Αρθρο Θεόδωρου Παντούλα στην «Κ»: Το δέντρο που ’χει τον καρπό, αυτό πετροβολάνε

Αρθρο Θεόδωρου Παντούλα στην «Κ»: Το δέντρο που ’χει τον καρπό, αυτό πετροβολάνε

Δεν θυμάμαι η εκδημία άλλου συγγραφέα να προκάλεσε τόσες αντιδράσεις όσο αυτές που σημειώθηκαν μετά τον θάνατο του Χρήστου Γιανναρά. Σημείο αντιλεγόμενο, όχι τόσο το έργο του όσο το πρόσωπό του! Νομίζω ωστόσο ότι οι απρέπειες και οι συναισθηματικές τσιγκουνιές καλό είναι να μένουν αναπάντητες

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν θυμάμαι η εκδημία άλλου συγγραφέα να προκάλεσε τόσες αντιδράσεις όσο αυτές που σημειώθηκαν μετά τον θάνατο του Χρήστου Γιανναρά. Σημείο αντιλεγόμενο, όχι τόσο το έργο του όσο το πρόσωπό του! Νομίζω ωστόσο ότι οι απρέπειες και οι συναισθηματικές τσιγκουνιές καλό είναι να μένουν αναπάντητες. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι οι «συντηρητικοί» τον λογάριαζαν για «προοδευτικό». Σήμερα οι «προοδευτικοί» τον αποστρέφονται σαν «συντηρητικό»! Οπως και να έχει, το δέντρο που ‘χει τον καρπό, αυτό πετροβολάνε. Κι από το γιανναρικό δέντρο χόρτασαν αρκετοί. Αλλοι στάθηκαν ευγνώμονες κι άλλοι αγνώμονες – μες στη ζωή είναι αυτά.

Ο Χρ. Γιανναράς στάθηκε για πολλούς Δάσκαλος. Δεν αναφέρομαι σε καμιά μετάγγιση σοφίας αλλά σε εκείνο το σπάνιας γενναιοδωρίας φέρσιμο που μετράει τις κουβέντες του, όχι από οπισθοβουλία αλλά για να αφήσει χώρο να ξεπεταχτούν γύρω του βλαστάρια και παραβλάσταρα. Γνωρίζω ανθρώπους που τους άλλαξε, όχι απλώς τον προσανατολισμό σπουδών αλλά τη ζωή. Εντούτοις, δεν γνωρίζω κανέναν που να μετάνιωσε γι’ αυτό.

Η δημοφιλία του δεν σημαίνει ότι ήσαν βατός ο δρόμος του. Κάθε άλλο. Δεν υπήρχε καν δρόμος! Μόνος τον άνοιξε αποτινάζοντας με ευτολμία τους ακαδημαϊκούς και θρησκευτικούς –ισμούς. Στην κόψη πορεύτηκε πάντοτε σοδειάζοντας αμυχές και χαρακιές, για της ζωής τα ουσιώδη.

«Δεν είναι η δεοντολογία που πλάθει τη ζωή». Ούτε καιρό ούτε διάθεση είχε για εκπτώσεις. Δεν επρόκειτο για στενοκεφαλιά ενός δύστροπου γραφιά, αλλά για επαγρύπνηση ενός γενναίου που δεν άλλαζε όνομα ούτε στα σύκα ούτε στη σκάφη.

Ακόμη και η οξύτητα κάποιων διατυπώσεων, όπως το προφητικό «Finis Graeciae», δεν έχει μνησικακία, αλλά σπαραγμό –φωνή πατρίδας ποθεινής–, στον οποίο έχουν δυσανεξία και οι νεοεθνικόφρονες και οι πολέμιοί τους.

Υπάρχει το κυρίως έργο του για το οποίο θα μιλήσουν άλλοι περισσότερο αρμόδιοι. Γεγονός πάντως είναι ότι δεν αναμετρήθηκαν και πολλοί συγκαιρινοί του με αυτό, κι ας είναι εκτός από μοναδικό και το μοναδικό στο είδος του εξαγώγιμο προϊόν μας. Ακόμη και αυτοί που ψέλλισαν ενστάσεις, τις ψέλλισαν ευκαιριακά, στην πραγματικότητα φτύνοντας αμάσητα δικά του δωρήματα. Από τα πολλά χαρίσματά του ας κρατήσουμε την προτεραιότητα της αγαπητικής διακινδύνευσης έναντι της εγωτικής κατασφάλισης. Μιας διακινδύνευσης διόλου θεωρητικής και καθόλα ψηλαφητής. Ο έρωτας ως μοναδική οδός υπαρκτικής γνησιότητας. Και κοντά στην ένσαρκη μεταφυσική του, ας κρατήσουμε και την απότοκό της: τη φυσική, ήγουν επιχώρια, παράδοση του ελληνικού τρόπου, αυτή που δεν φιλιώνει ούτε με τον θάνατο ούτε με τη θανατίλα.

Δίπλα σε αυτό το κοπιώδες έργο υπάρχει και η για δεκαετίες τακτική παρέμβασή του, πάντοτε «εν ανθηρώ Ελληνι λόγω», στον κυριακάτικο, κυρίως, Τύπο. Βλέπω με έκπληξη ότι η αρθρογραφία του θεωρείται από κάποιους πάρεργο που δεν αξίζει να το πολυπαίρνουμε στα σοβαρά. Αυτή η θεώρηση φέρνει τον Γιανναρά στα μέτρα και στα γούστα όσων την εκφέρουν, αλλά μου φαίνεται επιπόλαιη και άδικη. Αδικη, όχι μόνο γιατί τεμαχίζει έναν αξεχώριστο συγγραφικό κάματο που περιφρονούσε την προχειρογραφία, αλλά γιατί παραθεωρεί μια τακτική δραστηριότητα και επιπόλαιη γιατί δεν αναγνωρίζει σε αυτή τη δραστηριότητα τη διακινδύνευση που συνεπάγεται η αναμέτρηση με τα τρέχοντα. Και δεν μου έρχεται στον νου κανείς άλλος που για περισσότερο από μισό αιώνα κατέθεσε, όχι βεβαιότητες αλλά αγωνίες για τα εκτός του γραφείου του ζητήματα. Αν τα βιβλία τον αντάμειψαν με φίλους, οι επιφυλλίδες τού προσπόρησαν εχθρούς. Προφανώς και δεν έλειψαν οι αστοχίες (τις οποίες με μικρόψυχη σπουδή επισημαίνουν οι αναμάρτητοι), όμως δεν απόλειψε ποτέ η πείνα και η δίψα να μη σπαταληθεί και να μη μαγαριστεί η ιερότητα της ζωής. Ακόμα και η οξύτητα κάποιων διατυπώσεων, όπως το προφητικό «Finis Graeciae», δεν έχει μνησικακία, αλλά σπαραγμό –φωνή πατρίδας ποθεινής– στον οποίο έχουν δυσανεξία και οι νεοεθνικόφρονες και οι πολέμιοί τους.

Και κάτι τελευταίο – επιτρέψτε μου. Είχαμε αγάπη με τον Γιανναρά. Και θα με μάλωνε που δεν κάνω ζάφτι τον αποχωρισμό και θα μου λείψει το πιο τίμιο – η μορφή του. Κρατώ τις μνήμες φυλαχτό και ψευτοπαρηγοριέμαι φυλλομετρώντας βιβλία. Και συνομολογώ με μπόλικους ομηλίκους μου ότι στον τόπο μας δεν είμαστε όλοι αυτοδίδακτοι. Μετά τη θανή του Γιανναρά είμαστε ορφανεμένοι, αυτοδίδακτοι όμως όχι.

A Dio ∆άσκαλε. Καλή αντάμωση.

*Ο κ. Θεόδωρος Ε. Παντούλας είναι συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT