Ως μια «ανοχύρωτη πόλη» περιέγραψε τη Μάνδρα η πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων της Αθήνας Αργυρώ Νικολακούδη κατά την ανακοίνωση της απόφασης για τους θανάτους 25 πολιτών από τις πλημμύρες στην περιοχή τον Νοέμβριο του 2017. Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντιμετώπισε ακόμη ηπιότερα τους κατηγορουμένους στην υπόθεση κρίνοντας μόλις 3 από τους 8 ενόχους και μόνο για το πλημμέλημα της πρόκλησης πλημμύρας. Και οι 8 κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια διά παραλείψεως και των σωματικών βλαβών, με αποτέλεσμα οι ποινές των καταδικασθέντων να είναι αισθητά χαμηλότερες από τον πρώτο βαθμό, στον οποίο κινήθηκαν μεταξύ 4 και 6 ετών φυλάκισης. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων καταδίκασε την πρώην δήμαρχο Μάνδρας Ιωάννα Κριεκούκη σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών με τριετή αναστολή και επέβαλε ποινή 18 μηνών με τριετή αναστολή στον τότε προϊστάμενο της Υπηρεσίας Δόμησης (ΥΔΟΜ) και στην υπάλληλο της περιφέρειας που ήταν υπεύθυνη για την αστυνόμευση.
Η απαλλαγή του συνόλου των κατηγορουμένων από τα δύο αδικήματα για τα οποία είχαν πρωτοδίκως καταδικαστεί, αλλά και η καταδίκη μόλις τριών προσώπων προκάλεσε την αντίδραση των συνηγόρων των συγγενών των θυμάτων, που σε ανακοίνωσή τους έκαναν λόγο για «λανθασμένη και άδικη απόφαση» προαναγγέλλοντας πως «θα εξαντλήσουν κάθε ένδικο μέσο και βοήθημα προκειμένου να την ανατρέψουν, ώστε να δικαιωθούν οι ψυχές των ανθρώπων που χάθηκαν». Ενδεχομένως αυτή η αντίδραση ήταν ο λόγος που ώθησε την πρόεδρο του δικαστηρίου στην ανάγνωση μιας «περίληψης» του σκεπτικού της απόφασης, πρακτική ασυνήθιστη στις ποινικές δίκες καθώς το σκεπτικό γνωστοποιείται με την καθαρογραφή της απόφασης. Οπως εξήγησε η κ. Νικολακούδη, οι βασικοί πυλώνες του σκεπτικού πρέπει να αναγνωσθούν «για να γνωρίζουν τα θύματα γιατί οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και οι κατηγορούμενοι που κρίθηκαν ένοχοι γιατί καταδικάστηκαν».
Δεν ενημέρωσαν
Στο σκεπτικό του το δικαστήριο έκανε λόγο για μια πόλη που υπήρξε έρμαιο μιας φυσικής καταστροφής. Ειδική μνεία έγινε στο γεγονός ότι η μετεωρολογική υπηρεσία αλλά και η Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας όφειλαν να ενημερώσουν νωρίτερα τους πολίτες για την ακραία βροχόπτωση που αναμενόταν, αλλά δεν το έκαναν. «Η πόλη της Μάνδρας ήταν ανοχύρωτη και εκτεθειμένη στα δύο ρέματα που τη διαπερνούσαν και πλημμύρισαν στη διάρκεια της επίμαχης ημέρας. Βασική αιτία της πλημμύρας ήταν οπωσδήποτε η ένταση του φαινομένου. Στην πλημμύρα της Αγίας Αικατερίνης συνέβαλε η οικοδόμηση και στις Σούρες συνέβαλαν η έλλειψη ενημέρωσης από την Πολιτική Προστασία, η παράλειψη διακοπής της κυκλοφορίας από την Τροχαία και η παράλειψη εκτέλεσης έργων που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τα φερτά υλικά», είπε η πρόεδρος του δικαστηρίου, καταλήγοντας όμως ότι τα αποτελέσματα αυτά θα επέρχονταν ανεξάρτητα από τους κατηγορουμένους.
Κάνοντας αναφορά στο ζήτημα των τεσσάρων αυθαιρέτων κτισμάτων, η κ. Νικολακούδη εξήγησε πως «οι παραλείψεις για τα αυθαίρετα και για τη μη επιβολή προστίμων δεν συνδέονται με την πλημμύρα και τα αποτελέσματά της, όπως δεν συνδέεται αιτιωδώς και η μη κατεδάφισή τους». Τεκμηριώνοντας την απόφαση ενοχής για το αδίκημα της πλημμύρας για την πρώην δήμαρχο Μάνδρας και τον τότε προϊστάμενο της πολεοδομίας Ελευσίνας, το δικαστήριο εντόπισε ευθύνες για τις αυθαίρετες κατασκευές στο ρέμα Σούρες. «Οι έλεγχοι της πολεοδομίας έπρεπε να κινηθούν και αυτεπαγγέλτως. Μετά τις πλημμύρες έγιναν έλεγχοι, με τις ίδιες δύο υπαλλήλους, σε τέσσερις ημέρες», είπε. Η πρόεδρος απέδωσε ρόλο διοικητικής και πολιτικής προϊσταμένης στην τότε δήμαρχο Μάνδρας, σημειώνοντας ότι «όφειλε να ασκεί τα καθήκοντά της με γνώμονα το καλό των κατοίκων και την αποτροπή του κινδύνου γι’ αυτούς, εφόσον γνώριζε τον πλημμυρικό κίνδυνο που από ενέργειες του δήμου υφίστατο».
Μπορεί οι δικαστές να εντόπισαν τρεις ενόχους για την πλημμύρα, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δεν προήλθαν θάνατοι και τραυματισμοί συνδεόμενοι αιτιωδώς με τις αυθαίρετες κατασκευές στο ρέμα Σούρες», απαλλάσσοντας όλους τους κατηγορουμένους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια διά παραλείψεως. Την ώρα που το ποινικό σκέλος της υπόθεσης τελεσιδίκησε, οι δικαστικές «μάχες» συνεχίζονται στα διοικητικά δικαστήρια, όπου έχουν προσφύγει συγγενείς θυμάτων ζητώντας αποζημιώσεις. Ηδη έχει εκδοθεί σειρά αποφάσεων που επιδικάζουν αποζημιώσεις από 270.000 έως 380.000 ευρώ για ψυχική οδύνη, ενώ αναγνωρίζονται ευθύνες στα όργανα της ελληνικής πολιτείας.