Αδειοι δρόμοι με κίτρινα φώτα. Ενα καρτοτηλέφωνο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Μια τυχαία συνάντηση που γίνεται βόλτα στην έρημη Αθήνα, τσιγάρα στο παλιό Zonar’s, καφές πριν από τη χαραυγή στην καντίνα του έρημου Λυκαβηττού, ένα βράδυ του Δεκαπενταυγούστου πριν από 25 χρόνια. Σουρεάλ προσωπικότητες, γλυκιά μελαγχολία, όνειρα για έρωτες… Ολα στην Αθήνα μοιάζουν με τα «Φτηνά τσιγάρα», την ταινία που γύρισε ο Ρένος Χαραλαμπίδης το 1999, στην οποία πρωταγωνιστεί μαζί με την Αννα-Μαρία Χαραλάμπους, και που μεταξύ άλλων, έδωσαν έναν άλλο τόνο στον Δεκαπενταύγουστο στην πόλη. Μετέτρεψαν τη μοναξιά που θα μπορούσε να προκαλέσει η ερημιά της, σε μυθιστορηματικούς άδειους δρόμους όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, και στους άδειους δρόμους της Αθήνας του Δεκαπενταυγούστου χθες, συνέβαιναν λίγα πράγματα.
Στο Κολωνάκι
Το μόνο που ακουγόταν στην Κανάρη ήταν τα τζιτζίκια. Η Σόλωνος ήταν έρημη, στην Ακαδημίας το ένα πράσινο φανάρι ακολουθούσε το άλλο, και οι μόνοι άνθρωποι εκεί ήταν οι αστυνομικοί έξω από μια κλούβα. Στο βάθος πίσω τους, Εύζωνες ανέβαιναν τη Βασιλίσσης Σοφίας. Το πάρκινγκ στην Κριεζώτου είναι άδειο – στην Πινδάρου προχωρούν μόνο δύο τουρίστες με τις βαλίτσες τους. Η πόλη τούς ανήκε χθες – όσοι προχωρούσαν στους δρόμους της ήταν ξένοι.
Το Le Pain, ένας φούρνος στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας, είναι ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες τον χρόνο. «Δούλευα και πέρυσι», λέει στην «Κ» η Βενετία Δημοπούλου – η βάρδια της χθες ήταν από τις 15.00 έως τις 23.00. Το απόγευμα, πέρα από την ίδια, στον φούρνο υπήρχε μόνο ένα περιστέρι. «Εμείς μόνο με ξένους δουλεύουμε τέτοια μέρα αλλά φέτος κι εκείνοι είναι μειωμένοι – οι Ελληνες έχουν φύγει διακοπές», αναφέρει. Ιδια εικόνα δίνουν και άλλοι εργαζόμενοι στο άδειο Κολωνάκι. «Δεν έχει ιδιαίτερο κόσμο, νομίζω είμαστε μόνοι μας», δηλώνει στην «Κ» ο Χρήστος Παπαδόπουλος, εργαζόμενος στο Mayor, ένα μπαρ-ρεστοράν. «Δεν είναι και το καλύτερο να δουλεύεις Δεκαπενταύγουστο», σημειώνει ο 26χρονος Γιάννης, εργαζόμενος σε ένα από τα περίπτερα της πλατείας. «Θα μπορούσα να είμαι σε μια παραλία, ακόμη και οικογενειακά, αλλά εντάξει δεν έχω και τεράστιο πρόβλημα που είμαι εδώ», συμπληρώνει, «δεν έχει κόσμο σήμερα».
Ενα ζευγάρι νεαρών Γερμανών ψάχνει τον δρόμο προς τον Λυκαβηττό. Είναι αναψοκοκκινισμένοι η Νίνα και ο Πάτρικ, δεν ξέρουν πού να πάνε να ξαποστάσουν γιατί όλα είναι κλειστά. «Τα νησιά είναι πιο ωραία τέτοια εποχή, στην Αθήνα έχει πολλή ζέστη», σχολιάζουν στην «Κ».
Στην Ερμού
Στο κέντρο της πρωτεύουσας έχει, βέβαια, λίγο περισσότερη κίνηση. Τουριστικά λεωφορεία, τα κίτρινα ταξί της πρωτεύουσας, και λιγοστά Ι.Χ. δίνουν το «παρών» σε Συγγρού και Φιλελλήνων. Στο Σύνταγμα, πάντως, είναι κλειστά ακόμη και τα περισσότερα περίπτερα. Στην Ερμού έχει κόσμο, παρόλο που τα μαγαζιά είναι κλειστά. «Είναι εντάξει γιατί πολλά καφέ και εστιατόρια είναι ανοιχτά», αναφέρει η Ρωσίδα τουρίστρια Ολγα έξω από τα γεμάτα McDonald’s του Συντάγματος.
«Ολοι έχουν φύγει εκτός από τους ξένους», σημειώνει στην «Κ» η 22χρονη Ανδριάνα, εργαζόμενη σε παγωτατζίδικο επί της Νίκης. «Κάποιος πρέπει να είναι εδώ για τους τουρίστες», συμπληρώνει η Νατάσα, η 20χρονη συνάδελφός της – η απογοήτευση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα και των δύο. Στον δρόμο δεν ακούγονται ελληνικά, αλλά αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά, ρωσικά, κινεζικά, από τουρίστες που περπατούν στην άδεια Ηπίτου ή που ψάχνουν ξεκούραση από τη ζέστη στα καφέ της Μητροπόλεως.
Στην Πλάκα
Πλησιάζοντας προς την Πλάκα, βρίσκει κανείς και ανοιχτά μαγαζιά. Η Αγγελική δεν κλείνει το κατάστημα οπτικών της ποτέ τον Δεκαπενταύγουστο. «Είμαι ανοιχτά λόγω περιοχής – τα πάντα κάνουν κοιλιά τον Δεκαπενταύγουστο, ακόμη και τα ξενοδοχεία, πολλοί ξένοι τέτοια εποχή πάνε στα νησιά, ή κάθονται μέσα για να ξεφύγουν από τη ζέστη, αλλά ακόμη και με τον λίγο κόσμο, έχω δουλέψει σήμερα», αναφέρει.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στην Αδριανού, τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Πλάκας. Εχει τουρίστες, αλλά μπορείς να περπατήσεις άνετα στον πεζόδρομο όπου άλλες μέρες του καλοκαιριού έχει μποτιλιάρισμα πεζών. «Σήμερα είναι πεσμένη η δουλειά λόγω καύσωνα, λόγω διακοπών, αλλά ο Δεκαπενταύγουστος έτσι είναι πάντα», λέει στην «Κ» ο Σταύρος Ζαχαρής, εργαζόμενος στην ταβέρνα «Τα Γιουβετσάκια» στην Πλάκα. «Θα θέλαμε να είμαστε στα χωριά μας», προσθέτει, «αλλά δεν μπορούμε – έχουμε συνηθίσει όμως, 50 χρόνια κάνουμε αυτή τη δουλειά, όλες οι μέρες είναι ίδιες».
Η Αναστασία, ιδιοκτήτρια μαγαζιού επί της Αδριανού, που πουλάει αγαλματίδια αρχαιοελληνικού τύπου, πιάτα και ζωγραφισμένες πιατέλες, αντιγραφές αμφορέων και μικρές περικεφαλαίες, επισημαίνει ότι φέτος είναι η χειρότερη χρονιά των 40 χρόνων που διατηρεί την επιχείρησή της. «Δεν είναι μόνο ότι σήμερα δεν έχει δουλειά – έχει κόσμο, αλλά πολλή δουλειά δεν έχει κανείς, ούτε εμείς ούτε τα εστιατόρια», δηλώνει. Οι τουρίστες βολτάρουν στην ήρεμη Αθήνα με μόνο μία ανησυχία σχετική με τον Δεκαπενταύγουστο. «Το πρόβλημα είναι πού θα πάμε να φάμε, γιατί τα περισσότερα εστιατόρια είναι κλειστά», λέει στην «Κ» η Γκρέτα, η οποία έχει βγει μόλις με την τετραμελή οικογένειά της από το Μουσείο της Ακρόπολης. Τον Αχμέτ και τον Ναζίρ, δυο φίλους που έφτασαν χθες το πρωί στην Αθήνα, δεν τους απασχολεί το φαγητό. «Αρκεί τα μπαρ να είναι ανοιχτά το βράδυ», λένε στην «Κ», «αν τα μπαρ είναι ανοιχτά, θα είμαστε εντάξει».
Αυτά που ήταν χθες ανοιχτά ήταν τα περισσότερα θερινά σινεμά της πόλης. Στο Σινέ Ανεσις, ο Δεκαπενταύγουστος είχε την τιμητική του. Το βράδυ γέμισε με δύο προβολές από τα «Φτηνά τσιγάρα», και η άδεια, ζεστή Αθήνα παρέμεινε μελαγχολική, αλλά έγινε λιγάκι πιο όμορφη.