Αθήνα 1944: η Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου –Γαρφαλίτσα όπως την φωνάζουν οι δικοί της–, από το Καρλόβασι της Σάμου, σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή και, ταυτόχρονα, έχει ενταχθεί στην ΕΠΟΝ. Εκείνο τον χειμώνα, ένας φοιτητής από την παρέα της αρρωσταίνει βαριά. Πρέπει να μείνει κλινήρης για πολλούς μήνες. Μοναδική διασκέδασή του, τα βιβλία. Η παρέα ενεργοποιείται για να του βρει όσο το δυνατόν περισσότερα. Από τον στενό φίλο της Ανδρέα Φραγκιά η Γαρυφαλιώ μαθαίνει ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος διαθέτει μια πλούσια βιβλιοθήκη. Εχει, όμως, μια παραξενιά σε ό,τι αφορά τα βιβλία του· δεν θέλει να τα δανείζει σε κανέναν. Η ίδια δεν τον γνωρίζει προσωπικά. Εχει βέβαια διαβάσει ποιήματά του: τον «Επιτάφιο» και «Το τραγούδι της αδελφής μου». Αποφασίζει, λοιπόν, να κάνει μια προσπάθεια να τον μεταπείσει.
Η οδός Παπαναστασίου
Φθάνει στη διεύθυνση που της έδωσαν: Παπαναστασίου 56. Χτυπά το κουδούνι. Φαντάζεται πως θα δει μπροστά της έναν σεβάσμιο γέροντα, σαν τον Κωστή Παλαμά. Ομως ο άνδρας που της ανοίγει την πόρτα είναι νέος, ψηλός, όμορφος και φοράει μια κομψότατη ρομπ ντε σαμπρ. «Τον κύριο Ρίτσο», ψελλίζει εκείνη. «Εγώ είμαι», απαντά εκείνος. Η νεαρή πανικοβάλλεται. Κάνει μεταβολή και φεύγει! Ο ποιητής τρέχει στο κατόπι της να τη σταματήσει…
Παντρεύτηκαν το 1954. Δύο χρόνια πριν, με διακοπή αρκετών χρόνων λόγω του πολέμου, η Γαρυφαλιώ είχε επιστρέψει στη Σάμο με το πτυχίο της Ιατρικής – η πρώτη γυναίκα γιατρός στο νησί! Είχε ξεκινήσει τις σπουδές της το 1938, σε μια εποχή που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν ως… εξωτικό πτηνό τη νεαρή Καρλοβασίτισσα, όταν τους έλεγε ότι όνειρό της ήταν να γίνει γιατρός, για να προσφέρει στους συνανθρώπους της. Εκείνα τα χρόνια, κάθε κορίτσι «της καλής κοινωνίας» όφειλε να προετοιμαστεί ώστε να αναλάβει –και να φέρει εις πέρας με επιτυχία– αποκλειστικά τα καθήκοντα της συζύγου και μητέρας. Το πολύ να γινόταν δασκάλα. Αλλά γιατρός; Πού ακούστηκε αυτό;
Και μια όμορφη σύμπτωση: τη χρονιά που η δεσποινίς Γεωργιάδου περνούσε το κατώφλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μια άλλη νησιώτισσα, η Αγγελική Παναγιωτάτου από την Κεφαλονιά –παρά τις διαμαρτυρίες των συναδέλφων της για την «παραβίαση του άγραφου πανεπιστημιακού άβατου από μία γυναίκα»–, γινόταν η πρώτη έκτακτη καθηγήτρια της Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας…
Πίσω στο Καρλόβασι της δεκαετίας του ’50, η νεαρή γιατρός άρχισε να εξασκεί το επάγγελμά της. Στο ιατρείο της ουρές έκαναν οι ασθενείς. «Εκείνα τα χρόνια, οι γιατροί δεν ήταν μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή», λέει η κόρη της, η γνωστή συγγραφέας Ερη Ρίτσου. «Ετσι η μαμά μου συχνά γινόταν η… εξομολογήτρα ανθρώπων που είχαν την ανάγκη να μοιραστούν με κάποιον τα ανομολόγητα προβλήματά τους, τις έγνοιες, τα βάσανά τους». Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οποτε κάποιος ασθενής τη χρειαζόταν, η Γεωργιάδου έπαιρνε την τσάντα της και πήγαινε αδιαμαρτύρητα ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά, όπου υπήρχε ανάγκη. Εκείνα τα χρόνια, το οδικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο στη Σάμο. Και «η Γαρφαλίτσα η γιατρούδαινα», όπως την έλεγαν οι συμπατριώτες της, έκανε τις περισσότερες διαδρομές πεζή.
Στο μικρό χωριό μου, τα Σκουρέικα, οι πιο παλιοί ακόμα τη θυμούνται με αγάπη. Περιγράφουν μια γυναίκα ευπροσήγορο, πονετική, που ήταν πάντα εκεί όταν τη χρειάζονταν και τις περισσότερες φορές αρνιόταν να πάρει χρήματα από χήρες, ορφανά, ηλικιωμένους, φτωχές οικογένειες. Το πολύ πολύ να έφευγε με μια-δυο χούφτες αμύγδαλα, με λίγα σύκα, με μερικά αυγά. Γι’ αυτό και οι ντόπιοι, όποτε αναφέρονται σε εκείνη, από το 2002 που έφυγε από τη ζωή (στις 2 Δεκεμβρίου), το «Θεός σχωρέσ’ την» το λένε αληθινά, ανυπόκριτα. Δεν πρέπει να υπάρχει καλύτερη υστεροφημία για έναν άνθρωπο από αυτό…