Το πρωί της περασμένης Κυριακής, στην εκπνοή του Σεπτεμβρίου, κανείς δεν φανταζόταν ότι η φωτιά που θα ξεσπούσε στη θέση Ροζενά Ξυλοκάστρου θα αποκτούσε τρομακτικές διαστάσεις και πως η Πυροσβεστική θα μaχόταν επί τρεις ημέρες για την κατάσβεσή της, ενώ χιλιάδες στρέμματα δάσους και καλλιεργειών θα γίνονταν στάχτη. Ο Οκτώβριος δεν ήταν άλλωστε μήνας που δίνει μεγάλα γεγονότα στις πυρκαγιές. Μέχρι την περασμένη Κυριακή.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο Θοδωρής Μ. Γιάνναρος, πυρομετεωρολόγος, επικεφαλής της ομάδας The Flame Project του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το EFFIS (Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές) κάνοντας μια πρώτη αποτίμηση υπολογίζει τα καμένα στρέμματα στην ορεινή Κορινθία από 83.000 έως 110.000. «Αυτό την καθιστά την πιο καταστροφική πυρκαγιά στη χώρα μας για τους μήνες Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, τουλάχιστον από το 2000 και έπειτα που υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από το Πυροσβεστικό Σώμα. Πρόκειται για μια τεράστια έκταση».
Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές, σε μια πρώτη χονδρική αποτίμηση υπολογίζει τα καμένα στρέμματα στην ορεινή Κορινθία από 83.000 έως 110.000.
Σημειώνεται πως την τρίτη ημέρα της πυρκαγιάς, στο πεδίο επιχειρούν 406 πυροσβέστες με 16 ομάδες δασοκομάντο και 123 οχήματα, εθελοντές της Πολιτικής Προστασίας, αλλά και υδροφόρες και μηχανήματα έργου της Περιφέρειας Πελοποννήσου και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, όπως και δυνάμεις της Δασικής Υπηρεσίας και της Ελληνικής Αστυνομίας. Από αέρος συνδράμουν 21 εναέρια μέσα και συγκεκριμένα 8 αεροσκάφη και 13 ελικόπτερα. Παράλληλα, η Ε.Ε. στέλνει τρία πυροσβεστικά αεροσκάφη μετά την ενεργοποίηση από την Ελλάδα του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ε.Ε. Τα αεροσκάφη, που κινητοποιήθηκαν από την Κροατία και την Ιταλία, έχουν ήδη φτάσει στη χώρα μας.
Αντιπυρική περίοδος που παρατείνεται διαρκώς
Για τον κ. Γιάνναρο, η ημερομηνία έναρξης της συγκεκριμένης πυρκαγιάς είναι άλλη μια ένδειξη της τάσης που έχει η αντιπυρική περίοδος (από 1η Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου) να παρατείνεται περισσότερο μέσα στον χειμώνα και να ξεκινάει νωρίτερα την άνοιξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο φετινός Ιούνιος κατά τον οποίο οι πυρκαγιές ήταν τριπλάσιες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές.
Η φετινή αντιπυρική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονη, παρατεταμένη ξηρασία και ανομβρία, συνθήκες που αύξησαν κατά πολύ τη διαθέσιμη καύσιμη ύλη. Την ημέρα που ξέσπασε η πυρκαγιά στην Κορινθία, η θερμοκρασία άγγιξε τους 34 βαθμούς Κελσίου ενώ επικρατούσαν ενισχυμένοι δυτικοί-βορειοδυτικοί άνεμοι οι οποίοι έπνεαν με εντάσεις 5-6 μποφόρ. Η σχετική υγρασία ήταν σε επίπεδα της τάξης του 40-50%.
Τον Ιούνιο, φέτος, οι πυρκαγιές ήταν τριπλάσιες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές.
«Ηταν συνθήκες… ιδανικές για να εξαπλωθεί τάχιστα μια πυρκαγιά» τονίζει ο κ. Γιάνναρος. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα γίνεται ολοένα και πιο σαφές για τον ερευνητή πυρομετεωρολόγο, πως χρειάζονται ποσοτικά στοιχεία και ανάλυσή τους για να καταλαβαίνουν οι ειδικοί κάθε φορά πώς γεννιέται και εξελίσσεται η κάθε πυρκαγιά. Επίσης, πρέπει να ερευνώνται τα ειδικά χαρακτηριστικά της έτσι ώστε να εφαρμόζεται και το σωστό επιχειρησιακό πλάνο για να την αντιμετώπισή της.
Μια πυρκαγιά «Deja vu» εκείνης του 2000
Ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ και στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, χαρακτηρίζει τη φωτιά στην Κορινθία μια πυρκαγιά «Deja vu» εκείνης που ξέσπασε στις 12/7/2000 με επίκεντρο και πάλι το Ξυλόκαστρο.
Το 2000 η πυρκαγιά ξεκίνησε από το Ανω Διακοπτό Αιγιαλείας, ενώ η φετινή από τα Ανω Πιτσά Κορινθίας. Αμφότερες όμως εμφανίζουν ομοιότητες.
«Και τότε, όπως και την περασμένη Κυριακή, έκανε την εμφάνισή του το φαινόμενο του ψυχρού μετώπου, που δημιουργεί αλλαγή της κατεύθυνσης των ανέμων κι αν αυτό συνδυαστεί με μια δύσκολη τοπογραφία, όπως αυτή της ορεινής Κορινθίας, δίνει πολύ άσχημα αποτελέσματα», λέει στην «Κ» ο κ. Ξανθόπουλος.
Οπως εξηγεί: «Οταν το ψυχρό μέτωπο συναντήσει βλάστηση που είναι ευνοϊκή για τη διάδοση της φωτιάς –καθώς έχει σχετική υγρασία χαμηλή και είναι ήδη προθερμασμένη λόγω της υψηλής θερμοκρασίας– η διεύθυνση των ανέμων μετατρέπεται από νοτιοδυτική σε βορειοδυτική, όπως στην Κορινθία, με αποτέλεσμα την εξάπλωση της φωτιάς με μεγάλη ταχύτητα και ένταση».
Μάλιστα ο κ. Ξανθόπουλος διευκρινίζει ότι «με την άφιξη του μετώπου, η ψυχρότερη αέρια μάζα που εισβάλλει, μπορεί να προκαλεί μεν πτώση της θερμοκρασίας και αύξηση της σχετικής υγρασίας, αλλά η επίδραση αυτής της μεταβολής στην καύσιμη ύλη δεν είναι στιγμιαία. Συγκεκριμένα, η λεπτή νεκρή καύσιμη ύλη στο έδαφος (πευκοβελόνες, φύλλα, χόρτα, λεπτά κλαδάκια) χρειάζεται μία έως τρεις ώρες για να προσρροφήσει υγρασία από την ατμόσφαιρα και να αυξηθεί η περιεχόμενη υγρασία της».
«Αν χαθεί το κρίσιμο δίωρο είναι δύσκολο να ελεγχθεί η φωτιά»
Ανατρέχοντας στην πυρκαγιά του 2000 ο κ. Ξανθόπουλoς, ο οποίος είχε συνυπογράψει έναν χάρτη επικινδυνότητας κατηγορίας 5 για την περιοχή της Κορινθίας, σημειώνει ότι «παρά την πρόβλεψη και τη θέση των πυροσβεστικών δυνάμεων που ήταν σε εγρήγορση, οι δύο πυρκαγιές που είχαν ξεκινήσει το απόγευμα της 12ης Ιουλίου, δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθούν έως το επόμενο πρωινό. Η πυρκαγιά του Ανω Διακοπτού σχεδόν ενώθηκε με την πυρκαγιά της Κορινθίας. Μέσα σε μία ημέρα, η πυρκαγιά της Κορινθίας έκαψε 200.000 στρέμματα, ενώ η πυρκαγιά της Αιγιαλείας ξεπέρασε τα 100.000».
«Αυτό που χρειάζεται την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η πυρκαγιά είναι ο σχεδιασμός της περιμέτρου της και η εστίαση στο κεντρικό μέτωπο για να έρθει γρήγορα ένας επιχειρησιακός σχεδιασμός».
Η πυρκαγιά της περασμένης Κυριακής, με πολλές εστίες σε χαράδρες, πλαγιές και κορυφογραμμές, έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο της πυρόσβεσης. Οπως τονίζει ο κ. Ξανθόπουλος, «αν χαθεί το πρώτο κρίσιμο δίωρο, μετά είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η φωτιά. Αρχίσαμε να τρέχουμε πίσω από τις πολλές εστίες σε ένα δύσκολο, διάσπαρτο μέτωπο, μέσα σε πυκνό δάσος».
Κατά τον κ. Ξανθόπουλο, αυτό που χρειάζεται την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η πυρκαγιά είναι ο σχεδιασμός της περιμέτρου της και η εστίαση στο κεντρικό μέτωπο για να έρθει γρήγορα ένας επιχειρησιακός σχεδιασμός. «Βασιζόμαστε σε τεράστιο βαθμό στα εναέρια μέσα αντί να αναπτύσσουμε αυτόν τον χειρουργικό επιχειρησιακό σχεδιασμό» σχολιάζει.