Σε 250.000 υπολογίζονται οι Ελληνες καθολικοί σήμερα, χωρίς να προσδιορίζονται οι δεκάδες χιλιάδες καθολικοί που βρίσκονται στη χώρα μας είτε ως οικονομικοί μετανάστες είτε ως πολιτικοί πρόσφυγες.
Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα χρονολογείται από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότεροι καθολικοί βρίσκονταν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.
Με βάση τα έγγραφα της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του ελληνικού υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του 1817, στα Επτάνησα η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία αναγνωριζόταν ως «επικρατούσα», αλλά παρεχόταν «εξαιρετική προστασία» στην Καθολική Εκκλησία. «Η Καθολική Ρωμάνα Θρησκεία προστατεύεται εξαιρέτως, και παν άλλο είδος θρησκεύματος εστίν ανεκτόν» όριζε το άρθρο 3 του πέμπτου κεφαλαίου. Κατόπιν με το Γ΄ Πρωτόκολλο των «Προστάτιδων Δυνάμεων» του Λονδίνου (3/2/1830) η Γαλλία παραιτήθηκε του δικαιώματος «προστασίας» των Καθολικών Χριστιανών που διατηρούσε έναντι του Σουλτάνου και ανέθεσε τη σχετική ευθύνη στον «μέλλοντα Ηγεμόνα της Ελλάδας». Το Πρωτόκολλο προέβλεπε ότι το νέο κράτος όφειλε να εγγυηθεί τη θρησκευτική ελευθερία των Καθολικών Χριστιανών και να αναγνωρίσει τις ιδιοκτησίες της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946, ανέκυψε το ζήτημα της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας και των ιδρυμάτων της στην Ελλάδα, το οποίο λύθηκε με το άρθρο 13 του νόμου 4301/2014. Ετσι η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, ενώ οι θρησκευτικές κοινότητες (επισκοπές, ενορίες, μονές) που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες μαζί της αναγνωρίζονται ως Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Καθολικής Εκκλησίας, οι Ελληνες καθολικοί μέχρι το 1990 ήταν περίπου 50.000. Από το 1990 ο αριθμός τους άρχισε να αυξάνεται, λόγω της εισόδου της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και της αλλαγής καθεστώτος στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, αλλά και λόγω των ταραχών στη Μέση Ανατολή. Ετσι, οι καθολικοί το 2010 είχαν φθάσει περίπου τις 300.000. Τότε όμως, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, αρκετοί επέστρεψαν στις εστίες τους, και πλέον υπολογίζονται στις 250.000. «Πρόκειται για θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα. Τα ονόματα και τα επίθετα, τα έθιμα και οι παραδόσεις, ιδίως στα νησιά, είναι κοινά μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων. Η συμβολή των Ελλήνων καθολικών στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην εκπαίδευση κατά τους τελευταίους αιώνες είναι σημαντική», επισημαίνει η Καθολική Εκκλησία.
Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα διαθέτει 82 ενορίες, 47 ιερές μονές και 231 χώρους λατρείας, ενώ το κράτος μισθοδοτεί, από το 1958, 15 ιεροδιδασκάλους του καθολικού δόγματος που υπηρετούν στις Κυκλάδες, όπου υπάρχει ισχυρός πόλος της Καθολικής Εκκλησίας. Ενδεικτικά στη Σύρο υπάρχουν περίπου 8.000 καθολικοί και στην Τήνο 3.000.
Μετανάστες
Η μεγαλύτερη καθολική κοινότητα της χώρας, βέβαια, βρίσκεται στην Αθήνα με περίπου 30.000 πιστούς, και κέντρο τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, επί της οδού Πανεπιστημίου. Επίσης, κοινότητες καθολικών υπάρχουν σε Κέρκυρα (2.500), Θεσσαλονίκη (2.000), Πάτρα, Καβάλα, Βόλο, καθώς και σε αρκετά νησιά (Νάξο, Θήρα, Κρήτη, Ρόδο, Κω, Σάμο, Χίο, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο κ.ά.).
Εκτός από τους πιστούς αυτούς, στη χώρα μας βρίσκονται καθολικοί είτε ως οικονομικοί είτε ως πολιτικοί πρόσφυγες. Με βάση τα στοιχεία της Καθολικής Εκκλησίας, περισσότεροι είναι οι Πολωνοί (περίπου 40.000, ενώ προ ετών είχαν φθάσει τις 250.000), οι Φιλιππινέζοι (45.000), οι Ιρακινοί (14.000), ενώ οι Αλβανοί είναι διασκορπισμένοι στη χώρα και ξεπερνούν τις 50.000.
Ανώτατο διοικητικό όργανο των καθολικών στη χώρα μας αποτελεί η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος. Τα μέλη της ορίζονται καθ’ υπόδειξιν της ιδίας από την Αγία Εδρα. Μόνιμος πρωθιεράρχης δεν υπάρχει αλλά εκλέγεται ανά τριετία ο πρόεδρος της Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας. Σύμφωνα με το καθολικό Κανονικό Δίκαιο, οι ιεράρχες δεν υπηρετούν ισοβίως στις έδρες τους, αλλά παραιτούνται σε ηλικία 75 ετών.