Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Δανάη Αθανασίου, υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα σχολικής ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, έχοντας συμπληρώσει έξι χρόνια εμπειρίας ως αναπληρώτρια σχολική ψυχολόγος, κατάφερε να διοριστεί σε σχολεία της ανατολικής Αττικής.
Οπως όλα τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και φέτος, επισκέπτεται από Δευτέρα έως Παρασκευή –μαζί με κοινωνική λειτουργό– πέντε διαφορετικά σχολεία της περιοχής, με τη διαδικασία να επαναλαμβάνεται με την ίδια σειρά κάθε εβδομάδα. Αρκεί όμως αυτή η μία επαφή για να καλύψει τις ανάγκες ενός σχολείου με εκατοντάδες μαθητές; «Σαφώς και όχι», απαντά η ίδια στην «Κ».
Λειτουργία έκτακτης ανάγκης
«Τις περισσότερες φορές λειτουργούμε περισσότερο πυροσβεστικά παρά προληπτικά, παρότι εκεί υπάρχει ανάγκη» εξηγεί η σχολική ψυχολόγος.
«Από τη μία εβδομάδα στην άλλη συμβαίνουν περιστατικά που αναγκάζεσαι να τα επεξεργαστείς παρεμβατικά, ενώ το κομμάτι της πρόληψης που χρειάζεται να χτίσεις με γονείς και εκπαιδευτικούς στις τάξεις σε έναν μεγάλο βαθμό χάνεται. Ενα παιδί μπορεί να φτάσει ακόμη και στην αυτοκτονία ή να κάνει κακό σε κάποιο άλλο παιδί και αυτό κινδυνεύεις να το χάσεις ακριβώς επειδή δουλεύεις με περιστατικά που κάθε φορά είναι απολύτως έκτακτης ανάγκης».
Στο γυμνάσιο όπου εργαζόμουν, έβλεπα ένα παιδί που έκοβε τα χέρια του. Εάν δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να ενημερώσει, το παιδί αυτό θα ήταν χαμένο. – Δανάη Αθανασίου, σχολική ψυχολόγος
Την περασμένη εβδομάδα, η απόφαση του 14χρονου αγοριού από το Ναύπλιο να δώσει τέλος στη ζωή του, πέφτοντας από τις κερκίδες του δημοτικού σταδίου, ανέδειξε την ανάγκη όχι μόνο να υπάρχει άμεση πρόσβαση των μαθητών σε σχολικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, αλλά και τη σημασία της καθημερινής τριβής και της δημιουργίας μιας σταθερής επαφής των ειδικών με τις σχολικές κοινότητες.
Η κ. Αθανασίου λέει ότι οι πιο σοβαρές καταστάσεις συναντώνται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς στην πρωτοβάθμια τα περισσότερα προβλήματα είναι γύρω από τα μαθησιακά και τη συμπεριφορά, αλλά δεν είναι ακόμη έντονα ψυχολογικά ή ψυχιατρικά. «Πέρυσι που ήμουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συνεργαζόμουν με γυμνάσια, μου είχαν τύχει περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, αυτοτραυματισμού και σεξουαλικής παρενόχλησης. Για τέτοιου είδους θέματα, δουλεύεις σε κάθε σχολική μονάδα στον βαθμό που μπορείς. Κυρίως όμως παρακολουθείς το παιδί και παραπέμπεις σε ψυχοθεραπευτές, που κι αυτό έχει τη σημασία του», εξηγεί η κ. Αθανασίου και περιγράφει μία δική της εμπειρία που εξελίχθηκε σε σωστική παρέμβαση. «Στο γυμνάσιο όπου εργαζόμουν, έβλεπα ένα παιδί που έκοβε τα χέρια του. Εάν δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να ενημερώσει, το παιδί αυτό θα ήταν χαμένο».
Σωστή αξιολόγηση και παραπομπή
Ο ρόλος των σχολικών ψυχολόγων δεν είναι να κάνουν ψυχοθεραπεία γιατί δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου ώστε να εξετάσουν σε βάθος την κάθε περίπτωση. Μπαίνουν στις τάξεις, αξιολογούν και ορίζουν κάποια ραντεβού με τους γονείς των παιδιών για τα οποία κρίνουν ότι υπάρχει η ανάγκη υποστήριξής τους, προκειμένου να τα παραπέμψουν σε ειδικούς εκτός σχολείου. Τι γίνεται, όμως, όταν οι γονείς έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους κλειστά;
«Το παιδί το έβλεπες. Ετρωγε τα χέρια του, δεν μιλούσε, έκλαιγε και οι γονείς έλεγαν, “μια χαρά είναι”!»
«Το δύσκολο, σχεδόν πάντα, είναι να πείσεις τους γονείς ότι υπάρχει ανάγκη να δεχθεί το παιδί τους υποστήριξη. Ημουν σε ένα γυμνάσιο και είχα γονείς που τους κυνηγούσα όλο τον χρόνο επειδή το παιδί τους είχε συμπτωματολογία αγχώδους διαταραχής και δεν έπαιρνε καμία βοήθεια. Το παιδί το έβλεπες. Ετρωγε τα χέρια του, δεν μιλούσε, έκλαιγε και οι γονείς έλεγαν, “μια χαρά είναι”!», περιγράφει η Δανάη Αθανασίου.
«Υπερβαίνουμε τον ρόλο μας ως εκπαιδευτικοί»
«Στο λύκειο στο οποίο είμαι διευθύντρια για δεύτερη συνεχή χρονιά, δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ούτε ψυχολόγος ούτε κοινωνικός λειτουργός. Τη μοναδική πρωτοβουλία την πήρε πέρυσι ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων που έφερε στο σχολείο μία ψυχολόγο, πολύ αξιόλογη, η οποία μίλησε στους μαθητές της Γ’ Λυκείου για το στρες των εξετάσεων. Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξε καμία άλλη υποστήριξη».
Η διευθύντρια λυκείου από σχολείο της Αττικής που μιλά στην «Κ» ζήτησε να μη δημοσιεύσουμε το όνομά της. Οπως λέει, η παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα δημόσια σχολεία δεν είναι παντού δεδομένη, έστω και μία φορά την εβδομάδα, παρότι αναγκαία λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης στο σύγχρονο σχολικό περιβάλλον.
Η πολιτεία μάς «δίνει εντολή» να λειτουργήσουμε και ως ψυχολόγοι και ως κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο. – Διευθύντρια λυκείου στην Αττική
«Με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα στην κοινωνία και με όσα αντιμετωπίζουμε μέσα στα σχολεία, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει σε κάθε σχολείο ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός. Εμείς έχουμε απλώς εκπαιδευτικό ρόλο. Εγώ έχω διαμορφωθεί παιδαγωγικά από αυτά που έμαθα στη Σχολή και από την εμπειρία των τόσων χρόνων, αλλά δεν είμαι ο ειδικός επιστήμονας που θα μπορέσω να ψηλαφίσω κάθε φορά ένα περιστατικό σε βάθος. Η πολιτεία μάς “δίνει εντολή” να λειτουργήσουμε και ως ψυχολόγοι και ως κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα παιδιά είναι ανήλικα και αν δεν υπάρχει γονική συναίνεση, κινδυνεύεις να βρεθείς ξαφνικά υπόλογος ή διωκόμενος». Παρ’ όλα αυτά, όταν εμφανιστεί κάποιο αδιέξοδο, τόσο η ίδια όσο και οι συνάδελφοί της, όπως λέει, αναγκάζονται να παρέμβουν.
Το παράδειγμα σχολείων της Ευρώπης
Η ίδια, περιγράφοντας το ιδανικό σχολικό περιβάλλον, μάς μεταφέρει την εμπειρία της από ένα δημόσιο σχολείο της Ολλανδίας που είχε επισκεφθεί πριν από μερικά χρόνια με κάποιους μαθητές της, στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus.
Μέσα στο σχολείο υπήρχε αίθουσα πένθους, που ήταν ειδικά διαμορφωμένη για περιστατικά όπως η αυτοκτονία του μαθητή στο Ναύπλιο.
«Μέσα στο σχολείο υπήρχε αίθουσα πένθους, που ήταν ειδικά διαμορφωμένη για περιστατικά όπως αυτό του Ναυπλίου, για παιδιά που έχουν χάσει γονείς, για εκπαιδευτικούς που έχουν χάσει δικούς τους ανθρώπους. Η αίθουσα ήταν πλαισιωμένη από ομάδα ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, έτοιμων να υποστηρίξουν τα μέλη της σχολικής κοινότητας που είχαν αυτήν την ανάγκη».
Σχέσεις εμπιστοσύνης
Για να δημιουργηθούν οι σωστές βάσεις ενός ιδανικού σχολικού περιβάλλοντος, είναι απαραίτητο να υπάρχει άριστη συνεργασία ανάμεσα στους ψυχολόγους και τους εκπαιδευτικούς ενός σχολείου. Η Τίνια Απέργη, καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο, αναλύει στην «Κ» τη σημασία που έχει η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου.
«Ορισμένες φορές οι εκπαιδευτικοί, όχι απαραίτητα με λάθος τρόπο, γίνονται υπερπροστατευτικοί της τάξης τους. Επομένως, εάν κάποιος εκτός του χώρου τους προσπαθήσει να κάνει μία παρέμβαση, ενδέχεται να προκαλέσει την αντίδρασή τους. Ωστόσο ο ρόλος του σχολικού ψυχολόγου είναι να στηρίζει τους εκπαιδευτικούς και να τους εκπαιδεύει σε θέματα όπως το να αναγνωρίζουν τα σημάδια κακοποίησης ή σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ενδοσχολική βία. Αλλωστε, η κουλτούρα ενός σχολείου είναι αυτή που ενθαρρύνει τέτοια περιστατικά και εφόσον ένας ψυχολόγος ή κοινωνικός επιστήμονας συνεργαστεί σωστά με το σχολείο, θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο δεν θα υποστηρίζονται τέτοιες συμπεριφορές».
Η Τίνια Απέργη ήρθε στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη πριν από 20 χρόνια, έχοντας ολοκληρώσει το διδακτορικό της στην κλινική ψυχολογία. Μετέφερε τις γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε από τα σχολεία του Μανχάταν και του Κουίνς, σε ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, όπου στα περισσότερα ο θεσμός του σχολικού ψυχολόγου έχει καθιερωθεί εδώ και αρκετά χρόνια.
«Στις ΗΠΑ ήταν πάντοτε υποχρεωτικό να υπάρχουν στα σχολεία θέσεις για νοσοκόμες, κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους. Ο σχολικός ψυχολόγος πρέπει να έχει διδακτορικό για να ασκήσει το επάγγελμα και να είναι άρτια εκπαιδευμένος. Στην Ελλάδα, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Δεν αποκτούν όλοι ειδικότητα, που σημαίνει ότι όποιος έχει ένα πρώτο πτυχίο ψυχολογίας έχει γνώσεις ψυχοθεραπείας και γίνεται σχολικός ψυχολόγος».
Πάντα συνέβαιναν περιστατικά στα σχολεία, απλώς σήμερα έχει αλλάξει ο βαθμός επικινδυνότητας. Δηλαδή ξύλο έπαιζαν πάντα, αλλά δεν είχαν σουγιά στην τσέπη. – Τίνια Απέργη, καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο
Σε μια περίοδο που τα ακραία περιστατικά ενδοσχολικής βίας αναδύονται το ένα μετά το άλλο, η ίδια πιστεύει στη δύναμη που έχει η δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης. Ο ειδικός ψυχικής υγείας, λέει, θα πρέπει να χτίσει μία τέτοια γερή βάση με τους μαθητές του για να πετύχει τον σκοπό του.
«Τα παιδιά, εφόσον έχει δημιουργηθεί μια τέτοια δυνατή σχέση, θα αναζητήσουν βοήθεια από τον ενήλικα. Αν το σκεφτείτε, είναι αυτό που ούτως ή άλλως τούς μαθαίνουμε από μικρή ηλικία: “Θα πας να μιλήσεις στους μεγάλους, δεν θα το λύσεις μόνος σου”. Γιατί πάντα συνέβαιναν περιστατικά στα σχολεία, απλώς σήμερα έχει αλλάξει ο βαθμός επικινδυνότητας. Δηλαδή ξύλο έπαιζαν πάντα, αλλά δεν είχαν σουγιά στην τσέπη».