«Η κατάσταση είναι σαφώς πιο διαχειρίσιμη. Η προσέλευση παραμένει μεγάλη, αλλά επικρατεί ηρεμία, ενώ τα κυκλώματα δεν υφίστανται πλέον». Με αυτά τα λόγια περιγράφει στην «Κ» τη νέα τάξη πραγμάτων στο ακανθώδες μέτωπο της χορήγησης ασύλου στην Αθήνα η Μαρία Σταυροπούλου, επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η νέα υπηρεσία, που από τον περασμένο Ιούνιο έχει αναλάβει τη διαχείριση της διαδικασίας ασύλου ανά την Ελλάδα, αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προόδου στη μεταναστευτική πολιτική.
Η διαφορά είναι αισθητή πάνω απ’ όλα στην πρωτεύουσα, όπου το προηγούμενο καθεστώς αποτελούσε εθνική ντροπή. Η Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής στην Πέτρου Ράλλη δεχόταν αιτήσεις μόνο μία ημέρα την εβδομάδα – Σάββατο. Οι μετανάστες συνέρρεαν στο σημείο μέρες πριν, προσπαθώντας να βρεθούν αρκετά μπροστά στην ουρά ώστε να είναι μεταξύ των περίπου 20 τυχερών που επιλέγονταν. Οι συμμορίες που πουλούσαν προνομιακές θέσεις στην ουρά αλώνιζαν, ενώ πολλές φορές ξεσπούσαν βίαιες συμπλοκές – υπό το αδιάφορο βλέμμα των αστυνομικών, όπως είχε συχνά καταγγελθεί. Παράλληλα, η έλλειψη εξειδικευμένης υπηρεσίας στα σημεία εισόδου της χώρας σήμαινε ότι οι μετανάστες έπρεπε να έλθουν στην Αθήνα για να καταθέσουν αίτημα ασύλου, επιδεινώνοντας μια ήδη εξαιρετικά προβληματική κατάσταση. Οι καθυστερήσεις έφταναν τα χρόνια και οι εκκρεμείς υποθέσεις είχαν αναρριχηθεί στις 45.000.
Η κ. Σταυροπούλου είχε το ιδανικό βιογραφικό για να αναλάβει την αναδιάρθρωση της διαδικασίας. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών, του UCL στο Λονδίνο και του Harvard, με σχεδόν 20 χρόνια προϋπηρεσία στην Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ και ομιλήτρια τεσσάρων ξένων γλωσσών, η 48χρονη νομικός διέθετε τη γνώση, αλλά και τη διάθεση να συμβάλει. Οπως εξηγεί, σηματοδοτώντας την προσέγγιση της υπηρεσίας την οποία διοικεί, «επενδύουμε στη διαχείριση του κόσμου που είναι έξω από τα κάγκελα. Μας αφορά, θέλουμε να καταλαβαίνουν τι κάνουμε».
Η έμφαση αυτή στη διαχείριση, το εξειδικευμένο πολιτικό προσωπικό, που στρατολογήθηκε με πολύ κόπο (λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και μνημονιακών περιορισμών) και οι αυξημένες ώρες λειτουργίας έχουν κάνει τη διαφορά. Το γραφείο της Αθήνας δέχεται περίπου 40 αιτήσεις την ημέρα, ενώ άλλες 10-20 κατατίθενται στα υπόλοιπα γραφεία της Υπηρεσίας ανά την Ελλάδα. Υψηλόβαθμος αστυνομικός εξέφρασε στην «Κ» την ανακούφιση που υπάρχει στην ΕΛ.ΑΣ. για την ανάληψη της αρμοδιότητας αυτής από την Υπηρεσία Ασύλου (η Πέτρου Ράλλη εξακολουθεί να χειρίζεται αιτήσεις που είχαν κατατεθεί πριν ξεκινήσει η λειτουργία της νέας υπηρεσίας). Οι εκκρεμείς υποθέσεις έχουν μειωθεί στις 27.000 και η κ. Σταυροπούλου εκτιμά ότι ώς το τέλος του έτους, κανένας αιτών άσυλο δεν θα απευθύνεται πλέον στη Διεύθυνση Αλλοδαπών.
Υπάρχουν και επικριτικές φωνές. Σε κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν τον Δεκέμβριο, οργανώσεις που ασχολούνται με ζητήματα μετανάστευσης αναφέρθηκαν στις «μεγάλες ουρές» που εξακολουθούν να παρατηρούνται στην οδό Κατεχάκη (όπου βρίσκεται το περιφερειακό γραφείο Αττικής), στην έλλειψη «ικανοποιητικού μηχανισμού για τον εντοπισμό των ευάλωτων περιπτώσεων» και «επαρκούς διερμηνείας σε όλες τις γλώσσες». Επιπλέον, κατηγόρησαν την Υπηρεσία Ασύλου ότι συμπράττει με την ΕΛ.ΑΣ. στη γενικευμένη και παρατεταμένη κράτηση των αιτούντων άσυλο.
«Δίνουμε προτεραιότητα στην ταχεία διεκπεραίωση αιτήσεων κρατουμένων», απαντά η κ. Σταυροπούλου, χαρακτηρίζοντας την κριτική «παραφιλολογία» και σημειώνοντας ότι οι αποφάσεις πρώτου βαθμού σε τέτοιες υποθέσεις εκδίδονται σε 43 μέρες, σημαντικά ταχύτερα από τον –ούτως ή άλλως δραστικά βελτιωμένο– γενικό μέσο όρο (ο στόχος είναι να τελεσιδικούν εντός 90 ημερών). Για τις ευάλωτες περιπτώσεις (ανήλικοι, θύματα βασανιστηρίων) και της διερμηνείας έχουν επίσης υπάρξει βελτιώσεις, με την κρίσιμη συνδρομή ΜΚΟ όπως η Μετάδραση. Το πρόβλημα εκεί έγκειται στην καθυστερημένη αποδέσμευση των κοινοτικών πόρων προς τις οργανώσεις αυτές από το υπουργείο Εργασίας.
«Οι μονάδες διαχείρισης ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι το λάδι της μηχανής. Δεν πρέπει να παίζουν τον ρόλο της σκουριάς», σημειώνει σχετικά η επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου. «Δεν μπορούμε να τα ρίχνουμε όλα στην κρίση και στο Μνημόνιο. Ολοι τελικά θα κριθούμε από τα αποτελέσματα που φέρνουμε», καταλήγει.
5.577 αιτήσεις μεταναστών από 77 χώρες σε ένα επτάμηνο
Από την έναρξη λειτουργίας της, στις 7 Ιουνίου του περασμένου έτους, έως το τέλος Ιανουαρίου, η Υπηρεσία Ασύλου έχει δεχθεί 5.577 αιτήσεις για χορήγηση ασύλου, από μετανάστες που προέρχονται από 77 χώρες. Πάνω από τα τρία τέταρτα των αιτούντων είναι άνδρες.
Τα ποσοστά αναγνώρισης κυμαίνονται από μηδενικά (για αιτούντες άσυλο από την Αλβανία και τη Γεωργία) έως το 99,1% για τους Σύρους και το 100% για τους Σομαλούς. Η μέση χρονική διάρκεια για την πρωτοβάθμια απόφαση επί του αιτήματος είναι 63 μέρες. Οπως σημειώνει η κ. Σταυροπούλου, η ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων έχει αρχίσει να οδηγεί «πολύ σταδιακά» σε έναν «εξορθολογισμό της ζήτησης», καθώς τα άτομα που προέρχονται από χώρες που όντως είναι πεδία μάχης βλέπουν ότι τα αιτήματα των συμπατριωτών τους εγκρίνονται, ενώ τα αιτήματα οικονομικών μεταναστών από χώρες φτωχές αλλά μη σπαρασσόμενες απορρίπτονται.
Η μεγαλύτερη διαφορά της νέας με την παλαιά κατάσταση, πέρα από την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, είναι τα σημαντικά αυξημένα ποσοστά αναγνώρισης. Σε πρώτο βαθμό, από τον Ιούνιο του 2013 έως και τον Ιανουάριο του 2014, χορηγήθηκε προσφυγικό καθεστώς στο 11,6% των αιτούντων άσυλο, ενώ άλλο 5,2% έλαβε καθεστώς επικουρικής προστασίας. Συνολικά, δηλαδή, ένας στους έξι αιτούντες –με κύριες χώρες προέλευσης το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράν, την Ερυθραία και το Σουδάν– έλαβε την προστασία που στερείται στη χώρα του και που δικαιούται βάσει του διεθνούς δικαίου. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2012, όταν η διαδικασία ήταν ακόμα στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ., ήταν 0,9% – μακράν το χαμηλότερο στην Ε.Ε.
Περιφερειακά γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου λειτουργούν σήμερα στην Αττική (στην οδό Κατεχάκη), στον Βόρειο και τον Νότιο Εβρο, στη Λέσβο και στη Ρόδο, ενώ αυτοτελή κλιμάκια εξετάζουν αιτήματα κρατούμενων μεταναστών στη Θεσσαλονίκη και στην Αμυγδαλέζα. Η κ. Σταυροπούλου φιλοδοξεί ώς το τέλος του έτους να λειτουργούν γραφεία και σε Σάμο, Χίο, Ηράκλειο και Πάτρα, που θα στελεχωθούν κυρίως μέσω αποσπάσεων και μετατάξεων – ίσως και με λίγη βοήθεια από τη διαθεσιμότητα.
Το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου φτάνει σήμερα τα 207 άτομα. Στην πλειοψηφία τους –και ειδικότερα μεταξύ των χειριστών που παίρνουν συνεντεύξεις από τους αιτούντες άσυλο και εισηγούνται την έγκριση ή απόρριψη της αίτησης σε πρωτοβάθμιο επίπεδο– είναι υπάλληλοι πανεπιστημιακής (συνήθως μεταπτυχιακής) εκπαίδευσης, νομικών, πολιτικών ή ανθρωπιστικών σπουδών.
Μία κρυφή πτυχή του έργου της υπηρεσίας, που δεν φαίνεται στα στατιστικά, όπως εξηγεί η κ. Σταυροπούλου, είναι οι περιπτώσεις «Δουβλίνου» (όπως τις αποκαλούν): οι αιτούντες άσυλο που ζητάει η Ελλάδα να γίνουν δεκτοί από άλλες χώρες, κυρίως για λόγους οικογενειακής επανένωσης. «Μέσα στο 2013, 674 άτομα έγιναν δεκτά από τρίτες χώρες κατόπιν δικού μας αιτήματος, βάσει του Δουβλίνου ΙΙΙ». Ως γνωστόν, φυσικά, οι όροι των διαδοχικών «Δουβλίνων» παγίως οδηγούν στις αντίστροφες ροές, σύμπτωμα έλλειψης αλληλεγγύης την οποία η ίδια η επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου στηλιτεύει ως ενδεικτική της «υποκρισίας» των Ευρωπαίων εταίρων.