέμα, ένα τέτοιο γεγονός πάντα θ’ αφήνει απ’ έξω. Κι άκουσα πολύ τη λέξη «συμπερίληψη», συνήθως αρνητικά. Το θέμα αυτής της τελετής όμως δεν ήταν η συμπερίληψη μα η συμπεριληπτικότητα, όχι το αποτέλεσμα αλλά ο τρόπος να ανοίξεις και να προσθέσεις φωνές, σώματα και οπτικές σε μια κλασική εθνική και υπερεθνική αφήγηση, που δεν έχει συνηθίσει να τα περιέχει. Ηταν ευρωκεντρική και γαλλοκεντρική η έναρξη αυτή –πώς αλλιώς;– αλλά όχι χωρίς προβληματισμό. Μάθαμε να ζούμε σ’ αυτές τις αφηγήσεις, με τα μάτια σ’ αυτές τις πόλεις, όπως το Παρίσι, που συναιρούν τη μαγεία τους με τη δυστοπία που έχουν προκαλέσει σε άλλους για να υπάρξουν (το τραγούδισμα της Μασσαλιώτιδας στη στέγη του Γκραν Παλέ, του σκηνικού των αποικιοκρατικών παγκόσμιων εκθέσεων, ήταν απ’ αυτή την άποψη εξουθενωτικά πολυσήμαντο).

Μάθαμε να ζούμε με αυτά τα παραμύθια. Κουρελούδες όμως καθώς είναι, μπορούν καθώς τις ξανανοίγεις, να σκιστούν και να ξαναπλεχτούν, να συμπεριλάβουν και να αναγνωρίσουν ήττες και αποκλεισμούς, να ανοίξουν και να δεχτούν νέες φωνές. Το γνωρίζουν αυτό καλά τα κινήματα κι οι τέχνες του δρόμου, οι υποκουλτούρες και η διαρκής αφηγηματική και αισθητική πρόκληση των αποκλεισμένων. Το γνωρίζει κάποτε και το μοναχικό παιδί, που κοιτάει το βράδυ επίμονα τις στέγες και βλέπει φανταστικούς φίλους να πετούν – ή που στις μέρες μας, κάθεται καμιά φορά και στην TV περιμένοντας ν’ αρχίσει το Drag Race. Μίλησε πολύ ο σκηνοθέτης Τομά Ζολί αυτές τις μέρες για τα παιδικά του χρόνια και το μπούλινγκ, για την κουίρ κοινότητά του και την κουλτούρα της. Οχι γιατί μόνο αυτά ήθελε να μας δείξει, όπως τόσο προσβλητικά έσπευσαν κάποιοι να πουν. Αλλά γιατί αυτή η εμπειρία καλά τον έμαθε να ψάχνει ψιθύρους, να ξαναλέει ιστορίες αλλιώς, να κοιτάει την εικόνα και να ανοίγει χώρο και γι’ αυτό που δεν φαίνεται. Και chapeau, που λένε, γιατί έως πρόσφατα αναγκάζονταν αυτή την αυτοβιογραφική πλευρά οι δημιουργοί να την κρύβουν πίσω από έναν λόγο περί αισθητικής.

Εδώ κολλάει κι η σύγκριση με την τελετή έναρξης της Αθήνας, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου: ας μην ξεχνάμε ότι το πιο εικονοκλαστικό της στοιχείο, την αυτοβιογραφική, την κοινοτική, την ομοερωτική της πλευρά, εκείνη η παλιά και κλασικότροπη τελετή την πήρε με τα χρόνια και σε μεγάλο βαθμό μέσω της μεταγενέστερης αυτοβιογραφικής αφήγησης του ίδιου του Παπαϊωάννου. Οπου πλέον γνωρίζουμε ότι και σ’ εκείνο το σόου το πολύ ελληνικό, υπήρχε κάποιο… μυστικό. Βγαλμένο από μια τέχνη πολύ προσωπική, μειονοτική, έως τότε σχεδόν κρυμμένη και συγκινητικά παλιμψηστική.

Είπε ένα πολύ ωραίο ο Ζακ Αταλί: Σε δέκα χρόνια, σίγουρα θα θυμόμαστε τις υπερβάσεις που έκανε η τελετή έναρξης του Παρισιού. Είτε που θα θεωρούνται πλέον κάτι συνηθισμένο και δεν θα σοκάρουν κανέναν. Είτε που θα έχει επιβληθεί μια απόλυτη παλινόρθωση, για τον σκοταδισμό της οποίας τούτη η τελετή θα χρησιμοποιείται ως ορόσημο της κατρακύλας και της ντεκαντάνς «στην οποία είχαμε φτάσει». Οσο περνούν οι μέρες, συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν και το πιο εντυπωσιακό της στοιχείο: το πόσο έδειχνε μεταιχμιακή και πόσο μας αναγκάζει να κατανοήσουμε το πολιτικό διακύβευμα αυτής της μεταιχμιακότητας. Σαν καλό, μετανεωτερικό παραμύθι, έλεγε κάπου εδώ πρέπει να αποφασίσεις: με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Φαντασμαγορία ή προπαγάνδα;-1
Η θεά των όφεων, στην «Κλεψύδρα» της τελετής έναρξης της Αθήνας, το 2004. Σύμφωνα με τον Βασίλη Βαμβακά, η τελετή έναρξης εκείνων των Αγώνων αποτελούσε μέρος της μακράς παράδοσης που ήθελε το εθνικό να προτάσσεται και να αναδεικνύεται μέσα από αυτό η διαπολιτισμική σύνδεση όλων των λαών. Φωτ. BONGARTS/ Alexander Hassenstein

Επίδειξη αισθητικής υπεροχής

Του Βασίλη Βαμβακά 

Εξαιτίας της γενικής ανάμνησης της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα ως ενός εμβληματικού γεγονότος αισθητικής αρτιότητας και καινοτομίας, ως μοναδικής στιγμής εθνικής ανάτασης και διάκρισης, λίγοι θυμούνται ότι για την τελετή λήξης τα σχόλια στην Ελλάδα δεν ήταν το ίδιο ομόφωνα επαινετικά. Τα social media βέβαια εκείνη την εποχή δεν είχαν πάρει την κυρίαρχη θέση και παγκόσμια επιρροή που έχουν σήμερα στον καθορισμό της δημόσιας συζήτησης, όμως τα παλιά μέσα επικοινωνίας είχαν αντιμετωπίσει με μεγάλη αμηχανία ή με ανοιχτή αποδοκιμασία την τελετή λήξης, την οποία δεν την είχαν βρει ισάξια με την τελετή έναρξης.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε επιλέξει ως τελετή λήξης, όχι μια φαντασμαγορική και με αφηγηματική συνέχεια παράσταση (όπως στην τελετή έναρξης), αλλά ένα μεγάλο πανηγύρι στο οποίο θα αναμειγνύονταν όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής, από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζορμπά μέχρι το «γύφτικο» Ντάτσουν και τραγούδια της ελληνικής πίστας. Η επιλογή του να συμπεριλάβει στο ίδιο πάρτι μουσικούς τόσο του «καλλιτεχνικού» (Νταλάρας, Γαλάνη, Αλεξίου, Σαββόπουλος) όσο και του «εμπορικού» (Ρουβάς, Μαρινέλλα, Πάριος, Χατζηγιάννης, Βίσση, Ρέμος) είδους, δεν συνάντησε πάνδημη αποδοχή. Οπως περιέγραφε το αποτέλεσμα η Πόπη Διαμαντάκου στα Νέα: «Ενας γλυκός, γκλόσι εθνοπολτός των ονείρων και των παραμυθιών, του ελληνικού σινεμά και των «ναών πολιτισμού» των ’90s, του σαββοπουλικού κεφιού και της ξενύχτισσας γλεντοκόπου χώρας», δημιούργησε μάλλον αμφίθυμες αντιδράσεις.

Η διονυσιακή επιλογή της τελετής λήξης στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, συναντά την επίσης διονυσιακή παραπομπή μέρους της τελετής έναρξης στο Παρίσι 20 χρόνια αργότερα. Η δημοκρατία όμως του Διαδικτύου είναι πολύ πιο δραστική και οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο διονυσιασμός που σκηνοθέτησε ο Τομά Ζολί υπήρξαν σφοδρές. Το θέμα που κέντρισε κυρίως το ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο ο σκηνοθέτης μιμήθηκε ή όχι τον πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι «Μυστικός Δείπνος» και αν με τη χρησιμοποίηση drag queens, τρανσέξουαλ μοντέλων και ενός γυμνού τραγουδιστή αποσκοπούσε ή όχι στη βεβήλωση ή διακωμώδηση χριστιανικών συμβόλων και αναφορών. Αν και ο ίδιος αρνήθηκε κάτι τέτοιο και οι διοργανωτές ζήτησαν συγγνώμη μετά την καταιγίδα διαμαρτυριών από θρησκευτικές οργανώσεις και μεμονωμένους πιστούς, το ζήτημα φαίνεται να αναίρεσε κατά πολύ τη βασική πρόθεση της τελετής έναρξης να παρουσιάσει ένα ασυνήθιστο, πλουραλιστικό, συμπεριληπτικό θέαμα, με σύνθεση ιστορικών στοιχείων και συμβόλων της σύγχρονης ποπ κουλτούρας.

Αυτό που είναι μάταιο να προσπαθούν οι διοργανωτές της τελετής έναρξης στο Παρίσι να αποφύγουν είναι το γεγονός ότι η τελετή ηθελημένα ή άθελά της αποτέλεσε μέρος του πολιτισμικού και πολιτικού «πολέμου» που μαίνεται στη Δύση. Το Παρίσι το ίδιο και όχι ένα στάδιο, όπως γινόταν έως τώρα, έγινε η θεαματική σκηνή, όχι μόνο για να εορταστεί το ξεκίνημα των Αγώνων αλλά και ο τρόπος ζωής που συνεπάγεται αυτή η μητρόπολη της Ευρώπης. Μια μητρόπολη πιο φιλική προς βιώσιμους τρόπους αστικής συμβίωσης (ποδηλατοκίνηση, αστικό πράσινο, «καθαρός» Σηκουάνας), αλλά ανοίκεια για όλα εκείνα τα αστικά κοινωνικά στρώματα που ακόμη χρησιμοποιούν για βιοποριστικούς λόγους το αυτοκίνητό τους και ξενίζονται ή σκανδαλίζονται με το υγιεινό, κοσμοπολίτικο και ηδονιστικό στυλ ζωής της νέας διεθνοποιημένης κοινωνικής ελίτ.

Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι αποτέλεσε αφορμή για να εκδηλωθεί η μεγαλύτερη στη Δύση τα τελευταία χρόνια αντιπαράθεση που έχει να κάνει με τη woke κουλτούρα, τους φανατικούς υποστηρικτές και τους φανατικούς πολέμιούς της. Πρώτη φορά μετά τα ψυχροπολεμικά χρόνια, που είχαμε την αποχή χωρών από τους Ολυμπιακούς Αγώνες ανάλογα με τη χώρα διεξαγωγής, που σημειώνεται μια τόσο έντονη αντιπαράθεση η οποία έχει ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά διάκρισης ανάλογα με το πολιτισμικό κεφάλαιο των δυναμικών έναντι των πιο παραδοσιακών μεσαίων στρωμάτων, μια αντιπαράθεση που παίρνει το ύφος μιας επιθετικής προοδευτικότητας απέναντι σε μια ριζοσπαστική συντηρητικότητα.

Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα του 2004 έφερε νέα στοιχεία, αλλά αποτελούσε μέρος της μακράς παράδοσης που ήθελε το εθνικό να προτάσσεται και να αναδεικνύεται μέσα από αυτό η διαπολιτισμική σύνδεση όλων των λαών. Αστοχα έχει ταυτιστεί η παράδοση αυτή με τη σκηνοθετική λογική της Λένι Ρίφενσταλ την περίοδο του γερμανικού ναζισμού, που πέρα από την τεχνική της πρωτοπορία αποσκοπούσε κυρίως στην υπογράμμιση της φυλετικής υπεροχής. Ακόμη και η τελετή λήξης το 2004 αποτέλεσε ένα πείραμα διονυσιακού παντρέματος διαφορετικών αισθητικών κριτηρίων και γι’ αυτό προκάλεσε δυσθυμίες. Η γαλλική τελετή έναρξης το 2024 αποτελεί μια τομή, γιατί κάτω από την πανηγυρική ενοποίηση του διεθνούς ποπ και απενοχοποιημένου κιτς επιχείρησε να υποδαυλίσει τον πολιτισμικό πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Και να εκπέμψει μηνύματα όχι φυλετικής αλλά αισθητικής υπεροχής, την οποία κάποιοι πτωχοί τω πνεύματι είτε αγνοούν είτε παρεξηγούν.

Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT