Δίκη για το Μάτι: «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου»

Δίκη για το Μάτι: «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου»

Συγκλόνισε η κατάθεση της γυναίκας που έχασε την κόρη και τον έξι μηνών εγγονό της. Τι ανέφερε ο άνθρωπος που είδε πρώτος τον καπνό και ειδοποίησε Δήμο και Πυροσβεστική. Η δίκη θα συνεχιστεί στις 10 Σεπτεμβρίου

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με την κατάθεση της Μαρίας Διονυσιώτη, της γυναίκας που έχασε την κόρη και τον 6 μηνών εγγονό της λόγω της πυρκαγιάς στο Μάτι, συνεχίστηκε την Πέμπτη η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Η κόρη της, Μαργαρίτα Διονυσιώτη, έχασε το μωρό της το μοιραίο απόγευμα, ενώ υπέκυψε και η ίδια στα βαρύτατα εγκαύματά της.

Η μάρτυρας δεν έμεινε πολύ στο βήμα, ωστόσο, η κατάθεσή της συγκλόνισε τους παριστάμενους. Ακόμη και οι δικαστές δάκρυσαν όταν την άκουσαν να λέει πως «απλώς υπάρχω πλέον σαν ένα κομμάτι κρέας» και πως θα ζει πάντα με την απώλεια της κόρης και του εγγονού της, που την κουβαλάει σαν «καύτρα στην ψυχή μου».

Αμέσως μετά, το δικαστήριο διέκοψε για λίγα λεπτά τη συνεδρίαση, ώστε να αποφορτιστεί το κλίμα από την κατάθεση της μαυροφορεμένης γυναίκας, πεθεράς του στελέχους της Πυροσβεστικής Νέας Μάκρης, Ανδρέα Δημητρίου, που κατέθεσε χθες για τη «Μαργαρίτα και τον μπέμπη μας». «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου… Δεν ζούμε, απλώς υπάρχουμε. Εμείς, ο άντρας μου και εγώ αλλά και ο Αντρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλώς υπάρχουμε», ανέφερε μεταξύ άλλων η κυρία Διονυσιώτη.

Περιγράφοντας όσα έζησε, είπε πως αναζητούσαν με τον άντρα της την Μαργαρίτα και το μωρό μέσα σε ένα σκηνικό απελπιστικό. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή. Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο Λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό».

«Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι… Οταν γυρίσαμε στο σπίτι το πρωί αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό ταινίας. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγες ημέρες και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Αγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο… Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη», συνέχισε.

Πρόσθεσε πως «η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το Λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε τη δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμα μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολεία. Εμείς δεν ζούμε, απλώς υπάρχουμε…», τόνισε καταληκτικά.

«Οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι»

Στη δική του κατάθεση ο πατέρας της Μαργαρίτας, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, είπε στους δικαστές: «Κανείς από εσάς δε πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ημασταν ανυπεράσπιστοι. Μας άφησαν να καούμε. Ούτε η Πυροσβεστική, ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις, και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς τον Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης… Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν ήμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Να πεθαίνουν μέσα στις στάχτες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν, που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι τότε και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του Δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».

«Ενημέρωσα ότι θα χρειαστούν εναέρια»

Ο Εμμανουήλ Τσαλιαγκός, επιχειρησιακός υπάλληλος στην Πολιτική Προστασία του Δήμου Ραφήνας-Πικερμίου που είχε βάρδια στη θέση “Οχυρό” το επίμαχο μεσημέρι, σε δημοτικό βυτίο, ήταν ο πρώτος που είδε τον καπνό και ειδοποίησε τον Δήμο και την Πυροσβεστική. Στην κατάθεση του τόνισε πως πλησιάζοντας το σημείο της εστίας, κατάλαβε πως η φωτιά είχε δυναμική και πως θα χρειαζόταν οπωσδήποτε συνδρομή από εναέρια μέσα για να αντιμετωπιστεί.

«Ημασταν στην υπηρεσία. Στις 16:40 είδαμε καπνό απλωμένο, όχι σε στήλη που σηκώνεται στην άπνοια, λόγω του αέρα, προς Νταού Πεντέλης ή Διώνη. Ενημέρωσα ότι θα χρειαστούν εναέρια και ότι η φωτιά είναι μεγάλη», είπε ο μάρτυρας ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση της προέδρου είπε πως είδε γύρω στις 17:15 με 17:30 ένα Ερικσον που έκανε μία ρίψη και τίποτε άλλο. Εκτίμησε παράλληλα, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν τα Καναντέρ καθώς ο αέρας έτρεχε με 125 χιλιόμετρα. Είπε επίσης πως αν είχαν διατεθεί περισσότερα οχήματα θα μπορούσε να “κρατηθεί” η φωτιά όσο ήταν στο Νταού και να μην “ανοίξει”.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT