Αρθρο της Λένας Διβάνη στην «Κ»: Ο γιος που δεν ήθελες
αρθρο-της-λένας-διβάνη-στην-κ-ο-γιος-563245432

Αρθρο της Λένας Διβάνη στην «Κ»: Ο γιος που δεν ήθελες

Σε ξεφτίλισα ε; Σόρι ρε, παρασύρθηκα από άλλους, έτσι δεν είπες στις κάμερες; Ο δικός σου ο γιος ήταν πάντα υ-πό-δει-γμα! Χέστηκα ρε, που μας ψάχνουν τα πρωινάδικα. Τι περίμενες; Να μας ψάχνουν οι τυπάδες που μοιράζουν τα Νομπέλ να μου δώσουν ένα βραβειάκι ρομποτικής;

Λένα Διβάνη
Ακούστε το άρθρο

Σε ξεφτίλισα ε; Σόρι ρε, παρασύρθηκα από άλλους, έτσι δεν είπες στις κάμερες; Ο δικός σου ο γιος ήταν πάντα υ-πό-δει-γμα! Χέστηκα ρε, που μας ψάχνουν τα πρωινάδικα. Τι περίμενες; Να μας ψάχνουν οι τυπάδες που μοιράζουν τα Νομπέλ να μου δώσουν ένα βραβειάκι ρομποτικής;

Και σ’ άκουσα, να ξέρεις, τι παπάτζες έλεγες στον διαχειριστή. «Αυτά τα κινητά κατέστρεψαν μια γενιά». Eλα ρε μεγάλε, εσύ δεν είσαι μηχανικός, ψυχολόγος είσαι, στον αέρα τα πιάνεις. Ισχύει, τα κινητά μάς κατέστρεψαν. Η νταντά μου δηλαδή, γιατί το κινητό με μεγάλωσε εμένα, το κατάλαβες; Μη στραβώνεις, μεταξύ μας μιλάμε τώρα, δεν χρειάζεται να το παίζεις ιστορία. Εσύ δεν μου πάσαρες το κινητό σου όταν με τραβολογούσες Σάββατο μεσημέρι για φαΐ με τους φίλους σου; Τους δικούς σου, όχι τους δικούς μου. Και βέβαια χτυπιόμουνα ρε, βαριόμουνα. Εσείς κανονίζατε ποιος ξέρει ποιον υπουργό, ποιος τα παίρνει και ποιον θα ρίξετε για να πάρετε το τάδε έργο κι εγώ έκοβα φλέβα. Τι με κοιτάς; Εσύ πρώτος σκυλοβαριόσουνα να αράξεις με το πεντάχρονο γι’ αυτό καλούσες για σαπόρτ τα φιλαράκια σου. Μια μέρα τη βδομάδα ρε και βαριόσουνα. Σε άκουγα στο κινητό με την εκάστοτε γκόμενα: «Εχω το παιδί σήμερα, δεν μπορώ». Με τη μούρη κάτω το «έχω το παιδί». Και που με είχες, τι; Με ρώτησες ποτέ τίποτα; Ναι, μη συγχύζεσαι, θυμάμαι. «Ολα καλά σχολείο, παιδαρά μου; Βάλαμε κάνα γκολ; Καμιά γκομενίτσα παίζει;». Πέντε χρονών ήμουνα, οχτώ, τι γκομενίτσα να παίξει;

Θέλετε να την ακούσετε την αλήθεια; Ε, τότε να σας την πω: βαράω για να μη με βαρέσουν. Τόσο απλά. Γιατί αυτό βλέπω. Ή θα σε λυπούνται ή θα σε φοβούνται, φίλε…

Σας έβλεπα και φόρτωνα. Πουλάγατε μούρη στις σερβιτόρες ρε, αυτό εννοώ. «Εχουμε φράγκα, έχουμε αμάξια, είμαστε power, τι να τον κάνει τον δεκαοχτάρη το γκομενάκι; Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» – αυτά δεν λέγατε και χασκογελούσατε μεταξύ σας; Εχουμε αυτιά, ξέρεις, ακούμε. Σας σιχάθηκα ρε, γι’ αυτό πήγα ανάποδα. Τα κωλόπαιδα, που λες εσύ συμμορία και καλά, είναι πιο καθαρά απ’ την πάρτη σας. Ούτε λαδώνουν ούτε κόβουν τα χέρια που τους τάισαν μόλις δεν τα χρειάζονται. Ναι ρε, έχουν κώδικα τιμής τα κωλόπαιδα, μπετόν είμαστε, νόμος των σαμουράι. Ο δρόμος είναι μεγάλος δάσκαλος να ξέρεις. Δεν σηκώνει ρεζίληδες σαν τα μούτρα σου. Χτύπα με, ρε μαλάκα, αν σε παίρνει, έλα. Αυτό έκανες πάντα άλλωστε, μόλις σκάγανε τα σκούρα, σήκωνες χέρι. Ο άντρας ο Αλφα – γελάω. Γι’ αυτό σε άφησε η μάνα μου κι ας πουλάει κυριλίκι κι αυτή. «Διαφωνία χαρακτήρων Μανωλάκη μου». Ποια διαφωνία ρε, για να υπάρχει διαφωνία χαρακτήρων πρέπει να παίζει και χαρακτήρας, εσύ δεν έχεις. Αυτά της λέω αν θέλεις να ξέρεις. Δεν είμαι παιδί της μαμάς, αυτά είναι δικά σου φαντάσματα. Χεσμένη την έχω κι αυτήν. Που μ’ έσερνε να γνωρίσω κάθε τελειωμένο με άκρες – «αν δεν έχεις άκρες θα σε φάνε λάχανο», αυτά έλεγε. Το ξέρεις ότι μ’ έντυνε και κατάλληλα, μη νομίσει ο σάπιος με τις άκρες ότι ο γιος της είναι λουζεράς; Αυτή με δίδαξε να παριστάνω κάποιον άλλον, οπότε αφήστε τα τρελά. Θέλετε να την ακούσετε την αλήθεια; Ε, τότε να σας την πω: βαράω για να μη με βαρέσουν. Τόσο απλά. Γιατί αυτό βλέπω. Ή θα σε λυπούνται ή θα σε φοβούνται, φίλε, σ’ αυτή την κωλοκατάσταση. Ολα τ’ άλλα είναι να ‘χαμε να λέγαμε. Στο δημοτικό έφαγα τις φάπες του αιώνα και δεν κουνήθηκε φύλλο. Οταν σε ρώτησα εσένα, το θυμάμαι σαν τώρα ρε, γιατί τα παιδιά κυνηγάνε τους αδύνατους, μου πέταξες μια παπαριά και άλλαξες θέμα. «Για να νιώσουν πιο δυνατοί». Το ξέρω ότι δεν το θυμάσαι. Αφού το ‘χες περάσει ντούκου, τι να θυμάσαι; Αν πρόσεχες λίγο θα έβλεπες ότι έτρεμα, δεν έκανα ακαδημαϊκή συζήτηση ξέρω γω. Το κράτησα όμως. Για πρώτη και μοναδική φορά είχες δίκιο: γι’ αυτό το γύρισα ανάποδα, ρε. Ξέρεις πόσο γαμάτο είναι να σε βλέπουν και να σε φοβούνται; Χέστηκα για τις άκρες σας, έχω τα άκρα μου εγώ.

Η κ. Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας.

Φωτ. Shutterstock

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT