Προάστια στον δρόμο της φωτιάς

Οι «προνομιούχοι» οικισμοί στα βόρεια της Αττικής είναι πλέον η κόκκινη ζώνη των φυσικών καταστροφών

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Βαλεντίνη Παπαϊωάννου δεν ήξερε τι να περιμένει επιστρέφοντας στο σπίτι της στην Παλιά Πεντέλη το απόγευμα της Τρίτης 13 Ιανουαρίου. Αλλωστε, όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα: μαζί με τον σύζυγό της και τον δίχρονο γιο τους το είχαν εκκενώσει 30 ώρες νωρίτερα, όταν η φωτιά μπήκε στον δρόμο τους. Μέσα στον πανικό των στιγμών, ήξερε ότι ζούσε ένα αναπόφευκτο déjà vu: είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στους Θρακομακεδόνες, ένα από τα πιο εκτεθειμένα στη φωτιά προάστια της Αθήνας λόγω της γειτνίασης με την Πάρνηθα. Το οικογενειακό εξοχικό, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα, στον Κάλαμο Αττικής, είχε κινδυνέψει να καεί ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά του 2017. Και δεν ήταν η πρώτη φορά.

«Δεν ξέρω αν με κυνηγάει η φωτιά ή αν εγώ την κυνηγάω», λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Αυτό που ξέρω είναι ότι επειδή μεγάλωσα κοντά σε βουνό, ένιωθα να μη με χωράει η πόλη και πάντα μου άρεσε η ιδέα να ζω λίγο πιο κοντά στη φύση. Αλλά πια μας είναι περισσότερο από ξεκάθαρο ότι αυτό έχει ένα τίμημα», λέει στην «Κ», αγναντεύοντας από το μπαλκόνι τις καψαλισμένες κορυφές μιας χούφτας πεύκων στον μέχρι πριν από λίγες ημέρες καταπράσινο ορίζοντα που απλώνεται γενναιόδωρα μέχρι τον Σαρωνικό.

Η εμπειρία της Βαλεντίνης είναι η εμπειρία εκατοντάδων χιλιάδων Αθηναίων που θεωρητικά ζουν σε ορισμένα από τα πιο προνομιούχα προάστια της πόλης, στις βόρειες και στις ανατολικές παρυφές του λεκανοπεδίου. Μόνο οι Δήμοι Πεντέλης (35.610), Βριλησσίων (32.417) και Διονύσου (42.376) που επλήγησαν από τις πρόσφατες πυρκαγιές αθροίζουν περισσότερους από 110.000 μόνιμους κατοίκους. Το νούμερο εκτοξεύεται αν προστεθούν οι αστικοί πληθυσμοί που ζουν στους πρόποδες της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ήσυχη, ανέμελη, ειδυλλιακή προαστιακή ζωή εξελίσσεται σε ένα αρκετά επικίνδυνο σπορ.

Χωρίς άμυνα

Για τον υπεύθυνο του χερσαίου προγράμματος του WWF Ελλάς, Νίκο Γεωργιάδη, η αυξημένη ευαλωτότητα των αθηναϊκών προαστίων που εκτείνονται σε μεικτές ζώνες οικισμών και δασών είναι μια πραγματικότητα, με την οποία οφείλουμε να συμφιλιωθούμε κι ένας επιπλέον λόγος για να οργανώσουμε πολύ καλύτερα την άμυνά μας. Πολύ περισσότερο τώρα, που πολλά από τα περιαστικά δάση της Αττικής έχουν χάσει την παλιά τους υψηλή βλάστηση, με αποτέλεσμα η φωτιά να αναπτύσσει πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα και να απειλεί πολύ πιο εύκολα αμιγώς αστικές περιοχές. «Οι οικισμοί και τα χωριά κοντά ή και μέσα στο δάσος μεγάλωσαν, έγιναν σταδιακά προάστια του ξεχειλωμένου πολεοδομικού συγκροτήματος ή και πολύ πέρα από αυτό, χωρίς όμως την ανάλογη εκπόνηση τοπικών σχεδίων δράσης για την πρόληψη δασικών πυρκαγιών από τους περισσότερους δήμους. Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν καν γραφείο πολιτικής προστασίας ή το έχουν μόνο και μόνο για τα μάτια του κόσμου. Συνήθως η αντιπυρική προστασία σοβαρά εκτεθειμένων περιοχών επαφίεται στον πατριωτισμό συγκεκριμένων δημάρχων». Επομένως; «Χρειαζόμαστε για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο με αναλυτικές προδιαγραφές που θα αναφέρονται στις απαραίτητες ενέργειες σε επίπεδο πρόληψης και προκαταστολής: από τους καθαρισμούς και την τοποθέτηση κρουνών μέχρι τη λειτουργία πυροφυλακίων και τη διαχείριση της καύσιμης ύλης. Δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τους οικισμούς μας με τη νοοτροπία του 1990 ή του 2000». Και σημειώνει ότι το WWF Ελλάς επεξεργάστηκε ένα λεπτομερές σχέδιο, που θεσπίζει ενιαίες σύγχρονες προδιαγραφές για τον σχεδιασμό δράσεων πρόληψης δασικών πυρκαγιών σε τοπικό επίπεδο ώστε οι δήμοι να θωρακίσουν τους ευάλωτους οικισμούς τους. Μάλιστα, το απέστειλε τον περασμένο Οκτώβριο στον υπουργό Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας χωρίς να λάβει κάποια απάντηση. «Αν οι δήμοι τα περιμένουν όλα από το Πυροσβεστικό Σώμα, θα θέλουμε ένα πυροσβεστικό όχημα για κάθε δέκα σπίτια και δεν θα έχουμε πυροσβέστες για να σβήσουν τη φωτιά στο δάσος», συμπληρώνει ο κ. Νίκος Γεωργιάδης.

Οι οικισμοί και τα χωριά κοντά ή και μέσα στο δάσος μεγάλωσαν, χωρίς όμως την ανάλογη εκπόνηση τοπικών σχεδίων δράσης από τους περισσότερους δήμους.

Η κυβέρνηση επεξεργάζεται το δικό της σχέδιο, εστιασμένο στις ανάγκες των προαστιακών οικισμών που είτε γειτνιάζουν με δάσος είτε αναπτύσσονται σε δασική έκταση. Αποτελεί μέρος της χωροταξικής μεταρρύθμισης του προγράμματος «Δοξιάδης» και προβλέψεις του εφαρμόστηκαν ήδη στο τοπικό πολεοδομικό σχέδιο του Ματιού. Πληροφορίες της «Κ» θέλουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να το ανακοινώνει την Τρίτη. Ανάμεσα σε άλλα θεσπίζει αντιπυρικές ζώνες τουλάχιστον 10 μέτρων σε όλους τους δήμους της Αττικής που έχουν περιαστικό δάσος.

«Δεν συνηθίζεται»

Η Μιλένα Ζαφειροπούλου όσο θυμάται τον εαυτό της, από παιδάκι ακόμη, βρίσκεται κάθε καλοκαίρι σε ετοιμότητα για την πιθανότητα να εκκενώσει το σπίτι της υπό την απειλή μιας ακόμη επικίνδυνης πυρκαγιάς. Η πατρογονική εστία βρίσκεται στα όρια των Θρακομακεδόνων με τη Βαρυμπόμπη, ένα από τα πρώτα σπίτια του οικισμού, χτισμένο εντός σχεδίου στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η ζωή της ίδιας και της οικογενείας της άλλαξε τον Αύγουστο του 2021, όταν ένα από τα μέτωπα της θηριώδους φωτιάς που είχε ξεκινήσει από τη Βαρυμπόμπη σταμάτησε κυριολεκτικά στην αυλή τους. Αλήθεια, πώς συνηθίζεται μια τόσο βίαιη αλλαγή στην καθημερινότητά σου; Οταν εκεί που έβλεπες μόνο πράσινο το βλέμμα σου καταδικάζεται σε ένα αποτρόπαιο θέαμα καταστροφής και θανάτου; «Δεν συνηθίζεται», είναι η αυθόρμητη απάντηση της Μιλένας Ζαφειροπούλου. «Για περίπου έξι μήνες έφευγα και επέστρεφα οδηγώντας και κοιτάζοντας μέχρι την άκρη του παρμπρίζ». Η διαχείριση μιας τόσο απαιτητικής ψυχικά συνθήκης αποδείχθηκε βουνό. «Τις πρώτες ώρες μετά τη φωτιά κυριαρχούσαν εγωιστικές σκέψεις: τη γλιτώσαμε, οι δικοί μου ήταν καλά, τα σκυλιά μου επίσης και το σπίτι έστεκε στη θέση του. Ημασταν τυχεροί, η φωτιά πέρασε από πάνω μας. Από την επομένη, άρχισε σταδιακά η συνειδητοποίηση του τι είχε γίνει. Είχε απλωθεί μια απόκοσμη ησυχία, που διέκοπταν οι σειρήνες των πυροσβεστικών που έσπευδαν να αντιμετωπίσουν τις αναζωπυρώσεις. Θροΐσματα, τιτιβίσματα, γαβγίσματα των περιφερόμενων σκύλων της περιοχής, οι γνώριμοι ήχοι της φύσης είχαν σιγήσει». Πότε αρχίζουν και υποχωρούν το πένθος και ο βουβός πόνος; «Τον επόμενο Μάιο πρόβαλαν παπαρούνες μέσα στα καμένα. Ηταν το πρώτο σημάδι ελπίδας. Τότε μόνο τόλμησα να βγω βόλτα πεζή».

«Το μικροκλίμα έχει αλλάξει Δεν υπάρχει πια δροσιά» 

Εκπαιδευμένο στις φωτιές θεωρεί τον εαυτό του και ο Ευθύμης Ευθυμιάδης, μόνιμος κάτοικος Αγίου Στεφάνου. Ο παππούς του ήταν από τους πρώτους οικιστές της ευρύτερης περιοχής, που περιλαμβάνει τη γειτονική Σταμάτα μέχρι τις κάποτε ειδυλλιακές όχθες της λίμνης του Μαραθώνα. Η φωτιά σάρωσε για πολλοστή φορά αγαπημένες διαδρομές του ίδιου και των παιδιών του. «Στις βόλτες μας μαζεύαμε χόρτα, σπαράγγια, μανιτάρια. Τώρα δεν έμεινε τίποτα». Οσο κι αν ο ίδιος ακούγεται στη συνομιλία μας ψύχραιμος, ομολογεί ότι το θέαμα του καμένου δάσους είναι ένα από τα πιο «άγρια» που μπορεί να σκεφτεί κανείς και είναι αδύνατον να σε αφήσει ανεπηρέαστο. «Ακόμα κι αν επιλέξεις να σταματήσεις να περνάς από μέρη που σου θυμίζουν την καταστροφή για να μη στενοχωριέσαι, υπάρχει ένας άλλος ύπουλος τρόπος που σου την υπενθυμίζει. Και αυτός είναι η ξαφνική αλλαγή του μικροκλίματος της περιοχής. Μέσα σε μια μέρα, το δάσος που κρατούσε την υγρασία και τη δροσιά απλά δεν υπάρχει».

Το καλοκαίρι του 2018

Οταν μια φωτιά εκτός από περιβαλλοντικό κόστος έχει και ανθρώπινα θύματα, η διαχείριση του τραύματος γίνεται πολύ πιο περίπλοκη. Πριν από το δραματικό καλοκαίρι του 2018, η Τίνα Κολλάρου μαζί με άλλους εθελοντές που στελέχωναν το πυροφυλάκιο του Νέου Βουτζά είχαν σταματήσει περίπου 70 περιστατικά. Για την ίδια, το καλοκαίρι του 2018 ήταν ένας βίαιος αποχαιρετισμός στην παιδική της ηλικία. «Εκεί που η σύνδεση ανθρώπων, τόπου και φύσης γινόταν μέσα από φωτεινές αναμνήσεις παιδικής καλοκαιρινής ανεμελιάς, ξεγνοιασιάς, παιχνιδιού στη φύση και παρεΐστικου γέλιου, εκεί ακριβώς οι επιζήσαντες χρειάστηκε να πάμε στην άλλη άκρη. Επρεπε να μάθουμε πώς συνδέεσαι με κάτι απίστευτα ασήκωτο, οδυνηρό και μαύρο. Πώς; Μα πώς; Γιατί;». Στις 23 Ιουλίου του 2018, χώρισε το πριν από το μετά, όπως λέει. «Μέσα σε δύο ώρες μεγαλώσαμε όλοι απότομα, μεταφερθήκαμε σε ένα χώρο χωρίς χρόνο και συνδεθήκαμε απόλυτα και βιωματικά με τις μακρινές ιστορίες των γονέων μας στον πόλεμο και των γιαγιάδων μας στη Μικρά Ασία.

Γιατί κάπως έτσι αισθάνεσαι όταν χάνονται τα παιδιά, οι γονείς, οι φίλοι με έναν τρόπο αδιανόητα άδικο, βίαιο και ξαφνικό. Γιατί κάπως έτσι περπατάς, όταν όσα έχεις ζήσει γίνονται αγνώριστα κελύφη σπιτιών, ανάμεσα σε πυκνή στάχτη. Γιατί αυτά άκουγες να ψιθυρίζει η θάλασσα με τα βραχάκια που έπεφτες για μακροβούτια και η οποία χώνεψε το μαρτύριο τόσων ανθρώπων». Και προς τα πού στρέφεσαι για να προχωρήσεις; «Αυτό που έμεινε μετά, αυτό που χρειάστηκε να σκάψουμε να ξαναβρούμε μέσα μας σε ένα απροσδιόριστα μυστικό μέρος, τρεμόπαιζε αναμνήσεις από παρέες, νιάτα, αγάπη και φύση. Από εκεί ζητήσαμε να αντλήσουμε για τη συνέχεια. Από εκεί γαντζωθήκαμε για να αντέξουμε».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT