Τα στοιχεία που έμειναν πίσω για τις επόμενες γενιές δεν ήταν πολλά. Γνωστός τάφος δεν υπήρχε. Μια παλαιότερη ασπρόμαυρη φωτογραφία που τον εικόνιζε στο τέλος της εφηβείας, ένα «δίπλωμα ευγνωμοσύνης» από την ελληνική πολιτεία και το «ατομικό δελτίο απώλειας» ήταν η μόνη κληρονομιά του. Σε αυτό αναγράφονταν το όνομα, ο βαθμός και το τέλος του: Μιχαήλ Θεοδοσίου, δεκανέας στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού, γεννηθείς το 1912 στην Καλλονή Λέσβου, φονεύθηκε κατά τις επιχειρήσεις με Ιταλούς στις 28-12-1940. Ως τόπος θανάτου οριζόταν στο ίδιο έγγραφο το Καλιβάτσι, βορειοδυτικά του Πόγραδετς. Δεκαετίες μετά, ένας συγγενής του θα ταξίδευε εκεί με την ελπίδα μιας δεύτερης ταφής.
«Από πιτσιρικάς το είχα βάλει σκοπό. Το είχα πείσμα. Ελεγα “εσένα θα σε βρω”», λέει ο Μιχάλης Πολυμιάδης. Αυτός ο νεκρός στρατιώτης του αλβανικού μετώπου ήταν αδελφός του παππού του από την πλευρά της μητέρας του. Αναζήτησε ανεπιτυχώς τα ίχνη του στα αλβανικά βουνά το 2011 και αργότερα η οικογένειά του έδωσε δείγμα DNA στις ελληνικές αρχές. Και άλλοι συγγενείς σαν κι αυτούς συμμετέχουν στην προσπάθεια δημιουργίας τράπεζας γενετικού υλικού που μπορεί, όταν αξιοποιηθεί μελλοντικά, να οδηγήσει στην ταυτοποίηση των πεσόντων του ’40.
Αρχικά το ενδιαφέρον ήταν περιορισμένο. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες όμως, από τότε που μεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή ξεκίνησε τις έρευνες στα παλαιά πεδία των μαχών, όλο και περισσότεροι συγγενείς πεσόντων ασχολούνται με το ζήτημα. Στη Λέσβο περισσότερα από 20 άτομα φέρονται να έχουν εκφράσει επιθυμία για να δώσουν δείγματα. Αντίστοιχα, στο αρμόδιο Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών οι υπεύθυνοι λένε ότι δέχονται πιο συχνά πλέον τηλεφωνήματα συγγενών.
Τα πρώτα δείγματα συγγενών συλλέχθηκαν το 2015. Ο ακριβής αριθμός όσων έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα δεν έγινε γνωστός στην «Κ». Οι αναζητήσεις πάντως των πεσόντων του αλβανικού μετώπου αφορούν συνολικά 7.976 Ελληνες στρατιώτες.
Ταξίδι στο πεδίο της μάχης
Για εκείνη την αποστολή του στην Αλβανία ο συγγενής του Μιχαήλ Θεοδοσίου είχε ήδη κάνει κάποια προεργασία. Προσπάθησε μέσω δορυφορικών φωτογραφιών να φτιάξει χάρτες με τα πιθανά σημεία όπου θεωρούσε ότι είχαν ταφεί οι στρατιώτες του 22ου Συντάγματος Πεζικού. Πήρε μαζί του έναν διερμηνέα και έψαξε στα χωριά της Αλβανίας για μαρτυρίες ηλικιωμένων που θα μπορούσαν να υποδείξουν τον σωστό δρόμο.
Σχεδιάγραμμα συγγενούς πεσόντος με εκτιμήσεις για παλαιά σημεία ταφής Ελλήνων στρατιωτών.
«Είχαν αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο ύψωμα, ανοίγοντας ορύγματα. Είχε χιόνια και πάγους και ήταν δύσκολο να κινηθούν. Οι Ιταλοί τούς χτύπησαν με το πυροβολικό. Ο αδερφός του παππού μου σκοτώθηκε εκεί, το πρωινό της 28ης Δεκεμβρίου 1940», λέει. Με τη βοήθεια ενός ντόπιου, προσέγγισε τον αυχένα της οροσειράς λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Πόγραδετς. «Τους έθαβαν με διάταξη πόδια – κεφάλι – πόδια, σαν φερμουάρ, σε μια σειρά πρόχειρων τάφων», ενημερώθηκε από μαρτυρίες. Οπως έμαθε αργότερα όμως, η επιχείρηση εκταφής των λειψάνων είχε γίνει αρκετά χρόνια νωρίτερα και τα ευρήματα βρίσκονται σε οστεοφυλάκια εκκλησιών στην Αλβανία.
Η διαδικασία
Μόλις το 401 Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών ξεκίνησε να δέχεται δείγματα DNA, η οικογένεια του κ. Πολυμιάδη έσπευσε να στείλει και δικό της. Σύμφωνα με τα σχετικά ενημερωτικά έγγραφα που περιγράφουν τη διαδικασία και αποστέλλονται σε συγγενείς, για κάθε πεσόντα απαιτούνται τουλάχιστον δύο δείγματα αίματος, ένα από τη μητρική γραμμή και ένα από την πατρική. Η ποσότητα που ζητείται είναι μικρή, περίπου τρία κυβικά εκατοστά, και το δείγμα πρέπει να αποστέλλεται το πολύ εντός δέκα ημερών στο Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401. Αιμοληψίες πάντως γίνονται και στο 401 με προσυνεννόηση. Απαιτούνται τουλάχιστον δύο συγγενείς για ασφαλέστερη αναγνώριση στο μέλλον.
Ο κ. Πολυμιάδης ελπίζει ότι αυτά τα δείγματα, όταν διασταυρωθούν κάποια στιγμή στο μέλλον με τα ευρήματα στην Αλβανία, θα δώσουν απαντήσεις. «Με αυτή την προσμονή ζούμε», λέει.