Η μεγάλη πυρκαγιά στην Κορινθία, που κατέστρεψε περίπου 70.000 στρέμματα καλλιεργείων κυρίως, είναι μία από τις πιο καταστροφικές από το 2001 και οι πυρκαγιές στο Γεράκι αποδεικνύουν ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για διεύρυνση της αντιπυρικής περιόδου.
Τα στοιχεία για τον Σεπτέμβριο 2024 επιβεβαιώνουν ότι ο φετινός αριθμών πυρκαγιών είναι αυξημένος σε σχέση με πέρσι: εκδηλώθηκαν 733 πυρκαγιές ενώ τον ίδιο μήνα του 2023 είχαν ξεσπάσει 658. Επίσης, σύμφωνα με την πυροσβεστική τον Οκτώβριο του 2023 εκδηλώθηκαν 840 πυρκαγιές.
Ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβαλλοντικής και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, δρ Κώστας Λαγουβάρδος, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη φωτιά στην Κορινθία ότι «δεν έχει εμφανιστεί ποτέ τόσο μεγάλη φωτιά τόσο αργά. Η αντιπυρική περίοδος στα χαρτιά υπάρχει, έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι οι μετεωρολογικές συνθήκες μπορεί να δημιουργήσουν πολύ δύσκολες καταστάσεις ακόμα και σε περιόδους στην αρχή και στο τέλος της αντιπυρικής περιόδου».
Επισημαίνει επίσης ότι η πυρκαγιά στην Κορινθία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά φέτος μετά από αυτήν που εκδηλώθηκε τον Αύγουστο στην Αττική, προσθέτοντας ότι οδεύουμε στο μέσο όρο των καμμένων εκτάσεων των τελευταίων 20 ετών.
Η μεγαλύτερη πυρκαγιά από το 2001
«Το 2000 είχαμε τη μεγαλύτερη πυρκαγιά στην περιοχή. Ουσιαστικά είναι η μεγαλύτερη από το 2001 και μετά. Το 2000 ήταν η μεγαλύτερη προηγούμενη πυρκαγιά στην Κορινθία. Και με αυτά τα ποσά όπως βλέπω και στο σύστημα, θα φτάσουμε περίπου στο μέσο όρο των καμένων εκτάσεων των τελευταίων 20 ετών», αναφέρει.
Και προσθέτει:
«Παρ’ όλο που ήμασταν μέσα στην αντιπυρική περίοδο, είχαμε την αίσθηση όλοι μας ότι προς το τέλος της, δηλαδή από τον Σεπτέμβριο, από ένα σημείο και μετά, πέφτει πολύ ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιών. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι αλήθεια. Και μάλιστα το παράδοξο είναι ότι στην περιοχή έχει εμφανιστεί τον Μάιο του 2021, η πιο μεγάλη πρώιμη πυρκαγιά. Τυχαίο πιθανόν, αλλά θα σας πω ότι και τότε ήταν η πιο μεγάλη πυρκαγιά που συνέβαινε τόσο νωρίς, τον Μάιο, και τώρα πάλι στον ίδιο νομό συμβαίνει το ίδιο τέλος Σεπτεμβρίου».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του ΑΠΘ, διευθυντής του εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης, Ιωάννης Γήτας, επίσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τονίζει ότι διανύουμε «μια μεγαλύτερη σε διάρκεια αντιπυρική σεζόν».
«Παραδοσιακά είχαμε φωτιές τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, αλλά εδώ βλέπουμε μια μεγάλη φωτιά σε ένα οικοσύστημα το οποίο νωρίτερα δεν έπαιρνε φωτιά αυτόν τον καιρό», εξηγεί και σημειώνει ότι με βάση αυτό το στοιχείοθα πρέπει και ο αντιπυρικός σχεδιασμός που γίνεται να περιλαμβάνει μεγαλύτερη περίοδο αντιπυρικής προστασίας.
«Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι έχει αλλάξει η αντιπυρική περίοδος. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό το κράτος να το αντιληφθεί έγκαιρα και με βάση αυτή την καινούργια κατάσταση να δημιουργήσει τον καινούργιο αντιπυρικό σχεδιασμό να ξεκινάει νωρίτερα και να τελειώνει αργότερα από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα», επισημαίνει ο Ιωάννης Γήττας.
Τι λέει η Πυροσβεστική
Στελέχη της Πυροσβεστικής τονίζουν επίσης ότι η επικινδυνότητα για την εκδήλωση πυρκαγιάς κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου είναι υψηλή μέχρι την τελευταία ημέρα και πως ακόμη και μετά την αντιπυρική περίοδο, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μπορεί να έχουμε τραγικά γεγονότα.
Αυτό που προβληματίζει αρκετούς επιστήμονες είναι οι επιπτώσεις που έχει η παρατεταμένη αντιπυρική περίοδος στην κόπωση του πυροσβεστικού προσωπικού.
«Υπάρχουν επιπτώσεις και στην προετοιμασία μας και στην κόπωση του προσωπικού», εξηγεί ο Κώστας Λαγουβάρδος και προσθέτει ότι είναι διαφορετικό να υπάρχουν συσσωρευμένα συμβάντα μέσα σε δύο μήνες, κυρίως τους καλοκαιρινούς, και διαφορετικό αυτά να «ξεκινάνε αρκετά νωρίς και να τελειώνουν αργά».
«Προκύπτει το ζήτημα να έχεις προσωπικό, να το απασχολείς και να το έχεις σε εγρήγορση ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό πρέπει να το λάβουν υπ’ όψιν τους: πώς κατανέμουν το προσωπικό, με τις προσλήψεις, τους εποχικούς, την προετοιμασία, ώστε πλέον να είμαστε σε μια φάση που έχουμε μεγαλύτερη αντιπυρική περίοδο, η οποία μπορεί να συμπέσει και πιθανόν και με άλλα γεγονότα», επισημαίνει.
Και προσθέτει ότι «φαίνεται ότι υπάρχει μια αλλαγή και στη διάρκεια των δασικών πυρκαγιών και στην επέκταση της περιόδου. Λόγω της κλιματικής αλλαγής αυτό αναμένεται να συνεχιστεί όχι να μειωθεί. Οσο πάμε σε υψηλότερες θερμοκρασίες, τις επόμενες δεκαετίες, σε μεγαλύτερες περιόδους ξηρασίας αυτό το πρόβλημα θα επιδεινωθεί».
Ανάγκη για εξειδικευμένο προσωπικό
Από την πλευρά του ο κ. Γήτας μιλά για την εξειδικευμένη γνώση που απαιτείται στη διαχείριση μιας φωτιάς μέσα στο δάσος.
«Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι πυροσβέστες που ασχολούνται αποκλειστικά με το δάσος έχουν σαφώς καλύτερη γνώση για το πώς θα κινηθούμε στο δάσος για να σβήσουμε μια δασική πυρκαγιά. Αλλο ο αστικός ιστός και άλλο το δάσος. Χρειάζεται άλλη τεχνογνωσία. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ολες οι υπηρεσίες στην Ευρώπη έχουν δασοπυροσβέστες οι οποίοι εξειδικεύονται ακριβώς στο να σβήνουν φωτιά στο δάσος», εξηγεί.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Γήτα, χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, ενώ σημαντικό στον σχεδιασμό είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν η κατεύθυνση και η ταχύτητα του ανέμου. «Η ταχύτητα του ανέμου, η κλίση είναι βασικές παράμετροι που κάποιος θα γνωρίζει για να φτιάξει ένα στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης μιας πυρκαγιάς», επισημαίνει.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ