Οταν ο Μιχάλης Κακογιάννης το 1955 ετοίμαζε τη «Στέλλα», ήθελε, εκτός από μια γνωστή τραγουδίστρια, που τη βρήκε στο πρόσωπο της Σοφίας Βέμπο, ακόμη μία φωνή. Kαι σίγουρα ξαφνιάστηκε σαν άκουσε την «εξαιρετική φωνή» –έτσι την περιέγραφε– της Βούλας Ζουμπουλάκη, στην οποία έδωσε τον ρόλο της Αννέτας. Της ζηλιάρας τραγουδίστριας που έμεινε στη σκιά της δυναμικής Στέλλας. Οπως σημειώνει στη βιογραφία του «Μιχάλης Κακογιάννης, σε πρώτο πλάνο» ο σκηνοθέτης (εκδ. Ψυχογιός – Χρ. Σιάφκος), η Ζουμπουλάκη «ντρεπόταν λιγάκι που υποδυόταν την μπουζουξού. Τα έκανε όλα λίγο απολογητικά. Η αλήθεια είναι ότι η Μελίνα Μερκούρη τον έπεισε να συνεργαστεί μαζί της. Ηταν φίλες και έπαιζαν μαζί στο θέατρο».
Ο Κακογιάννης θυμόταν πόσο ταλαιπωρήθηκε κι αυτή μαζί με τους άλλους στα γυρίσματα στη Νεάπολη. Οταν οι πρωταγωνιστές φιλιόντουσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες με ένα παγάκι στο στόμα, για να μην αχνίζουν οι ανάσες τους από το κρύο, εκείνη έτρεμε μέσα στο καλοκαιρινό της φόρεμα. «Σε μία από τις σκηνές που ως συνήθως ντρεπόταν να υποδυθεί τη λαϊκή τραγουδίστρια, της παίζαμε με τον Χατζιδάκι παντομίμα τον ρόλο της και παραλίγο να μη γίνει γύρισμα από τα γέλια».
Ομως αυτό ήταν η Βούλα Ζουμπουλάκη. Η καλλιεργημένη ευγενική κομψή αστή, η ντάμα που υποστήριζε τους κλασικούς ρόλους που της ταίριαζαν αλλά δεν της άρεσε, όταν νέοι τότε δημοσιογράφοι που πηγαίναμε στις συνεντεύξεις Τύπου του θεάτρου «Αθηνών», τη δεκαετία του 1980, τη ρωτούσαμε για τον ρόλο της ζηλιάρας Αννέτας. Το λαϊκό κορίτσι που ήταν κόντρα στον δικό της χαρακτήρα.
Ντάμα-στήριγμα, δούλεψε σκληρά για να μπει το όνομά της δίπλα σ’ αυτό του συζύγου της Δημήτρη Μυράτ, για τον οποίο πάντα μιλούσε με θαυμασμό. Μαζί από τα χρόνια που εκείνη πήγαινε στη σχολή του Εθνικού, παντρεύτηκαν το 1951 στο Κάιρο. Αλλωστε εκεί γεννήθηκε (24 /9/ 1924) η Βούλα Ζουμπουλάκη, η οποία, θέλοντας να μην επαναστατήσει στη θέληση της οικογένειας, διάλεξε τη Νομική Σχολή Αθηνών για αρχή, σπουδάζοντας ταυτόχρονα στη Δραματική αλλά και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου.
Ο πρώτος της ρόλος ήταν της Μαρτίριο στο «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή στο θέατρο «Κοτοπούλη», όπου έπαιξε πολλούς ρόλους έως το 1957, που πρωταγωνιστεί πια στον θίασο του Δημήτρη Μυράτ. Μετά από 10 χρόνια σχηματίστηκε ο «Θίασος Μυράτ – Ζουμπουλάκη», με τον οποίο συνέχισαν με έργα των Ρακίνα, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Πιραντέλλο κ.ά.
Από τις πιο δύσκολες στιγμές ήταν σαν άφησαν το δεύτερο σπίτι τους, το θέατρο στην οδό Βουκουρεστίου. Οι εποχές άλλαζαν, το παλιό αστικό κοινό λιγόστευε και μαζί εκείνες οι πρεμιέρες όπου ο Δ. Μυράτ χαιρετούσε τους καλεσμένους με το όνομα ή τον τίτλο τους σαν άρχιζε η παράσταση: «Καλησπέρα, στρατηγέ μου!».
Ομως τη Βούλα Ζουμπουλάκη για χρόνια τη συναντούσες σαν περπατούσε από την πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι ώς το Σύνταγμα, με εκείνο το αριστοκρατικό πάντα ανάστημα, το ελαφρύ χαμόγελο που σε έκανε να νιώθεις ότι έκρυβε συστολή. Η ανέμελη πλευρά της πρόβαλε στα αστεία που μοιράζονταν με συναδέλφους της.
Το 1990 τιμήθηκε για την κινηματογραφική ερμηνεία της στους «Αθηναίους» του Γιάννη Αλεξάκη, είχε αποσπάσει όμως και το Α’ Βραβείο Φεστιβάλ Λισσαβώνας (1964), επίσης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966, καθώς και με το Α’ Επαθλο Μ. Κοτοπούλη το 1961. Η φωνή της θα μας συντροφεύει στα ραδιοφωνικά θεατρικά ανεβάσματα, όσα διασώθηκαν. Και βέβαια στο «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και στον ρόλο της Αννέτας στη «Στέλλα».
H κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή στο Α’ Νεκροταφείο στις 16.00.