Στις αρχές της δεκαετίας το 2010, όταν ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι θα κατέβει υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, νόμιζαν ότι αστειευόταν. «Ομως ο πατέρας μου, όταν βάζει κάτι στο μυαλό του, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το καταφέρει. Είναι από τους ανθρώπους για τους οποίους δεν υπάρχει ως επιχείρημα το “δεν γίνεται”· για εκείνον όλα είναι εφικτά. Εχει ψυχραιμία που… σκοτώνει και, επιπλέον, είναι γενναιόδωρος, ξέρει να δίνει – και όχι μόνο αγάπη. Διαθέτει το ταλέντο να βγάζει από τους ανθρώπους τον καλύτερο εαυτό τους», έλεγε τότε στην «Κ» ο γιος του, Στέλιος, για τον Γιάννη Μπουτάρη, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 82 ετών.
Πράγματι, αυτό που σε πολλούς έμοιαζε τότε ανέφικτο έγινε πραγματικότητα. Ο Μπουτάρης εξελέγη δήμαρχος για δύο θητείες με κεντρικό σύνθημα «Γουστάρεις; Μπουτάρης» και η Θεσσαλονίκη χάρη σ’ εκείνον έζησε φωτεινές μέρες: ξαναμπήκε στον διεθνή χάρτη, απέκτησε εξωστρέφεια και νέα φυσιογνωμία, έκανε προσπάθειες να συμφιλιωθεί με την Ιστορία και τους δαίμονές της. Το 2018, σε μια συγκλονιστική ομιλία του για την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος, είπε, όπως το συνήθιζε, αυτά που κανείς δεν τολμούσε να πει και που οι περισσότεροι δεν άντεχαν να ακούσουν. «Μόλις 1.000 Θεσσαλονικείς Εβραίοι από τους 45.000 –και βάλε– γλίτωσαν την εκτόπιση, το Αουσβιτς, την πορεία θανάτου, τα στρατόπεδα εργασίας. Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη, πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους…».
Επένδυση στο προϊόν
Αν ως δήμαρχος ο Μπουτάρης ήταν αυθεντικός, οραματιστής, πρωτοπόρος, θαρραλέος, αποφασιστικός και αντισυμβατικός, οι ίδιες αρετές τον χαρακτήριζαν και ως οινοποιό. Μαζί με το αλάθητο ένστικτο, την επιχειρηματική δεινότητα, αλλά και την ταπεινότητα. «Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα πολλά οινοποιεία που φρόντισαν μόνο την εμφάνισή τους, το περιτύλιγμα, όχι την ουσία. Σαν να ανοίγεις ένα εστιατόριο κι ενώ δεν έχεις μάγειρα, ρίχνεις όλα σου τα λεφτά στη διακόσμηση. Εγώ κινήθηκα στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Κατά καιρούς, μου έχουν μιλήσει υποτιμητικά για το οινοποιείο μας στο Γιαννακοχώρι. “Μα, καλά, αυτό είναι; Τόσο μικρό;”, ρωτούν. Ναι, αυτό είναι! Δεν έχουμε λεφτά για χλιδή. Εχουμε αποφασίσει να επενδύουμε στα προϊόντα μας, όχι στη φιγούρα. Πρότυπό μου είναι το Chateau Petrus. Οποιος το έχει επισκεφθεί, καταλαβαίνει τι εννοώ…».
Αγάπησε πολύ το κρασί. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν η πατρίδα του. «Από μωρά είχαμε συνδυάσει τη δουλειά με το παιχνίδι. Στις γιορτές, στις διακοπές, πηγαίναμε με τον αδελφό μου, Κωνσταντίνο, στο οικογενειακό οινοποιείο στη Νάουσα. Ο θείος Κωστάκης με είχε μπαρντάκι δίπλα του. Εμαθα πολλά από εκείνον. Μεγαλώνοντας, ήξερα πως στο αμπέλι θα ρίζωνε η ζωή μου». Σπούδασε στο τμήμα Χημείας του ΑΠΘ, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 φύτεψε τα πρώτα δικά του αμπέλια Ξινόμαυρου στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας. «Πού πας να μπλέξεις με τους χωριάτες μέσα στις λάσπες;», του έλεγαν οι γονείς του. Ομως εκείνος επέμεινε και έγινε, μαζί με μια χούφτα ακόμη εμπνευσμένους οινοποιούς, η κινητήρια δύναμη για την αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα. «Tόσα χρόνια στο κουρμπέτι, το άγχος του οινοποιού δεν το έχω αποβάλει», εξομολογείτο σε συνέντευξή του στην «Κ». «Είναι λογικό σε αυτή τη δουλειά: Κάθε χρόνο κάνεις τα ίδια πράγματα –περιποιείσαι το αμπέλι, το τρυγάς, οινοποιείς, εμφιαλώνεις–, αλλά πάντα έχεις διαφορετικά αποτελέσματα. Κι από την άλλη, είναι μια χαρά και μια συγκίνηση απίστευτη, σαν να μεγαλώνεις παιδί. Από εκεί που το έχεις στην κούνια με την πιπίλα του, μετά το βλέπεις να παίζει με αυτοκινητάκια…». Ονειρευόταν τη δημιουργία μιας Κιβωτού του Ελληνικού Αμπελώνα, με τις 350 γηγενείς ποικιλίες σταφυλιού που υπάρχουν στη χώρα μας, στα πρώην βασιλικά κτήματα Τατοΐου. Δεν πρόλαβε να τη δει να «γεννιέται».
Τα κομμάτια του παζλ
Δίπλα στο κρασί και στην πολιτική, τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ: ο Αρης, η αγαπημένη του ομάδα για την οποία ξόδεψε «400 εκατ. δραχμές σε οκτώ χρόνια, αλλά το ευχαριστήθηκα, με τους παικταράδες του Αρη είχα πολύ ωραία σχέση»· η συμβολή του στην προάσπιση των δικαιωμάτων των ζώων και στην προστασία της ελληνικής βιοποικιλότητας με τη δημιουργία του «Αρκτούρου»· το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, και το Thessaloniki Pride, που θεσμοθετήθηκε επί δημαρχίας του· η απέχθειά του για τις μαθητικές παρελάσεις και οι κόντρες του με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο· τα τατουάζ, το σκουλαρίκι και τα χαϊμαλιά· το αθεράπευτο πάθος του για τα άφιλτρα τσιγάρα· το «γκελ» στις γυναίκες· τα τρικούβερτα γλέντια. Μια ζωή –ή μήπως πολλές τελικά;– όχι μόνο πολύχρωμη, αλλά και με διαφορετικές αποχρώσεις σε κάθε χρώμα, συναρπαστική, σαν μυθιστόρημα. Και μια προσωπικότητα που δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια· ούτε καν να περιγραφεί εύκολα.
Τα «κατηγορώ»
«Ο αδελφός μου πάντα με θεωρούσε κουλτουριάρη. Μπορεί οι κουλτουριάρηδες να άφηναν μια θέση για μένα στην παρέα τους, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να ενσωματωθώ στον χώρο τους γιατί δεν άντεχα θεατρίνους και ξερόλες. Με έχουν πει άθεο, προδότη, ανιστόρητο, ανθέλληνα, φιλότουρκο, εξαρτημένο, γραφικό. Aλλοι πάλι με αποκαλούν αλάνι. Ομως, αν και τα βρίσκω με τύπους λαϊκούς και περιθωριακούς, οι αυθεντικοί μάγκες δεν με νιώθουνε δικό τους, με τέτοια καταγωγή και τέτοιο βαλάντιο που διαθέτω. Μάλλον δεν ανήκω πουθενά, πράγμα που μου έχει βγει τελικά σε καλό, γιατί αναγκάστηκα να ψάξω ποιος πραγματικά είμαι και τι θέλω», έλεγε ο ίδιος.
Στην αυτοβιογραφία του, «Εξήντα χρόνια τρύγος», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Πατάκη, μίλησε με θάρρος ακόμη και για τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής του. Για τον αλκοολισμό του πατέρα του, Στέλιου: «Ακούγεται παράξενο, αλλά δεν ερμήνευσα τη δική μου εξάρτηση σε σχέση με εκείνη του μπαμπά. Η μόνη σύνδεση που έκανα ήταν τις στιγμές που είχα πιει υπερβολική ποσότητα και βρισκόμουν σε άλλα επίπεδα συνείδησης· τότε μου ερχόταν η εικόνα του να κρατάει το ποτήρι στο γραφείο και να μην τον ενδιαφέρει τίποτα, να του μιλώ για δουλειά και να αισθάνομαι ότι δεν ακούει. Οταν έφερνα τις σκηνές στο μυαλό μου, τον αγαπούσα πιο πολύ από ποτέ». Για τον δικό του αγώνα να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ: «Το αλκοόλ ήταν καταφύγιο των φόβων μου. Στο πρόγραμμα απεξάρτησης ανακάλυψα ποιος πραγματικά είμαι, γνώρισα πτυχές του ψυχισμού μου που με βασάνιζαν, κρυμμένες μέσα μου. Σιγά σιγά κατάφερα να συμφιλιωθώ μαζί τους. Δεν έγινα άλλος άνθρωπος, απλώς έγινα αρκετά σοφός ώστε να παραδεχτώ πως δεν ορίζω τα πάντα». Για την απώλεια της συζύγου του: «Ο καρκίνος της Αθηνάς διαγνώστηκε σε μια κορυφαία περίοδο του κοινού μας βίου: περνούσαμε παραμυθένια. Η Κυρ-Γιάννη είχε πάρει τον δρόμο της με τους γιους μας στο τιμόνι, εγώ είχα απεξαρτηθεί διά παντός και η σχέση μας ως ζευγάρι είχε αλλάξει πίστα· από τη φλόγα του νεανικού πάθους είχαμε περάσει σε έναν έρωτα τρυφερό και ήπιο, χωρίς ανταγωνισμούς. Μετά τόσα στραπατσαρίσματα που είχαμε φάει, ήμασταν συμφιλιωμένοι με ενστάσεις και ζήλιες. Με την Αθηνά έζησα τρεις ζωές: στην πρώτη ήμασταν δύο σε ένα, στη δεύτερη αφήναμε άπλετο χώρο ο ένας στον άλλον και στην τρίτη υποδεχθήκαμε παρέα το τέλος».
Το τέλος
Το δικό του τέλος τον βρήκε στην αγκαλιά των δικών του ανθρώπων, των παιδιών και των εγγονιών του. Ολα τα υπόλοιπα είναι πια Ιστορία. «Δεν έχετε κανένα λόγο να συγκρίνετε τον εαυτό σας με οποιονδήποτε άλλον», ανέφερε στον επίλογο της ομιλίας του στο Tedx το 2013 o Γιάννης Μπουτάρης. «Το θέμα είναι οτιδήποτε κι αν κάνετε στη ζωή σας, να το ευχαριστιέστε. Για ποιον λόγο ήρθατε σε αυτόν τον κόσμο, δεν το εξετάζω. Ηρθατε, όμως. Κοιτάξτε όσο είστε εδώ να περάσετε καλά». Ο ίδιος το έκανε. Γεύθηκε τη ζωή μέχρι το μεδούλι.