Αντζελα Σταματιάδου
«Θα ήθελα να πω στα νέα παιδιά να μη φοβηθούν τη γη», είπε ανεβαίνοντας στη σκηνή του θεάτρου Απόλλων στην Ερμούπολη της Σύρου ο Γιάννης Νομικός, που στο σαντορινιό αγρόκτημά του καλλιεργεί φάβα, ντομάτα, κάππαρη, ελιές. «Η καλλιέργεια της γης θα τους μάθει περισσότερα για τους ίδιους και τη ζωή τους παρά οτιδήποτε άλλο». Αυτή η παρότρυνση, τόσο απλή, τόσο αληθινή, τόσο συμπυκνωμένη, έμεινε να αιωρείται για ώρα στο μυαλό πολλών από εμάς που παρακολουθήσαμε την τελετή απονομής των 17ων Βραβείων Ποιότητας του «Γαστρονόμου» και της «Καθημερινής», που φέτος θέλησαν να «φωτίσουν» μια διαφορετική πλευρά των Κυκλάδων. Να αναδείξουν τους παραγωγούς, που σε πείσμα της τουριστικοποίησης των τόπων τους, ρίχνουν τις δυνάμεις τους στη γη. Φυτεύουν ντόπιες ποικιλίες, κουμαντάρουν κοπάδια, παράγουν παραδοσιακά τυριά και αλλαντικά. Περιφρουρούν την αγροτική ταυτότητα, τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής των νησιών. Στα κυκλαδονήσια, όχι πολύ μακριά από τα ξενοδοχεία και από σειρές από ξαπλώστρες, βρίσκονται χωράφια, βοσκότοποι και εργαστήρια. Τυροκόμοι, αλλαντοποιοί, μελισσοκόμοι, καλλιεργητές, οινοποιοί, κεραμίστες και άλλοι δουλευτές που διατηρούν τέχνες και μνήμες ζωντανές. Οσα κινδυνεύουν να χαθούν με το πέρασμα του χρόνου και τις προτεραιότητες που αλλάζουν, τα κρατάνε γερά. Τους κρίκους που κινδυνεύουν να σπάσουν τους ενδυναμώνουν.
Στο μεταίχμιο
«Ο λόγος που κάνουμε την εκδήλωση στις Κυκλάδες είναι γιατί θεωρούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο, που θα πρέπει με κάποιον τρόπο να αποφασίσουμε πώς παντρεύουμε την ανάγκη να υπάρχει ο τουρισμός, με τη διατήρηση παραδόσεων που υπάρχουν εδώ και αιώνες και πρέπει να συνεχιστούν για αιώνες», σημείωσε στον χαιρετισμό του ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς ανοίγοντας την τελετή στο ιστορικό θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης στις 20 Οκτωβρίου. Παίρνοντας τον λόγο, ο διευθυντής των γαστρονομικών εκδόσεων της «Καθημερινής» Αγγελος Ρέντουλας μίλησε για τους βραβευθέντες παραγωγούς: «Τα προϊόντα τους έχουν τη δροσιά των αληθινών Κυκλάδων. Τη ζωηρή πολυμορφία της κυκλαδίτικης κουζίνας. Αλλοι καλλιεργούν παλιούς σπόρους και συνεχίζουν παραδόσεις αιώνων και άλλοι μπολιάζουν την παράδοση ξεστρατίζοντας σε γόνιμα πεδία. Οι φάρμες τους, οι μικρές και μεγαλύτερες μονάδες τους, τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους είναι μικρά ξέφωτα της πατρίδας μας. Η ζωή τους και η δουλειά τους, όταν γυρίζει τον χειμώνα το κλειδί της τουριστικής σεζόν, είναι το αίμα στις αρτηρίες των νησιών μας».
Ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας, ο οποίος απένειμε βραβείο στο συριανό παντοπωλείο «Πρέκας», σημείωσε: «Οι παραγωγοί, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες του αγροδιατροφικού τομέα είναι αυτοί οι οποίοι παίρνουν από μια Ελλάδα λιτή και δίνουν πλούσια ελέη. Πώς το λέει ένας ποιητής από την πατρίδα μου: “Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμνούς, ετούτ’ είν’ η πατρίδα μας”. Και από αυτό το λίγο χώμα, από αυτά τα λίγα νερά δημιουργούμε μια παράδοση καταπληκτική».
Τα 14 βραβεία που δόθηκαν από τον «Γαστρονόμο» ανέβασαν πολλούς αξιέπαινους Κυκλαδίτες παραγωγούς στη σκηνή, γυναίκες και άνδρες, που αγωνίζονται παρότι οι δυσκολίες είναι πολυμέτωπες. Μια από αυτές είναι ο υπερτουρισμός, που αλλοιώνει το τοπίο και παραγκωνίζει τον πρωτογενή τομέα. Ο Πάρις Σιγάλας, παραλαμβάνοντας το ειδικό βραβείο συνολικής προσφοράς στον χώρο του οίνου, μίλησε για τη σημασία της αξιοποίησης του θησαυρού του αμπελώνα της Σαντορίνης, αναφέρθηκε όμως και σε αυτό: «Με έναν τουρισμό υψηλού επιπέδου χωρίς πρωτογενή παραγωγή, άρα χωρίς κοινωνία, θα γίνουμε βιτρίνα, θα χαθούμε πολύ γρήγορα». Δεν είναι η μόνη δυσκολία. Είναι και η αλλαγή του κλίματος, η παρατεταμένη ανομβρία, οι φωτιές – όπως αυτές που έκαψαν ένα μεγάλο μέρος από τα φρύγανα που τρυγούν τα μελίσσια του Νίκου Κοκολάκη, ο οποίος απέσπασε το βραβείο παραγωγής μελιού.
Η ζωή τους και η δουλειά τους, όταν γυρίζει τον χειμώνα το κλειδί της τουριστικής σεζόν, είναι το αίμα στις αρτηρίες των νησιών μας.
Σε πείσμα των αντιξοοτήτων, αυτοί οι άνθρωποι, που στις περισσότερες περιπτώσεις πήραν τη σκυτάλη από τους γονείς και τους παππούδες τους, συνεχίζουν στα βήματά τους κρατώντας τις παραδόσεις των νησιών τους φυλαχτό. Αν ο Σαντορινιός Γιάννης Νομικός, που μεγάλωσε μέσα στα χωράφια, επιμένει σε ένα εμβληματικό αγροτικό προϊόν του τόπου του, τη φάβα, ο επίσης ταγμένος στη γη, Φαβιανός Ρουγγέρης από την Τήνο, επιδίδεται στην απαιτητική καλλιέργεια της άγριας αγκινάρας του νησιού, που κόντεψε κάποια στιγμή να εξαφανιστεί. Ο πατέρας του, ο 90χρονος μπαρμπα-Νικόλας, είναι κάθε μέρα ακόμη και σήμερα στο χωράφι. Οι αδερφοί Τριδήμα, που κάνουν εξαιρετική δουλειά στην Ανδρο, έμαθαν κι εκείνοι από τους γονείς τους να δουλεύουν τα ζώα και τα αλλαντικά. Τα παραδοσιακά σιφνέικα αμυγδαλωτά είναι δεμένα με την οικογενειακή ιστορία στο ζαχαροπλαστείο «Θεοδώρου» στη Σίφνο. Η οικογένεια Λεμπέση, από το ίδιο νησί, έχει τέσσερις γενιές κεραμοποιούς. Οι πέντε Κυκλαδίτισσες μαγείρισσες που βράβευσε ο «Γαστρονόμος» έμαθαν από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους να διαφεντεύουν ζωντανά και μπαξέδες και να μαγειρεύουν τοπικές συνταγές, που πολλοί έχουν ξεχάσει πια. Ολοι κάνουν ό,τι μπορούν για να μεταλαμπαδεύσουν αυτή τη γνώση. Εχουν συναίσθηση ότι κρατάνε κάτι πολύτιμο. Ο Αξιώτης Νικόλας Πιτταράς, ο οποίος μοιράστηκε το βραβείο τυροκομίας με το μυκονιάτικο τυροκομείο Κουκά, ανέβηκε στη σκηνή με τους τρεις του γιους. Ο Θοδωρής Μωραΐτης, που γράφει μαζί με τον αδερφό του τα επόμενα κεφάλαια της εκατονταετούς και βάλε ιστορίας του ομώνυμου παριανού οινοποιείου, πήρε το δικό του βραβείο έχοντας στο πλάι τις δυο μικρές του κόρες.
Βιωσιμότητα
Δεν κοιτούν όμως μόνο στο παρελθόν, αλλά πάνε την τέχνη που κληρονόμησαν παραπέρα. Με την τεχνολογία να συναντά την παράδοση, με βιολογικές τροφές, με αναλύσεις και συνεργασίες με πανεπιστήμια, με μια ολιστική προσέγγιση της παραγωγής, με βιώσιμες πρακτικές. Ο Σύλλογος Επαγγελματιών Αλιέων Αμοργού «Η Χοζοβιώτισσα» είναι φωτεινό παράδειγμα: αποφάσισαν από κοινού να κάνουν ένα βήμα πίσω για να ανακάμψουν τα θαλάσσια αποθέματα, δημιουργώντας προστατευόμενες περιοχές και χρονικούς περιορισμούς αλιείας και χρησιμοποιώντας εργαλεία που επιτρέπουν στα ψάρια να ολοκληρώνουν τον κύκλο αναπαραγωγής. Δείχνουν τον δρόμο για πολλές ακόμη συνεργασίες. Η Ζωή Χατζηγιαννάκη, κόρη του Γιώργου Χατζηγιαννάκη, δημιουργού του εμβληματικού εστιατορίου «Σελήνη» στη Σαντορίνη, προς τιμήν του οποίου θεσπίστηκε φέτος ένα νέο βραβείο, εστίασε ακριβώς σε αυτό. «Ο πατέρας μου πίστευε σε ένα συλλογικό όραμα – παραγωγοί, προμηθευτές, μάγειρες και εστιατόρια θεωρούσε ότι είναι ένα σύνολο, ότι πρέπει να συνεργάζονται», σημείωσε. Την αξία αυτών των δεσμών, την ανάγκη για τέτοιου τύπου γέφυρες, έχει επισημάνει πολλές φορές και ο –ανάμεσα στους βραβευμένους φέτος– Δημήτρης Ρουσουνέλος, ο οποίος συμβάλλει στη διάδοση της γαστρονομικής κουλτούρας της Μυκόνου.
Στη γιορτή που ακολούθησε τις βραβεύσεις, στο Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας της Ερμούπολης, πέρα από τους πάγκους με τα μαγειρέματα των σεφ και τα νόστιμα νησιώτικα φαγητά που έφτιαξαν οι Κυκλαδίτισσες μαγείρισσες, στήθηκε και ένα μεγάλο τραπέζι φορτωμένο γραβιέρες, μυζήθρες, κοπανιστές, λαδοτύρια, κρασοτύρια και άλλα θαυμάσια τυριά από τα κυκλαδονήσια. Μαζί με τα υπόλοιπα αξιόλογα τοπικά προϊόντα είναι ένας σημαντικός πλούτος που αξίζει πραγματικά να γίνει γνωστός και εκτός Ελλάδας. Αλλά πρέπει να τα μάθουμε κι εμείς. Οι μάγειρες να τα χρησιμοποιούν στις κουζίνες τους. Οι καταναλωτές να τα βάλουν στο τραπέζι τους. Να γίνουμε όλοι λίγο σαν τον Κώστα Πρέκα, που έπαιρνε σβάρνα την Ελλάδα με το σαραβαλάκι του για να ανακαλύψει τοπικούς θησαυρούς για το μαγαζί του στην Ερμούπολη – μια κιβωτό της κυκλαδίτικης παραγωγής, που βρήκε και αυτή τη θέση της στα Βραβεία Ποιότητας του «Γαστρονόμου».
Κεντρική φωτό: Στα τσικάλια τους δοξάζονται οι γεύσεις των Κυκλάδων. Από αριστερά, οι κυρίες Ματίνα Κουμερτά από τη Νάξο, Ρηνιώ Δεκαβάλλα από τη Φολέγανδρο, Μαργαρίτα Καλογεροπούλου από την Ανάφη, Μαρία Αναγνωστοπούλου – Κατσουνά από την Πάρο και Ευαγγελία Ρούσσου από την Αμοργό κρατούν ζωντανό τον γαστρονομικό πολιτισμό των νησιών τους. [ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ]