Οταν ο υπουργός Οικονομικών παραδεχόταν δημοσίως από το βήμα της Βουλής ότι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική «βουλιάζει» τη μεσαία τάξη, πιθανότατα θα είχε κατά νουν τα στοιχεία από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων. Σε σύνολο 6,2 εκατ. νοικοκυριών, έχουν απομείνει πλέον μόνο 955.000 να εμφανίζουν οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ τον χρόνο, όταν το 2011 ήταν περίπου 400.000 περισσότερα. Και επειδή το φορολογητέο εισόδημα ενσωματώνει και τον φόρο εισοδήματος και την εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος η «αποφορολόγηση» οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα:
Στην Ελλάδα του 2016, έχουν απομείνει 955.000 νοικοκυριά με καθαρές αποδοχές που μπορεί να κυμαίνονται –ανάλογα με την κατανομή των εισοδημάτων μεταξύ των μελών της οικογένειας αλλά και την προέλευσή τους– από 1.450 έως 2.850 ευρώ τον μήνα, όταν το 2011 ο αντίστοιχος αριθμός έφτανε στο 1.356.817. Από την ταχύτατη συμπίεση της μεσαίας τάξης χάθηκαν εισοδήματα της τάξεως των 13 δισ. ευρώ. Νοικοκυριά με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ μοιράζονται πλέον περίπου 28,2 δισ. ευρώ, όταν το εισόδημα το 2010 ήταν 41,4 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι οι απώλειες –τουλάχιστον στα χαρτιά– έχουν ξεπεράσει ήδη το 31%.
Συρρίκνωση
Η «επίθεση» στη μεσαία τάξη συνεχίζεται με αμείωτη ένταση από την κυβέρνηση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει τα επόμενα 2-3 χρόνια σε περαιτέρω συρρίκνωσή της, τόσο για αντικειμενικούς λόγους (μείωση καθαρού εισοδήματος) όσο και για λόγους αποφυγής φόρων και εισφορών. Η εμμονή στους υψηλούς συντελεστές που ανέδειξε την Ελλάδα για μια ακόμη χρονιά ως τη χώρα με την υψηλότερη επιβάρυνση μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ (ειδικά για τις οικογένειες με παιδιά) οδηγεί στην εκούσια ή ακούσια μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που εμφανίζουν το λεγόμενο «μεσαίο» εισόδημα για τους ακόλουθους λόγους:
1. Στις τάξεις των 955.000 «μεσαίων» νοικοκυριών συμπεριλαμβάνονται και ζευγάρια με βασική πηγή εισοδήματος το ελεύθερο επάγγελμα. Με τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα, το άθροισμα φόρων και εισφορών οδηγεί σε κρατήσεις που μπορεί να αντιστοιχούν ακόμη και στο 55%-60% του δηλωθέντος εισοδήματος. Δύο τινά θα συμβούν: Οι επαγγελματίες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν αποδοχές των 20.000-50.000 ευρώ, αλλά τουλάχιστον τα μισά θα καταλήγουν στο Δημόσιο, κάτι που σημαίνει ότι οι καθαρές αποδοχές θα πέφτουν ακόμη και στα επίπεδα των 800-1.000 ευρώ ανά μήνα. Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι οι επαγγελματίες να αποκρύψουν τα εισοδήματα για να περιορίσουν και τις επιβαρύνσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η εφορία θα καταγράψει νέα μείωση στον αριθμό των φορολογουμένων με τα μεσαία εισοδήματα, νέα μείωση φορολογητέας ύλης και νέα μείωση φορολογικών εσόδων. Το πρώτο «τεστ» θα είναι οι φετινές δηλώσεις, καθώς θα φανεί κατά πόσον οι επαγγελματίες θα «μαγειρέψουν» τις επαγγελματικές δαπάνες για να πέσουν σε χαμηλότερα επίπεδα. Ακόμη πιο κρίσιμες θα είναι οι δηλώσεις του 2018, καθώς τότε θα αποτυπωθεί το κατά πόσον το νέο σύστημα υπολογισμού φόρων και εισφορών θα οδηγήσει και στην έκδοση λιγότερων τιμολογίων.
2. Στη μεσαία τάξη συγκαταλέγονται και ζευγάρια συνταξιούχων με άθροισμα καθαρών αποδοχών άνω των 1.500-2.000 ευρώ. Με τη δρομολογημένη μείωση των συντάξεων αλλά και τη μείωση του αφορολογήτου της κλίμακας, οι αποδοχές τους θα υποχωρήσουν ακόμη και πάνω από 25%. Τα νοικοκυριά αυτής της κατηγορίας εκτιμάται ότι θα είναι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες.
3. Στη μεσαία τάξη ανήκουν εργαζόμενοι που βρίσκονται ένα βήμα πριν από τη σύνταξη. Ο υψηλός μισθός που έχουν σήμερα, της τάξεως των 2.000-2.500 ευρώ καθαρά, θα αντικατασταθεί από μια σύνταξη η οποία θα υπολογιστεί με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου. Το νέο σύστημα υπολογισμού δεν παράγει καθαρές συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ, παρά μόνο για εργαζόμενους με περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές της τάξεως των 3.000 ευρώ. Αυτοί οι συνδυασμοί σπανίζουν, οπότε η μεσαία τάξη θα υποστεί πρόσθετες απώλειες. Τα στοιχεία από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις που υποβάλλονται στον ΕΦΚΑ δείχνουν ότι οι υψηλόμισθοι που αποχωρούν από την αγορά εργασίας δεν αντικαθίστανται, καθώς οι αποδοχές όσων παραμένουν εν ενεργεία εμφανίζονται «παγωμένες».
4. Για να εισπράττει ένας φορολογούμενος καθαρό μισθό της τάξεως των 2.000 ευρώ τον μήνα, ο εργοδότης του πρέπει να επιβαρύνεται με 45.000 ευρώ τον χρόνο ή 3.750 ευρώ τον μήνα, ποσό που κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με τις μεγαλύτερες κρατήσεις διεθνώς ειδικά για όσους αμείβονται με αποδοχές πάνω από τον μέσο όρο της χώρας. Σε χιλιάδες περιπτώσεις, οι εργοδότες επιλέγουν να αμείβουν τα στελέχη τους με εναλλακτικούς τρόπους («μαύρα», μέσω εταιρειών, μέσω κουπονιών κ.λπ.) προκειμένου να αποφεύγουν τις υψηλές κρατήσεις. Είναι ένας ακόμη λόγος που οδηγεί στο φαινόμενο να φυλλορροεί η μεσαία τάξη, τουλάχιστον στα χαρτιά της εφορίας.