Στις 29 Οκτωβρίου 1974 έφθασε στο οδόφραγμα της Λήδρας στη Λευκωσία το τελευταίο λεωφορείο με Ελληνοκυπρίους και Ελλαδίτες αιχμαλώτους της τουρκικής εισβολής. Για τις γυναίκες, τα παιδιά και τα αδέλφια που δεν συνάντησαν εκείνη την ημέρα τον άνθρωπό τους ξεκινούσε η δεύτερη, πιο τραυματική, φάση του δράματος. Eκτοτε, η λέξη «αγνοούμενος» συνοδεύει την ύπαρξή τους. «1.619». Αυτός είναι ο ακριβής αριθμός όσων, πλην των επιβεβαιωμένων νεκρών, δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους.
Από τη μέρα εκείνη εκατοντάδες οικογένειες στην Κύπρο και την Ελλάδα βρέθηκαν στην αφετηρία ενός αέναου αγώνα: με τελικό προορισμό την εύρεση και ταυτοποίηση των συγγενών τους. Είναι οικογένειες που έμαθαν να επιβιώνουν ανάμεσα στο τελεσίδικο του θανάτου και την αμυδρή ελπίδα για ζωή. Παιδιά, που «μεγάλωσαν με μια φωτογραφία στο χέρι». Η πληγή παραμένει ανοικτή, καθώς δεκάδες πολεμιστές και άμαχοι του Ιουλίου – Αυγούστου 1974 θεωρούνται ακόμη αγνοούμενοι.
Πενήντα χρόνια μετά, τρεις γυναίκες, κόρες αγνοουμένων, περιγράφουν στην «Κ» το προσωπικό τους βίωμα. Μαζί με τη δική τους μνήμη χαράχθηκε και η μνήμη ενός έθνους. Από την αναμονή, την απουσία, την απώλεια. Μέσα από τις αφηγήσεις τους ξεδιπλώνεται το πλέον επίπονο κληροδότημα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Οι τελευταίες ώρες
Το βράδυ της 20ής Ιουλίου 1974 η οικογένεια της Ειρήνης Μάντολες, μαζί με άλλους συγχωριανούς από την Ελιά, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ακτή Πέντε Μίλι της Κυρήνειας όπου πραγματοποιήθηκε η τουρκική απόβαση, κρύφτηκαν στο υπόγειο ενός σπιτιού. Οι φωνές των εισβολέων ακούγονταν όλο και πιο κοντά τους. Η ίδια ήταν μόλις δύο χρόνων. Επειτα από πολυετή προσπάθεια και με τη βοήθεια της μητέρας της Χαρίτας, ανακαλεί σπαρακτικά: «Κρατάω στην καρδιά μου τις τελευταίες ώρες που πέρασα με τον πατέρα μου. Εξω, οι Τούρκοι σκόρπιζαν τον πόνο και την καταστροφή. Με κρατούσε στην αγκαλιά του και μου διάβαζε ένα βιβλίο που βρέθηκε τυχαία στα χέρια του, λες και ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ ξανά». Της διάβαζε για να την ηρεμήσει. Να μην κλαίει και τους εντοπίσουν οι στρατιώτες. Μπροστά στα μάτια της μικρής Ειρήνης εκτελέστηκαν 12 άνδρες του χωριού. Μεταξύ των οποίων και ο πατέρας της, ο οποίος έως το 2008 περιλαμβανόταν στη λίστα των αγνοουμένων.
«Μεγαλώσαμε με μια φωτογραφία στο χέρι. Εμείς μεγαλώναμε, το πρόσωπο στη φωτογραφία όχι», μας λέει και περιγράφει την απότομη ενηλικίωσή της: «Το τραγικό με έναν πατέρα αγνοούμενο δεν είναι η απώλεια, αλλά η αναμονή. Περιμένεις. Μέσα σου υπάρχει ένας συνεχής πόνος. Ελπίζεις. Για εμένα ο πατέρας μου, αλλά και ο κάθε αγνοούμενος και νεκρός του 1974 είναι σημείο αναφοράς για αγώνα μέχρι την απελευθέρωση και την κάθαρση».
«Πάνω απ’ το πτώμα μου»
Η ζωή του Τάσου Μάρκου ήταν συνυφασμένη με την Κύπρο. Μαχητής της ΕΟΚΑ, Ελληνοκύπριος της Σχολής Ευελπίδων, αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς. Τον Αύγουστο του 1974, εν μέσω της εκεχειρίας, ο ταγματάρχης Μάρκου οχυρώθηκε μαζί με λίγους στρατιώτες στη Μία Μηλιά, βορειοανατολικά της Λευκωσίας. Καθώς η δεύτερη εισβολή ήταν θέμα χρόνου, κι ενώ η αντίσταση φάνταζε πια σχεδόν μάταιη, ο Μάρκου θα μπορούσε να πάρει τους άνδρες του και να φύγει. Ουδείς θα μπορούσε να τον κατηγορήσει. «Οι Τούρκοι θα περάσουν μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου», αντέτεινε σε όσους τον παρότρυναν να υποχωρήσει.
Εως σήμερα ο Τάσος Μάρκου είναι αγνοούμενος. «Αποτελεί ένα από τα κεντρικά “κομμάτια” που υπολείπονται», λέει στην «Κ» η κόρη του Αντρη Μάρκου – Χριστοδουλίδου, και αποτυπώνει το στίγμα της εξαφάνισής του: «Κυνηγώντας τις σκιές του παρελθόντος θα τολμήσω να εκφράσω το τι αισθανόμαστε, μεταφράζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Χαν Γκανγκ, “Ανθρώπινες πράξεις”: “Οταν πέθανες δεν κατάφερα να σε θάψω, από τότε η ίδια μου η ζωή έγινε ένας παρατεταμένος θρήνος”».
Η κ. Μάρκου είχε το «προνόμιο» να συναντήσει για λίγα λεπτά τον πατέρα της στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εισβολών. «Τον θυμάμαι ένστολο να μας αποχαιρετά και το συνονθύλευμα των συναισθημάτων που ένιωθε να εξωτερικεύεται στην αύρα και το βλέμμα του και να μας κατακλύζει. Υπήρξε ένας σιωπηλός και οδυνηρός αποχαιρετισμός, καθώς ενδόμυχα γνωρίζαμε ότι ο στρατιωτικός Τάσος Μάρκου που είχε γαλουχηθεί με τα ελληνικά ιδεώδη δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τις δικές του Θερμοπύλες». Oταν άκουσε για πρώτη φορά τη λέξη, απόρησε: «Μαμά, τι είναι “αγνοούμενος”; Ζωντανός ή νεκρός;».
«Εξω, οι Τούρκοι σκόρπιζαν τον πόνο και την καταστροφή. Με κρατούσε στην αγκαλιά του και μου διάβαζε ένα βιβλίο, λες και ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ ξανά», λέει για τον πατέρα της η Ειρήνη Μάντολες.
Ρωτάμε την κ. Μάρκου αν αισθάνθηκε θυμό για την επιλογή του πατέρα της να μείνει στην πρώτη γραμμή. «Η αρχική απόγνωση και η οδύνη δίνουν χώρο στην άρνηση, στο εσωτερικό μούδιασμα αλλά και στον θυμό, ο οποίος καταλαγιάζει με την πάροδο του χρόνου», μας απαντάει και συνεχίζει αφοπλιστικά: «Ως παιδί αναρωτήθηκα πολλές φορές αν ο πατέρας μας μάς αγαπούσε αρκετά όταν επέλεξε να μην οπισθοχωρήσει. Αναλύοντάς τον σε βάθος, ως στρατιωτικό και ως άνθρωπο, κατάφερα να τον κατανοήσω: Μία ήταν η επιλογή: “΄Η ταν ή επί τας”. Επέλεξε τον δρόμο της αξιοπρέπειας και της ασυμβίβαστης πίστης στον όρκο του Ελληνα αξιωματικού».
Το στίγμα της απουσίας
Η 23η Ιουλίου 1974 ήταν η τελευταία ημέρα που η Μαρία Καλμπουρτζή είδε τον πατέρα της. Ηταν ο εξ Ελλάδος αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Καλμπουρτζής, διοικητής της 181ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς με έδρα το Τρίκωμο, ο οποίος μαζί με τους άνδρες του πολεμούσαν επί τρία εικοσιτετράωρα τους Τούρκους εισβολείς. Λίγες ώρες μετά, εν μέσω της εκεχειρίας, τμήματα της μονάδας περικυκλώθηκαν. Μαζί με τον Καλμπουρτζή σκοτώθηκαν 37 άνδρες της Μοίρας. Για περισσότερα από 40 χρόνια η κ. Καλμπουρτζή αγνοούσε την τύχη του πατέρα της. Σήμερα είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιτροπής Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων Κυπριακής Τραγωδίας και αγωνίζεται για την εύρεση των εναπομεινάντων θυμάτων.
«Η ζωή κυλάει με διαφορετικούς ρυθμούς. Η καθημερινότητα, αλλά ιδιαίτερα οι επέτειοι και οι γιορτές, στιγματίζονται από την απουσία. Η αναμονή είναι αναπόφευκτη, όπως η αγωνία, ο πόνος, τα ερωτηματικά και οι εντάσεις. Η στέρηση του δικαιώματος της απώλειας, το να βιώσει το πένθος, να κλάψει για τον δικό του άνθρωπο δείχνουν τόσο μακρινά», μας λέει.
Ο θυμός επισκίαζε και τα δικά της συναισθήματα. «Κυριαρχούσε η μορφή του πατέρα που χάθηκε, η απουσία όταν τον είχα ανάγκη, η επιλογή του καθήκοντος. Σκεφτόμουν τον δικό του θυμό για το πραξικόπημα, αλλά και τη βεβαιότητά του για την εισβολή. Ο θυμός σταδιακά μεταλλάχθηκε σε απογοήτευση για το κράτος που άφησε να συμβεί αυτή η προδοσία». Σήμερα ο θυμός της μεταφράζεται σε επιμονή για την αποκατάσταση της αλήθειας. Οσο, δε, για την κληρονομιά του πατέρα της; «Είχε μια συγκινητική ανθρωπιά, έντονο και ανιδιοτελή πατριωτισμό, χωρίς πολιτικά πρόσημα, αξιοπρέπεια, ευγένεια, ηθική. Νιώθω περήφανη για την προσφορά και κυρίως για την αφοσίωσή του σε ό,τι πίστευε. Μου έμαθε να κρατώ ψηλά την πίστη, την αξιοπρέπεια σε δίκαιους αγώνες».
Ζώντας με το παρελθόν
Οπως χιλιάδες άλλοι, θύματα της εισβολής, έτσι και η κ. Μάντολες, εκπαιδευτικός σήμερα, έχει στιγματιστεί από το παρελθόν, αλλά και την εμπειρία της προσφυγιάς. «Μεγαλώνεις μακριά από τις ρίζες σου», λέει και προσθέτει: «Για να μπορέσεις να κάνεις όνειρα πρέπει να νιώσεις ασφάλεια. Στην Κύπρο επικρατεί μια ψευδής αίσθηση ασφάλειας. Στα Kατεχόμενα, υπάρχουν 40.000 στρατιώτες που απλώς περιμένουν μια εντολή από την Τουρκία. Μόνο το δέσιμο με τον τόπο και την οικογένεια με κρατάει εδώ». Αυτό πάντως που δεν πρόκειται ποτέ της να ξεχάσει είναι η καταχώριση στην παιδική της ταυτότητα: «Επάγγελμα πατρός: Αγνοούμενος».
Για την κ. Μάρκου, η αποστασιοποίηση από το δράμα της Κύπρου κατά τη διάρκεια των σπουδών και της σταδιοδρομίας της στον χώρο της τέχνης λειτούργησε εν μέρει θεραπευτικά: «Συνειδητοποίησα τη ματαιότητα της αναμονής. Για την ολιγόχρονη ζωή μου με τον Τάσο Μάρκου αισθάνομαι μόνο ευγνωμοσύνη. Αλλά και περηφάνια για την παρακαταθήκη του». Θεραπευτική, αλλά και χρέος προς τις επόμενες γενιές είναι και η ενδελεχής έρευνά της για την εισβολή. Ενα νέο στοιχείο; «Η απόβαση στο Πέντε Μίλι θα μπορούσε να αναχαιτιστεί, αν μεταξύ άλλων ο υπολοχαγός Μηχανικού (Π.Π.) ολοκλήρωνε τη ναρκοθέτηση της ακτής όπου πραγματοποιήθηκε η απόβαση. Ανεστάλη στις 23.45 το βράδυ της 19ης Ιουλίου κατόπιν εντολής του ΓΕΕΦ».
Η Μαρία Καλμπουρτζή ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το καθήκον της. Αυτό που την κινητοποιεί; «Το δικαίωμα συνολικά 780 οικογενειών στην αλήθεια. Η προσπάθεια είναι να μην ξεχαστούν αυτοί οι άνθρωποι. Να μηδενιστεί η λίστα της ντροπής». Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι μετά το 2017 η Τουρκία και οι Αρχές του ψευδοκράτους βάζουν όλο και περισσότερα εμπόδια στο έργο της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων. «Η έλλειψη προόδου οφείλεται στην άρνηση της τουρκικής πλευράς να δώσει πληροφορίες από τα αρχεία του στρατού εισβολής. Το 70% των κατεχομένων εδαφών είναι πλέον χαρακτηρισμένες στρατιωτικές ζώνες, ενώ πραγματοποιούνται στοχευμένες μετατοπίσεις λειψάνων από τους αρχικούς χώρους ταφής. Ο χρόνος είναι εχθρός, διότι τα άτομα που γνωρίζουν, φεύγουν από τη ζωή. Η Τουρκία εκμεταλλεύεται απάνθρωπα τον χρόνο», επισημαίνει η κ. Καλμπουρτζή. Μαζί με τον χρόνο θάβει τις ευθύνες της.
Αν η Ειρήνη Μάντολες νιώθει θυμό για κάτι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται η διεθνής κοινότητα την Τουρκία. «Στην Κύπρο συνηθίζουμε να λέμε “το λαμπρό τζει που πέφτει κρούζει”: η φωτιά εκεί που πέφτει καίει. Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τη ζωή τους για να προστατέψουν τις οικογένειες, τον τόπο τους, να διατηρήσουν τον ελληνισμό σε τούτο το άκρο της Μεσογείου. Δεν μπορώ να σκεφτώ μια λύση στην οποία τα τετελεσμένα της εισβολής να νομιμοποιούνται. Θα ήταν ασέβεια και ύβρις προς τους νεκρούς μας».