Υπό κράτηση στο Ντουμπάι βρίσκονται δύο Ελληνες ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ, οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για τουλάχιστον δύο δολοφονίες μελών της επονομαζόμενης Greek Mafia. Συνελήφθησαν πριν από μερικές εβδομάδες από τις αρχές του Εμιράτου, όπως επιβεβαίωσε χθες στην «Κ» αρμόδιος Ελληνας αξιωματούχος.
Η σύλληψή τους έγινε κατόπιν αιτήματος των ελληνικών αρχών, έπειτα από μυστικές διαβουλεύσεις μηνών. Στις ελληνικές διωκτικές αρχές, εξάλλου, είχαν περιέλθει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι δύο άνδρες είχαν βρει καταφύγιο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και συγκεκριμένα στο Ντουμπάι.
Ο ένας εξ αυτών θεωρείται δραπέτης από ελληνική φυλακή, όπου εξέτιε ποινή φυλάκισης 7 ετών για διαρρήξεις. Ο δεύτερος, 41 ετών, διώκεται για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση που εμπλέκεται σε δύο δολοφονίες μελών της Greek Mafia, μία απόπειρα ανθρωποκτονίας στη Βόρεια Ελλάδα και εμπρησμούς πρατηρίων υγρών καυσίμων στον Ασπρόπυργο.
Η δράση της εν λόγω ομάδας αποκαλύφθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2024, στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγαν από κοινού το τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών και η υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφάλειας. Μολονότι η σύλληψή τους θεωρείται βέβαιη από τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, οι αρχές του Ντουμπάι δεν έχουν ενημερώσει για τις εξελίξεις το ελληνικό γραφείο της Interpol στην Αθήνα. Ο εντοπισμός και η σύλληψη των δύο αποτελούσε προτεραιότητα για τις ελληνικές διωκτικές αρχές, με τον ίδιο τον υπουργό Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στην υπόθεση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις αρχές Ιανουαρίου η ΕΛ.ΑΣ. σχημάτισε δικογραφία για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης εις βάρος ομογενών από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Με βάση τα δικαστικά έγγραφα, τα μέλη της ομάδας είχαν κηρύξει τον πόλεμο σε Ελληνες επιχειρηματίες της «νύχτας» προκειμένου να πάρουν εκείνοι στα χέρια τους τον έλεγχο της διακίνησης λαθραίων τσιγάρων και καυσίμων. Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου ενέταξε η ΕΛ.ΑΣ. τις δολοφονίες των Γιάννη Σκαφτούρου (2022) και Βασίλη Ρουμπέτη (2023), μία απόπειρα ανθρωποκτονίας στην περιοχή της Κατερίνης κ.ά., ενώ εξετάζεται να υπάρχει εμπλοκή της συγκεκριμένης ομάδας και στην εκτέλεση του Βαγγέλη Ζαμπούνη (2024). Ως ένα από τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης περιγράφεται ο 41χρονος ομογενής που κρατείται στο Ντουμπάι, καθώς μεταξύ άλλων προέκυψε ότι μετείχε ενεργά στις προπαρασκευαστικές ενέργειες (παρακολουθήσεις) της δολοφονίας του Βασίλη Ρουμπέτη. Αντιθέτως, το όνομα του δεύτερου από τους συλληφθέντες δεν αναφέρεται στα έγγραφα της δικογραφίας. Περιγράφεται ωστόσο ως ο σκιώδης αρχηγός της οργάνωσης. Ηδη από το διάστημα πριν από την επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. οι δύο άνδρες βρίσκονταν στο εξωτερικό, ενώ ο φερόμενος ως αρχηγός –γνωστός ως Εντικ– φέρεται να έχει και επαγγελματική δραστηριότητα στο Ντουμπάι.
Τους τελευταίους μήνες τα στελέχη της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφάλειας είχαν θέσει ως πρωταρχικό στόχο τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δύο ανδρών, φοβούμενα νέο κύκλο βίας και αίματος στην Ελλάδα. Υπήρχαν εξάλλου ενδείξεις ότι, καίτοι καταζητούμενοι, παρέμεναν ενεργοί στις διεργασίες στο ελληνικό οργανωμένο έγκλημα. Ο πρόσφατος ξυλοδαρμός ενός παλιού στελέχους της Greek Mafia εντός των φυλακών Κορυδαλλού εξ ονόματός τους θεωρήθηκε από την ΕΛ.ΑΣ. πράξη ενδεικτική των προθέσεών τους.
Η Αστυνομία συνεπικουρούμενη και από την ΕΥΠ μπόρεσαν να εντοπίσουν τους δύο υπόπτους στο Ντουμπάι και έκτοτε ακολούθησαν επικοινωνίες για τη σύλληψη και έκδοσή τους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι επαφές με τις εκεί διωκτικές αρχές τελεσφόρησαν πρόσφατα και οι δύο άνδρες βρίσκονται υπό κράτηση. Ο ένας φέρεται να κυκλοφορούσε έχοντας στην κατοχή του πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα.
Δεν είναι, ωστόσο, σαφή τα επόμενα βήματα των αρχών του Ντουμπάι. Εάν δηλαδή θα προχωρήσουν στην έκδοση των δύο ή όχι. Σε μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, οι αρχές του Ντουμπάι συνέλαβαν τον Αύγουστο και έναν Ελληνοαυστραλό υπήκοο, υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενο στην Αυστραλία για διακίνηση ναρκωτικών. Ο εν λόγω ύποπτος διατηρεί ακίνητα και επαγγελματική δραστηριότητα στην Ελλάδα και είχε και αυτός βρεθεί στο επίκεντρο ερευνών της υποδιεύθυνσης Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ.