Κάθε χρόνο, το εβραϊκό Πάσχα ο Ιακώβ Κοέν αφήνει το σπίτι του στη Δράμα και κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να γιορτάσει με τους εκεί ομοθρήσκους του και να ασκήσει στη συναγωγή τους τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Ο Ιακώβ Κοέν, 75 χρόνων σήμερα, είναι ο τελευταίος εν ζωή Εβραίος όχι μόνο στην πόλη της Δράμας, αλλά σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Η περιοχή από τις Σέρρες και την Καβάλα μέχρι και τον Εβρο είχε πριν από τον πόλεμο ακμάζουσες εβραϊκές κοινότητες, με χιλιάδες μέλη. Αφανίστηκαν όμως οι περισσότεροι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία, όπου τους μετέφεραν οι Γερμανοί αφού τους παρέλαβαν από τους Βούλγαρους, οι οποίοι τους συνέλαβαν στην υπό τη δικαιοδοσία τους κατεχόμενη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Ελάχιστοι επέζησαν, οι συναγωγές και τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν και όσοι επέστρεψαν χάθηκαν σιγά σιγά και μαζί τους χάθηκε ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής και οικονομικής ταυτότητας, των τοπικών κοινωνιών, όπου οι Εβραίοι είχαν βάλει τη δική τους σφραγίδα.
Πλέον, μόνο ο Ιακώβ Κοέν στη Δράμα θυμίζει σήμερα την παρουσία τους, Εβραϊκή «σταγόνα» σε μια «θάλασσα» αλλοθρήσκων, χωρίς ανθρώπους που να πιστεύουν στον ίδιο θεό δίπλα του, δίχως τόπο προσευχής, μακριά από τον τάφο της γυναίκας του για να της ανάψει ένα κερί, πορεύεται στην προσωπική του έρημο.
«Πώς είναι να είσαι μόνος Εβραίος σε μια χριστιανική πόλη και να μην μπορείς ούτε να προσευχηθείς στη δική σου εκκλησία;», τον ρωτώ.
«Να σας πω. Αν έχεις κάποιους καλούς φίλους αισθάνεσαι καλά. Εγώ είχα την ατυχία τα τελευταία τρία χρόνια να χάσω δύο φίλους καρδιακούς, χριστιανούς, έκτοτε νιώθω μοναξιά. Αισθάνομαι σαν σταγόνα στον ωκεανό. Η κοινωνία της Δράμας μου φέρεται καλά. Μέχρι που είχα τη γυναίκα μου όλα ήταν μια χαρά, το σπίτι μας ήταν ανοιχτό, όταν την έχασα όμως πριν από δέκα χρονιά, άρχισαν τα δύσκολα. Το πρόβλημά μου έγινε δυσβάσταχτο».
Στην εκκλησία
Oπως λέει, πηγαίνει σε γάμους, σε κηδείες, στα χριστιανικά νεκροταφεία για να ανάψει κεριά, αλλά και στη χριστιανική εκκλησία, αφού στη Δράμα δεν υπάρχει συναγωγή.
«Μου αρέσει η Θεία Λειτουργία. Αισθάνομαι περίφημα, στην εκκλησία παρακολουθώ με κατάνυξη να μη χάσω ούτε λέξη. Λέει σωστά πράγματα. Τώρα τα τελευταία χρόνια που πέθαναν η γυναίκα μου και οι καλοί μου φίλοι πηγαίνω στα χριστιανικά νεκροταφεία κάθε Σάββατο και ανάβω κεριά. Δεν έχω να ανάψω σε κανέναν ομόθρησκό μου, τα δικά μας νεκροταφεία έχουν καταστραφεί, η γυναίκα μου είναι θαμμένη στην Καβάλα, πλάι στον μπαμπά της, έτσι ανάβω για τους φίλους μου».
Στις μεγάλες γιορτές
Oταν τις Παρασκευές ο Ιακώβ Κοέν αισθάνεται την ανάγκη να προσευχηθεί, ανοίγει ένα τετράδιο στο οποίο έχει γραμμένη την εβραϊκή προσευχή, καθότι δεν έμαθε ποτέ την εβραϊκή γλώσσα (!), με ελληνικούς χαρακτήρες και στις μεγάλες γιορτές αναγκάζεται να κατέβει στην Θεσσαλονίκη όπου ζουν τα δυο του παιδιά.
«Μέχρι πριν από λίγα χρόνια που ζούσαν λίγοι Εβραίοι στην Καβάλα πήγαινα εκεί. Μάλιστα, επειδή παλαιότερα δεν συγκεντρωνόταν ο αριθμός των δέκα ανδρών που επιβάλλεται σ’ εμάς για να γίνει στη συναγωγή η τελετή του Πάσχα, φέρναμε κάποιους από τη Θεσσαλονίκη δίνοντάς τους ένα χαρτζιλίκι. Τώρα στην Καβάλα δεν υπάρχει Εβραίος ούτε για δείγμα, όπως και στην Ξάνθη, στις Σέρρες, στην Κομοτηνή, στον Εβρο, ούτε φυσικά συναγωγή».
Ο Ιακώβ Κοέν γεννήθηκε στην Καβάλα λίγο προτού η μητέρα του επιβιβαστεί σε μια βάρκα για να περάσει κρυφά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στον Βόλο, απ’ όπου καταγόταν. Εκεί, όταν ο αρχιραβίνος παππούς του κατάλαβε ότι οι Γερμανοί θα μαζέψουν τους Εβραίους, ακολουθώντας την προτροπή του μητροπολίτη Ιωακείμ, πήρε τα μέλη της οικογένειάς του και αφού ειδοποίησε όλους τους ομοθρήσκους του να εξαφανιστούν, κατέφυγε στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές, στο ορεινό χωριό Κεραμίδι. «Εκεί οι άνθρωποι μας συμπεριφέρθηκαν άψογα, μείναμε στο χωριό μέχρι την απελευθέρωση», λέει ο Κοέν.