«Τα βιβλιοπωλεία είναι επιχειρήσεις σε διπλό επίπεδο, ταυτόχρονα και κατά τρόπο αδιαχώριστο: οικονομικό και συμβολικό, πώληση αντιτύπων και δημιουργία και καταβαράθρωση μύθων, επαναβεβαίωση της κυρίαρχης αισθητικής ή εφεύρεση μιας καινούργιας, καταθέσεις και χρέη». Θα μπορούσε να τα έχει πει ένας εκ των βιβλιοπωλών με τους οποίους συνομιλήσαμε· τα έχει πει, όμως, ο Χόρχε Καριόν στα «Βιβλιοπωλεία. Ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη» (μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Ποταμός, 2018).
Σου μιλούν για μεράκι και τιμολόγια· για αγάπη και business plan· για ανθρώπινες κοινότητες και ψηφιακές μοναχικότητες· για λέξεις μαγικές και ρίσκο επιχειρηματικό. Οι άνθρωποι που τόλμησαν να γίνουν βιβλιοπώλες στα πανδημικά χρόνια κλήθηκαν να ισορροπήσουν τη ρομαντική βιβλιοφιλία τους με τις κυνικές φορολογικές ανάγκες, αλλά κυρίως με το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής. Η αγορά του βιβλίου έχει να ανταγωνιστεί την κουλτούρα του σκρολαρίσματος – του διαρκούς ερεθίσματος στην οθόνη που απομακρύνει τις νέες γενιές από την ανάγνωση. Αλλά, ακόμη και στο κοινό που μένει πιστό στη βιβλιοφιλία, τα βιβλιοπωλεία απειλούνται από τα διαδικτυακά καταστήματα – είτε πωλούν ψηφιακά είτε χάρτινα βιβλία.
Δικαιωμένοι
Κόντρα σε αυτές τις πολιτισμικές και οικονομικές αντιξοότητες, νέα βιβλιοπωλεία εγγράφονται στον χάρτη της πόλης. Οι βιβλιοπώλες που συνάντησε η «Κ» δηλώνουν δικαιωμένοι για την επιλογή τους να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Αντιλαμβάνονται τα καταστήματά τους ως εστίες βιβλιοφιλικών κοινοτήτων – «χώρους τέλεσης δύο θεμελιωδών πράξεων: της συζήτησης και της ανάγνωσης», όπως θα έλεγε ο Χόρχε Καριόν.
Η Ανδρονίκη Μαστοράκη του βιβλιοκαφέ και των εκδόσεων Literature House, «που, τριάμισι χρόνια μετά, επιβιώνει από τα βιβλία», είναι βγαλμένη από τα σπλάχνα του εκδοτικού χώρου και είναι σαφής όταν λέει ότι «μπορεί η ανάγνωση να είναι μοναχική, αλλά η συζήτηση για όσα έχουμε διαβάσει απαιτεί συνύπαρξη, συνομιλία». Θεωρεί ότι αυτή η συνύπαρξη ξεκινάει από την επαφή του αναγνώστη με τον βιβλιοπώλη, «που δεν αντικαθίσταται με οτιδήποτε ψηφιακό, διότι ο αναγνώστης θέλει να ξέρεις τις ανάγκες του. Κάτι που δεν μπορεί το online βιβλιοπωλείο να προσφέρει». Ταυτόχρονα, οι λέσχες ανάγνωσης που διοργανώνει δημιουργούν τις νέες κοινότητες, οι οποίες διαμορφώνονται με ένα «χειροποίητο βιβλιοπωλείο» στο επίκεντρο. Και συμβάλλουν στην από στόμα σε στόμα διάδοση του Literature House.
Σε αυτή την από στόμα σε στόμα εμπιστοσύνη που χτίζεται από τη φυσική επαφή με τον αναγνώστη –ή, ας μην το φοβόμαστε, τον πελάτη– πιστεύουν ακράδαντα ως μέσο διάδοσης και οι Δημήτρης Ανανιάδης και Εύη Γεροκώστα του βιβλιοκαφέ Zátopek, «το οποίο επιβιώνει από το καφέ». Από το 2021 χτίζουν τη δική τους κοινότητα με προσωπική επαφή, λέσχες ανάγνωσης, μουσικές βραδιές, παρουσιάσεις, τραπεζάκια έξω, «σε έναν χώρο που είναι σαν προέκταση του σπιτιού μας». Το χειροποίητον του πράγματος ισορρόπησε το ρίσκο – η οικιακή γαλήνη του βιβλιοπωλείου ως αντάλλαγμα στις «ατελείωτες άδειες που έπρεπε να βγάλουμε».
Προέκταση ενός προσωπικού χώρου –της βιβλιοθήκης του– είναι και το Fata Libelli του Σπύρου Βαλτετσιώτη, που δραστηριοποιείται στον τομέα από το 1996, αλλά μόλις το 2021 πήρε την απόφαση. Αμιγές βιβλιοπωλείο, με καθαρές γραμμές και μίνιμαλ αισθητική, ανάμεσα σε καφέ, καταστήματα ρούχων και κοσμημάτων, το βιβλιοπωλείο «αγκαλιάστηκε εξαρχής από τη γειτονιά και τον κόσμο του Πειραιά, που το είχαν ανάγκη». Ανάγκη; «Είχαν λείψει τα συνοικιακά βιβλιοπωλεία εδώ. Για να βρεις ένα βιβλίο, έπρεπε να ανέβεις στην Αθήνα». Μα δεν υπάρχουν τόσα online βιβλιοπωλεία; «Ηδη τα κάνουμε όλα από το τηλέφωνο, το email, το Messenger. Οσο πάμε, αποξενωνόμαστε. Ενα φυσικό βιβλιοπωλείο μπορεί να επαναφέρει έναν ολόκληρο κόσμο με αφορμή το βιβλίο».
Για την «παρανοϊκή γραφειοκρατία», πάντως, μίλησε και ο Γάλλος Μπενουά Ντουραντέν του βιβλιοπωλείου «Μετεωρίτης», ονομασία που από την κουβέντα μας φάνηκε ότι έχει διττή σημασία: του είχε σκάσει ως μετεωρίτης η ιδέα για βιβλιοπωλείο και το βιβλιοπωλείο είχε κάνει το ίδιο στη Φωκίωνος Νέγρη προ πενταετίας. Δεν τον σταμάτησε τίποτα, αλλά «δεν ξέρω γιατί άνοιξα το βιβλιοπωλείο. Και ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι είμαι βιβλιοπώλης. Ερχομαι και ανοίγω το μαγαζί κάθε πρωί και νιώθω ότι δεν μου ανήκει». Για τον ίδιο ήταν μια απόφαση όπως όλες οι άλλες, δίχως να το σκεφτεί. Ωστόσο, «λατρεύω να είμαι κάθε μέρα στο βιβλιοπωλείο. Αλλά δεν ξέρω καθόλου τι κάνω». Αυτό που, όμως, γνωρίζει πολύ καλά είναι ότι οι λέξεις χρειάζονται χαρτί, το χαρτί βιβλιοπωλείο και το βιβλιοπωλείο ανθρώπους που σε εμπιστεύονται, ακόμη κι αν «είσαι κακό παιδί, όπως εγώ».
Οι κοινές παραδοχές είναι πολλές σε αυτές τις συνομιλίες. Η λογοτεχνία πουλάει περισσότερο από κάθε άλλο είδος, και ιδίως η μεταφρασμένη. Η ελληνική πεζογραφία, δε, που «τον 21ο αιώνα έγινε ευρωπαϊκή και συνομιλεί με τον υπόλοιπο κόσμο», όπως λένε οι επικεφαλής του Literature House και του Zátopek, κερδίζει κοινό διά της… προπαγάνδας των βιβλιοπωλών.
Ολοι τους μιλούν για αναγνωστικό και ψυχολογικό σκανάρισμα του πελάτη, ώστε να του βρουν το βιβλίο που χρειάζεται εκείνη τη στιγμή. Μιλούν για εκείνους που περνούν για να πουν ότι τους άρεσε ή όχι το βιβλίο που είχαν αγοράσει πρόσφατα. «Δημιουργούμε database για κάθε πελάτη στο κεφάλι μας», σημειώνουν.
Ολοι συμφωνούν, όμως, ότι πρέπει να επιλέξεις σωστά τη γειτονιά που έχει ανάγκη από ένα βιβλιοπωλείο. Να έχεις ένα υποτυπώδες business plan, παρεκτός κι αν ακολουθείς τα βήματα του Μπενουά Ντουραντέν. «Δεν φτάνει το πάθος», λένε όλοι, πλην της Ανδρονίκης Μαστοράκη, η οποία δηλώνει ότι η «αγάπη αρκεί· και όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν. Και αν κάποιος θέλει να ανοίξει βιβλιοπωλείο, να το κάνει. Αρκεί να το φτιάξει έτσι ώστε να είναι ερωτευμένος με αυτό».
«Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να το κερδίζεις διαρκώς», τονίζει ο Σπύρος Βαλτετσιώτης. «Εντάξει, μπορείς να καταλάβεις ότι έχεις πετύχει τον σκοπό σου αν έχεις κάποιους πελάτες και σ’ αγαπάνε, σημαίνεις κάτι γι’ αυτούς όπως και αυτοί σημαίνουν κάτι για σένα». Θεωρεί, δε, ότι πρέπει να προσπαθείς διαρκώς, να ενημερώνεσαι για να ενημερώνεις, να υπάρχεις στα social media για να σε μάθουν, «να δουλέψεις αν χρειαστεί 24 ώρες, που λέει ο λόγος, χωρίς να νιώσεις επιβάρυνση. Ισως δεν μπορώ να πω ότι το κέρδισα το στοίχημα, αλλά απ’ την άλλη δεν μπορώ να πω και ότι είμαι και χαμένος». Θα πρότεινε σε άλλον να ανοίξει βιβλιοπωλείο; «Θα του έλεγα ότι, εάν δεν μπορείς να μην ανοίξεις, ρε παιδί μου, άνοιξε – αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για να μην κρατήσει ένα βιβλιοπωλείο, όπως είναι το ανταγωνιστικό ψηφιακό εμπόριο».
«Αυτή την περίοδο, είναι πάρα πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αν ερχόσουν να μου πεις “θέλω να ανοίξω ένα βιβλιοκαφέ”, θα σου έλεγα ότι υπάρχει κόσμος που το έχει μετανιώσει, αλλά ας δούμε πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε εμείς που το έχουμε ήδη κάνει», λένε οι Δημήτρης Ανανιάδης και Εύη Γεροκώστα. «Ναι μεν δεν αντικαθίσταται η σχέση με τον βιβλιοπώλη –και αυτός είναι ο λόγος που ακόμη ζουν τα βιβλιοπωλεία και δίνουν αυτή την εικόνα της άνθησης–, αλλά το online εμπόριο έχει ήδη πολύ μεγάλο κύκλο εργασιών. Ο κόσμος παραγγέλνει από e-shops αλλά και απευθείας από τους εκδότες. Ωστόσο, τα e-shops που πουλάνε περισσότερο είναι αυτά που έχουν και φυσικό κατάστημα».
«Σαν γράμματα»
Ο Μπενουά Ντουραντέν, που είναι αρχιτέκτονας και δημιουργούσε χρηστικά αντικείμενα από ξύλο και σίδερο όταν ήρθε στην Ελλάδα, πριν από 20 χρόνια, δεν φαίνεται να νοιάζεται για την αγορά και δεν ξέρει αν έχει κερδηθεί το στοίχημα, διότι δεν είχε βάλει εξαρχής. Παρά ταύτα, «για να ανοίγω ακόμη κάθε πρωί, κάτι έχω καταφέρει. Δεν σας το συστήνω όμως» και αραδιάζει ξανά την κόλαση της γραφειοκρατίας. «Αν, βέβαια, κάποιος είναι αποφασισμένος, θα του έλεγα να αναζητήσει μια πολύ δυνατή ταυτότητα. Και να πιστεύει ότι τα βιβλία είναι τα μάγια της ανθρωπότητας». Και ολοκληρώνει την κουβέντα έτσι: «Για μένα τα βιβλία είναι γράμματα στους φίλους που πέθαναν, στους φίλους που ξέρεις στο παρόν και στα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ακόμη».