Σε επιταχυντή ιστορικών εξελίξεων αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά η πανδημία, καθώς η υπερχρέωση που υπαγόρευσε στις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο εκβιάζει αποφάσεις και μεταβολές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ολα δείχνουν πως βρίσκεται προ των πυλών διεθνής φορολογική συμφωνία, που θα αποτελεί τη μεγαλύτερη μεταβολή στο παγκόσμιο σύστημα φορολογίας των επιχειρήσεων τον τελευταίο αιώνα. Την έχει επιβάλει η ανάγκη των κυβερνήσεων τόσο εντός Ε.Ε. όσο και στις ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα ανά τον κόσμο, να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα ώστε να αντεπεξέλθουν στον δυσβάσταχτο όγκο χρέους που ανέλαβαν για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Ετσι, μετά από δυστοκία ετών και ατελέσφορων συζητήσεων στους κόλπους του ΟΟΣΑ αλλά και της Ε.Ε., στο G7 διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέρες συναίνεση επί της επιβολής ελάχιστου εταιρικού φόρου σε διεθνές επίπεδο.
Αναμένεται ότι στην επικείμενη σύνοδο των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη στην Κορνουάλη, στις 11-13 Ιουνίου, θα τελεσφορήσει επιτέλους μια προσπάθεια ετών για διεθνή εναρμόνιση των εταιρικών φόρων. Το αποτέλεσμα θα είναι να δοθεί τέλος στη σκανδαλώδη τακτική των πολυεθνικών, που μεταφέρουν τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλή φορολογία, συχνά σε φορολογικούς παραδείσους, στερώντας πολύτιμα έσοδα από τα ταμεία των χωρών. Και παράλληλα, θα δοθεί τέλος και στον εκβιασμό που επί δεκαετίες υφίστανται οι κυβερνήσεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και ευρύτερα στον κόσμο, που αναγκάζονται να μειώνουν τη φορολογία των επιχειρήσεων προκειμένου να τις προσελκύσουν ή να τις κρατήσουν στο έδαφός τους. Οπως επισημαίνεται σε σχετική έκθεση του ΔΝΤ, αυτού του είδους ο φορολογικός ανταγωνισμός, «η κούρσα προς τα κάτω» όπως τον χαρακτήρισε στις αρχές Απριλίου η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, έχει υπαγορεύσει στις κυβερνήσεις τη διαρκή μείωση των εταιρικών φόρων στην Ευρώπη από το 35% στον οποίο κυμαίνονταν κατά μέσον όρο το 1995 στο 21% το 2019.
Η συναίνεση στους κόλπους του G7 θα προλειάνει το έδαφος για την αναμόρφωση ενός συστήματος φορολογίας παρωχημένου, δυσλειτουργικού και επιζήμιου ιδιαιτέρως για την εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και του Ιντερνετ, που διευκολύνει τις πολυεθνικές και τους τεχνολογικούς κολοσσούς να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε άλλες χώρες. Οπως τόνισε μέσα στην εβδομάδα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, το βήμα αυτό δίνει καθοριστική ώθηση για μια ευρύτερη συμφωνία στη σύνοδο του G20 τον Ιούλιο και στη συνέχεια για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των 140 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ τον Οκτώβριο. Σε σχετική μελέτη του, το ΔΝΤ προεξοφλεί πως η θέσπιση ελάχιστου φόρου στις πολυεθνικές θα περιορίσει σημαντικά τον φορολογικό ανταγωνισμό και τη μεταφορά των κερδών σε άλλες χώρες και θα θέσει μια σταθερή βάση για τα φορολογικά έσοδα των χωρών. Θα αποτελέσει, άλλωστε, διέξοδο για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών, που είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετες, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η μεταφορά των κερδών των επιχειρήσεων και να αντιμετωπίζουν οξύτερο πρόβλημα.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας, καταλύτης στη στάση της Ε.Ε.
Στην Ε.Ε. η προσπάθεια για εναρμόνιση της φορολογίας των επιχειρήσεων έχει μακρά ιστορία, αλλά δεν είχε έως τώρα σημειώσει πρόοδο, σε αντίθεση με άλλους τομείς της φορολογίας όπως για παράδειγμα στο θέμα του ΦΠΑ. Οι πιο πρόσφατες κινήσεις που επανέφεραν το θέμα ήταν, το 2016, η πρόταση της Κομισιόν για μια ενιαία φορολογική βάση και τελευταία η πρωτοβουλία που ανέλαβαν, το 2019, η Γαλλία και η Γερμανία για έναν ελάχιστο εταιρικό φόρο στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. Εως τώρα επικρατούσε, ωστόσο, διχογνωμία μεταξύ των χωρών καθώς ακόμη και στο εσωτερικό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν λείπουν οι χώρες που έχουν σε καταχρηστικό βαθμό χρησιμοποιήσει τη χαμηλή φορολογία, για να διασφαλίσουν ξένες επενδύσεις. Και ο λόγος όχι μόνο για την Ιρλανδία, που έχει τον χαμηλότερο συντελεστή εταιρικής φορολογίας στην Ευρώπη, μόλις 12,5%, αλλά και για τις προνομιακές συμφωνίες που έχουν κατά καιρούς προσφέρει το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία σε μεγάλες πολυεθνικές και τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Apple.
Η πανδημία και ο οικονομικός της αντίκτυπος, όμως, εξάντλησαν την ανοχή των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στη φοροαποφυγή, αλλά και ευρύτερα στις εξόφθαλμες αδικίες του φορολογικού συστήματος. Ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων Βέλγιο, Δανία, Γαλλία και Πολωνία, έφθασαν στο σημείο να ανακοινώσουν –ή να απειλήσουν– πως οι φοροαπαλλαγές της πανδημίας δεν θα ισχύσουν για όσες επιχειρήσεις έχουν έδρα ή δραστηριοποιούνται σε φορολογικούς παραδείσους. Σημειωτέον ότι οι φοροαπαλλαγές και οι κάθε είδους φοροελαφρύνσεις που παραχωρήθηκαν για να αμβλυνθεί ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας ήταν μεταξύ των σημαντικότερων μέτρων στήριξης των οικονομιών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η δημοσιονομική επιβάρυνση που επέφεραν κατά μέσον όρο στις ανεπτυγμένες και στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες της Ευρώπης ήταν 6,2% και 3,1%, αντιστοίχως.
Αν και η πανδημία υπήρξε ο εμβρυουλκός που έδωσε λύση στη δυστοκία ετών για τη σύμπηξη ενός διεθνούς μετώπου υπέρ της θέσπισης ελάχιστου φόρου των επιχειρήσεων, καταλύτης στάθηκε η αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον. Η υπερδύναμη είχε τορπιλίσει τη θέσπιση ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο επί κυβερνήσεως Ντόναλντ Τραμπ, προβάλλοντας κατηγορηματικές αρνήσεις και ζητώντας να εξαιρεθούν από κάθε σχετική συμφωνία οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ. Μεσολάβησαν, ωστόσο, η πανδημία και τα δυσθεώρητα πακέτα στήριξης της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, αλλά και η αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο ανακάλεσε τις αντιρρήσεις της προηγούμενης, αλλά προέβη σε καθοριστικά βήματα. Στις αρχές Απριλίου, η Ουάσιγκτον ζήτησε διά στόματος της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, να τεθεί οριστικά τέλος στην «30ετή κούρσα προς τα κάτω», όπως χαρακτήρισε τις συνεχείς μειώσεις των εταιρικών φόρων σε διάφορες χώρες.
Η θέση των ΗΠΑ για διεθνή συμφωνία και το φορολογικό σχέδιο Μπάιντεν
Η αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον ως προς το θέμα της εταιρικής φορολογίας επισημοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε δύο ημέρες μετά την τοποθέτηση της κ. Γέλεν. Ο Αμερικανός πρόεδρος πρότεινε στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ να συμφωνήσουν σε ένα διεθνές σύστημα που θα προβλέπει έναν ελάχιστο εταιρικό φόρο με την εξής διευκρίνιση: να φορολογούνται εφεξής οι πολυεθνικές, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, στην εκάστοτε χώρα αδιακρίτως του αν έχουν φυσική παρουσία σε αυτή τη χώρα. Το σημαντικότερο όλων, όμως, η φορολογία να γίνεται βάσει των πωλήσεων που θα έχουν οι πολυεθνικές στην εκάστοτε χώρα και όχι βάσει των κερδών τα οποία μπορούν να μεταφέρουν αλλού.
Προκειμένου να χρηματοδοτήσει το τιτάνιο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 2 τρισ. δολαρίων, η αμερικανική κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει τους εταιρικούς φόρους στο 28% από το 21% στο οποίο τους έχει μειώσει ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Σημειωτέον ότι η γνωστή ως «φορολογική μεταρρύθμιση και φοροαπαλλαγές του Τραμπ» είχε το σκανδαλώδες αποτέλεσμα πολλές από τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες των ΗΠΑ όχι απλώς να μην καταβάλλουν τους φόρους που τους αναλογούν, αλλά να έχουν επιστροφή φόρου. Ανάμεσά τους ο τεχνολογικός κολοσσός της Amazon, που με κέρδη 10,835 δισ. δολάρια είχε επιστροφή φόρου ύψους 129 εκατ. δολαρίων, δηλαδή αντίστοιχη με το 1% των κερδών της, και η ΙΒΜ που με κέρδη 500 εκατ. δολάρια είχε επιστροφή 342 εκατ. δολ., δηλαδή αντίστοιχη με το 68% των κερδών της. Σημειωτέον ότι ανάμεσα στους υποστηρικτές της αύξησης των φόρων στις επιχειρήσεις συγκαταλέγεται και ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Amazon Τζεφ Μπέζος, μολονότι έχει επικριθεί για τους υποτυπώδεις φόρους που καταβάλλει έως τώρα η εταιρεία του.
Προκειμένου, βέβαια, να προχωρήσει σε μια τέτοια αύξηση φόρων, η Ουάσιγκτον θέλησε να καλύψει τα νώτα της, να διασφαλίσει δηλαδή ότι δεν θα προκαλέσει διαρροή επιχειρήσεων προς χώρες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Εξ ου και το αίτημά της για επιβολή ελάχιστου φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Λειτούργησε, άλλωστε, καταλυτικά τις τελευταίες ημέρες και η υπαναχώρηση της αμερικανικής κυβέρνησης που, ενώ αρχικά ζητούσε να επιβληθεί ελάχιστος φόρος 21% σε διεθνές επίπεδο, κατέβασε τον πήχυ των προσδοκιών της και δήλωσε πρόθυμη να αποδεχθεί παγκόσμιο συντελεστή εταιρικού φόρου της τάξεως του 15%.
Οσον αφορά το σχέδιο του Αμερικανού προέδρου να αυξήσει τους εταιρικούς φόρους στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δεν πρόκειται να βρει ανοικτό τον δρόμο, καθώς ήδη εναντιώνονται σε αυτό όχι μόνον οι Ρεπουμπλικανοί, αλλά και μέλη του κόμματός του από τη συντηρητική πτέρυγα των Δημοκρατικών. Την ίδια στιγμή, συσπειρώνονται και ασκούν παρασκηνιακές πιέσεις κατά της αύξησης των φόρων οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Τις τελευταίες ημέρες, 28 βιομηχανικοί όμιλοι των ΗΠΑ έχουν σχηματίσει συμμαχία με τίτλο «Οι εργοδότες της Αμερικής που προσφέρουν θέσεις εργασίας υπέρ μιας ισχυρής ανάκαμψης» και ασκούν πιέσεις με επιχειρήματα ότι ο φόρος θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών βιομηχανιών και θα είναι ο δούρειος ίππος για την επιβολή πολύ υψηλών φόρων σε ατομικές και οικογενειακές επιχειρήσεις.
Εκπρόσωπος αυτής της συμμαχίας των επιχειρήσεων υπογράμμισε πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ιδιαιτέρως το πρόγραμμα επενδύσεων του Τζο Μπάιντεν, αλλά πρόσθεσε πως «αλλάζουν αμέσως γνώμη όταν η συζήτηση έρχεται στο θέμα της αύξησης των εταιρικών φόρων» από τους οποίους πρόκειται να χρηματοδοτηθεί.
Oι κολοσσοί
Θίγοντας μία από τις κυριότερες πτυχές της συμφωνίας επί του ελάχιστου εταιρικού φόρου, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, τόνισε μέσα στην εβδομάδα ότι «το σημαντικότερο είναι πως όλοι συμφωνούμε ότι οι ψηφιακοί κολοσσοί Google, Amazon, Facebook και Microsoft, που συγκεντρώνουν αξιοσημείωτα κέρδη, πρέπει να φορολογούνται όπως όλες οι άλλες επιχειρήσεις».
Για τις πιέσεις
Αναφερόμενος στις πιέσεις που ασκούνται στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. για να καταργήσουν τις ειδικές φορολογικές συμφωνίες με πολυεθνικές, ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, δήλωσε πως «πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όσα εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για να καταργήσουμε αυτές τις απαράδεκτες φορολογικές συμφωνίες».
Επιφυλάξεις
Αντίθετος στο γενικό ρεύμα, ο υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας, Πασκάλ Ντόναχιου, εξέφρασε μέσα στην εβδομάδα «σοβαρές επιφυλάξεις» σε ό,τι αφορά την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο και προεξόφλησε πως η χώρα του θα διατηρήσει τον συντελεστή του 12,5% για πολλά χρόνια ακόμη.