Είναι απείρως δύσκολο να μιλήσεις για τον πατέρα σου ως τέκνο, μετά την εκδημία του, ιδίως όταν ως δημόσιο πρόσωπο ο θανών ανήκει σε μεγάλο βαθμό και στη δημόσια σφαίρα, εκεί όπου κατέθεσε ως δημιουργός το έργο της ζωής του. Ούτως ή άλλως κανείς και τίποτα δεν μας ανήκει, κι ας ζούμε στην εποχή της αποθέωσης του κατέχειν. Ανδρώθηκα με τη σταδιακή επίγνωση ότι η υιότητα δεν αποτελεί δεδομένο βιολογικό ή ιδεολογικό απόκτημα, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας δωρεάς, της καλλιέργειας ενός πνευματικού δεσμού· αυτό που εκείνος ονόμαζε σχέση. Ομοίως και με την αντίληψη ότι δεν γεννήθηκα αυτόχρημα Ελληνας, αλλά ότι Ελληνας γίνομαι αναμετρούμενος με μια παράδοση, μετέχοντας και χτίζοντας εντός αυτής. Με τη γνώση πως ούτε ο χριστιανός αποτελεί επίκτητο χαρακτηριστικό ή ιδεολογική ταμπέλα, αλλά το αποτέλεσμα μετοχής και αέναης πάλης με την πίστη και την απιστία μου, που πάντοτε υπερτερεί. Ποτέ δεν με υποχρέωσε να ακολουθήσω τον τάδε ή τον δείνα δρόμο, κι ουδέποτε αποπειράθηκε να μου εμφυσήσει συγκεκριμένη αντίληψη για τα πράγματα. Γι’ αυτό και από μια ηλικία και πέρα, το μεγαλύτερο δώρο υπήρξε η συνάντησή μου μαζί του – όχι η ταύτιση, αλλά η συνάντηση, με όλες τις διαφωνίες και τις ανταλλαγές που αυτή προσφέρει.
Τρέμω μην ιδεολογικοποιώ με τα λόγια μου την αλήθεια των πραγμάτων. Γιατί ένα από τα μέγιστα κληροδοτήματα που έλαβα από εκείνον ήταν η απέχθεια για παντός είδους ιδεολογία· η ψηλαφητή επίγνωση και πεποίθηση ότι η παγίωση των ιδεών σε άρρηκτα σχήματα γεννάει μόνο αρρώστια, πόνο και θάνατο. Κάτι το οποίο έζησε στο πετσί του εντός των παραεκκλησιαστικών σωματείων της Ζωής και του Σωτήρα. Οσοι τον έζησαν, γνωρίζουν ότι υπήρξε ένας βαθιά καλόκαρδος κι αφειδώλευτα γενναιόδωρος άνθρωπος, ο οποίος κράτησε μέχρι το τέλος μια παιδική καρδιά. Και μια αντίστοιχη ευπιστία, ενίοτε και παρορμητική αφέλεια, εξαιτίας της αμέριστης εμπιστοσύνης του προς τους άλλους. Εκεί, νομίζω, οφείλονται πολλές από τις παραδρομές του. Με τους μαθητές του υπήρξε δάσκαλος, με την πιο πατρική έννοια του όρου. Εμείς τα παιδιά του εισπράξαμε απέραντη αγάπη, ως καθημερινή, έμπρακτη απόρροια του πνευματικού του μόχθου. Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο πατέρας μου δεν έκοψε ποτέ στα δύο τη ζωή του, ξεχωρίζοντας ένα περίκλειστο θεωρητικό κι ένα πρακτικό κομμάτι εντός αυτής.
Ενα από τα μέγιστα κληροδοτήματα που έλαβα από εκείνον ήταν η απέχθεια για παντός είδους ιδεολογία· η ψηλαφητή επίγνωση και πεποίθηση ότι η παγίωση των ιδεών σε άρρηκτα σχήματα γεννάει μόνο αρρώστια, πόνο και θάνατο.
Οι κατακτήσεις του πνευματικού του έργου διαμόρφωναν τη ζωή του. Δεν τον ενδιέφερε η αόριστη θεωρητική αναζήτηση, τα συγκεκριμένα οντολογικά ερωτήματα υπήρξαν ανέκαθεν η κινητήριος δύναμή του για το πώς και το γιατί του βίου. Για το πώς και το γιατί της νεοελληνικής συνθήκης και παρακμής. Τον πονούσε βαθιά η τσαλαπατημένη αρχοντιά των Ελλήνων, η άγαρμπη βουτιά στην ιδεολογία, η παραίτηση από κάθε ζείδωρη αναζήτηση της αλήθειας, έναντι πινακίου φακής: του καπιταλιστικού οράματος της καταναλωτικής ευωχίας. Αυτή την εκδοχή του Διαφωτισμού στηλίτευσε και επέκρινε, πάντα εκ των έσω, ως Νεοέλληνας Ευρωπαίος, συμβάλλοντας σε μια εσωτερική αυτοκριτική της Δύσης. Υπ’ αυτήν την έννοια ανήκε στο μεγάλο ρεύμα των anti-modernes, όπως τους ονομάζει στα δικά μου χωράφια ο Αντουάν Κομπανιόν, με τον τρόπο, όμως, της μεγάλης ανατολικής παράδοσης. Με σημείο τομής τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Γι’ αυτό και ταυτόχρονα αποποιήθηκε, εναντιωνόμενος, το άλλο ιδεολογικό καλούπι, εκείνο της θρησκείας. Υπήρξε, μαχητικός και απαιτητικός, αλλά ποτέ πιεστικός ή αμετάκλητα καταδικαστικός. Υπήρξε όπως όλοι οι μη αδρανείς, άνθρωπος πολλών αντιφάσεων, ένας άνθρωπος ζωντανός ο οποίος πάλεψε με τις δυνάμεις και τον τρόπο του να ενσαρκώσει το ουσιώδες· εκείνο το «Μείζον δε πάντων, η αγάπη».
Αιωνία σου η μνήμη, πατερούλη μου. Χριστός Ανέστη και καλή αντάμωση.
*Ο κ. Σπύρος Γιανναράς είναι συγγραφέας.