Το σκεφτόμουν κάθε νύχτα εκείνη την εποχή. Θα με αφήσει ο πατέρας μου να την παντρευτώ; Θα με δεχθούν οι δικοί της; Και πού θα ζήσουμε; Στην Αγία Βαρβάρα για πάντα ή θα πρέπει να ακολουθώ την οικογένεια της στις περιπλανήσεις της;
Τελικά δεν χρειάστηκε να απαντήσω σε τίποτα από αυτά. Η Αγγελική όπως ήρθε έτσι χάθηκε. Έκλαψα στο προαύλιο του 2ου Δημοτικού αλλά τίποτε δεν άλλαξε. Και το μεσημέρι όταν σχόλαγα πέρναγα για εβδομάδες κλεφτά έξω από το σπίτι της. Τσιγγάνοι πολλοί στην αυλή, αλλά πουθενά η Αγγελική. Ούτε η μάνα της, ούτε τα αδέλφια της. Σιγά σιγά έκλεισε και η πληγή στο κούτελο. Εκεί πάνω από το δεξί φρύδι είχα φάει μια πέτρα μυτερή. Είχαμε πάει εκδρομή στο δασάκι πάνω από το Δρομοκαΐτειο και εγώ είχα παρατήσει τους φίλους μου που έπαιζαν μπάλα και περπατούσα με την Αγγελική. Οι τσιγγάνοι μας κοίταζαν περίεργα αλλά αφού δεν την ακουμπούσα ούτε τόσο δα, δεν υπήρχε λόγος να επέμβουν.
Η «τσογλανοπαρέα» όμως είχε θυμώσει και είχαν αρχίσει τα σφυρίγματα. Καζούρα χοντρή, μέχρι που ένας πήρε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη προς το μέρος μας. Παπ στο κούτελο πάρτον κάτω. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι είδα την πέτρα να έρχεται προς το μέρος της Αγγελικής και πετάχτηκα μπροστά με αυτοθυσία για να την σώσω – όπως έσωσε ο Κέβιν Κόστνερ την Γουίτνεϊ Χιούστον – αλλά και αυτό να ήταν, το φινάλε δεν ήταν κινηματογραφικό.
Η Αγγελική πανικοβλήθηκε και έτρεξε προς την μεριά των κοριτσιών και σε εμένα έσκυψε πάνω μου μόνο η διευθύντρια που δεν είχε ακριβώς την ομορφιά της Αγγελικής. Έκανα δυο ράμματα και ο έρωτας μου για την τσιγγάνα – Ρομνί θα έλεγαν σήμερα – διπλασιάστηκε.
Αυτά όμως στην Αγία Βαρβάρα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Σε μια περιοχή που μάλλον ήταν εξαίρεση σε ότι αφορά την ένταξη των τσιγγάνων στην κοινωνία. Κρητικοί, Πόντιοι, Τσιγγάνοι, συνυπήρχαμε χωρίς προβλήματα. Ε υπήρχαν κάποια τζαρτζαρίσματα, είχαμε ο καθένας τις δικές του γειτονιές και τα δικά του καφενεία, αλλά συρράξεις και ρατσισμούς δεν είχαμε.
Μόνο μια φορά υπήρξαν χοντρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με αύρες μάλιστα και καπνογόνα. Ήταν τότε που η Χούντα αποφάσισε να εκδιώξει από την περιοχή τους τσιγγάνους που, διωγμένοι από τα Πετράλωνα, είχαν βρει καταφύγιο στο ξέφωτο που σήμερα ονομάζεται πλατεία Δημοκρατίας. Και ένα ξημέρωμα οι μπουλντόζες ισοπέδωσαν κυριολεκτικά τον πρόχειρο καταυλισμό τους. Πολύ ξύλο και πολύ κλάμα. Κάποιες λίγες οικογένειες τις πήγαν για να μείνουν στις εργατικές πολυκατοικίες στην άλλη άκρη της πόλης. Όταν έφυγαν οι αστυνομικοί, οι τσιγγάνοι πήραν ό,τι μπορούσαν από τα διαμερίσματα – μέχρι και μπανιέρες πήραν – και κατασκήνωσαν στην αυλή και στους ισόγειους κοινόχρηστους χώρους. Μου θύμισαν τον παππού μου που όταν με τα χίλια ζόρια ταξίδεψε από το χωριό στην Κρήτη, στην Νέα Υόρκη για να δει την κόρη του, αρνιόταν να ανέβει στον ουρανοξύστη. Και έμεινε με τα στιβάνια και τις βράκες στην Avenue τάδε να αγναντεύει τα ύψη. Τα ίδια και οι άνθρωποι των καταυλισμών. Ασφάλεια ένοιωθαν μόνο όταν πατούσαν χώμα.
Πρέπει να ήταν άνοιξη, στα ωραία της. 1985, έχω σημειώσει. Κυριακή απόγευμα στα Οινόφυτα δίπλα στην Εθνική Οδό. Πάντα επέλεγαν τις εξόδους των πόλεων για να ξεχειμωνιάσουν. Κάτι σαν έξοδος κινδύνου. Στον καταυλισμό ήταν όλα νοικοκυρεμένα. Το χώμα βρεγμένο και σκουπισμένο, άντρες και γυναίκες μπανιαρισμένοι και τα σκυλιά στα αποφάγια. Οι γριές έψηναν καφέ στη χόβολη. Τα «ντάτσουν», αραγμένα στα πλάγια των σκηνών, έπαιζαν κασέτες στα «γύφτικα». Αγγελόπουλο κυρίως αλλά και Μάκη. Ο Χριστοδουλόπουλος άλλωστε στα μαγαζιά που δούλευε, έκανε ειδικές βραδιές για τη φυλή του. Κάτι τσαγκαροδευτέρες, να μη συναντιούνται με τους άλλους πελάτες. Οι Μπαλαμέ, οι Έλληνες δηλαδή, θέλουν τους τσιγγάνους στην πίστα, όχι όμως και στα διπλανά τραπέζια.
Ο «μεγάλος τσιγγάνος» όμως ήταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Θα θυμάστε την συναυλία του στον Λυκαβηττό το 1983. «Καλησπέρα σας, αδέλφια μου». Ο Μητροπάνος, η Αλεξίου, ο Σαββόπουλος και χιλιάδες άλλοι χειροκρότησαν, οι «έγκυροι σχολιαστές» όμως της εποχής μίλησαν για τον «δασύτριχο βάρδο», τον «τουρκόγυφτο», που κινήθηκε στα «όρια της μουσικής χυδαιότητας». Κι ας λένε οι επαΐοντες, ότι αν δεν υπήρχαν οι κλειστές κοινωνίες των τσιγγάνων, δεν θα σωζόταν η ελληνική μουσική. Όπως το ίδιο ισχύει για το Φλαμένγκο στην Ισπανία και τα κρουστά στα Βαλκάνια. «Κε Καλέ Γιακχά», «Τα Μαύρα Μάτια σου», ήταν η υπόκρουση εκείνο το απόγευμα, γιατί ο Αγγελόπουλος ηχογραφούσε κασέτες και στα τσιγγάνικα. Και εγώ άκουγα τις ιστορίες τους, φωτογράφιζα, ώσπου ένας γέρος, σηκώθηκε έχωσε το χέρι του ανάμεσα στον πολύχρωμο «γιούκο» και μέσα από τις κουβέρτες έβγαλε ένα κλαρίνο. Το χάιδεψε, το παίνεψε και ξεκίνησε. Ως εδώ ήταν. Τα κασετόφωνα έκλεισαν και σιγά σιγά προστέθηκαν και οι ντενεκέδες! Πλαστικοί και σιδερένιοι, σε διάφορα σχήματα, με τα χέρια να ανεβοκατεβαίνουν. Ένα κοριτσάκι πετάχτηκε στην «πίστα» – «κοριτσάκι» για τα δικά μου μέτρα, γιατί για τους τσιγγάνους που παντρεύονται στα 13 τους, μάλλον κοπελάρα της παντρειάς ήταν. Και μετά μια άλλη κοπέλα… Χοροί ατέλειωτοι. Κάτι τέτοιες στιγμές θα έζησε και ο Μπρέγκοβιτς και λάτρεψε τα χάλκινα.
Γλέντια στο χώμα, έζησα πολλά εκείνη την δεκαετία. Ώσπου έπεσε το Τείχος και όλα άλλαξαν. «Μα τι δουλειά έχει τώρα το Τείχος», ρωτάτε. Έχει! Μόλις άνοιξαν τα σύνορα, οι τσιγγάνοι έπαψαν να είναι περιζήτητοι στα χωράφια. Μέχρι τότε οι δήμαρχοι έστηναν ακόμη και γιορτές για να τους υποδεχθούν. Καπνά στη Θράκη, βαμβάκι στη Θεσσαλία, πορτοκάλια στην Πελοπόννησο, ντομάτες στην Κρήτη, ελιές και καρπούζια παντού. Και ο Σακελλάριος έβαζε τις τσιγγάνες να χορεύουν στους αγρούς και τον Μάνο να μελοποιεί το «γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι».
Οι Αλβανοί όμως ήταν πια φτηνότεροι. Και δεν είχαν ένα τσούρμο οικογένειες να τους ακολουθούν. Και μαζί οι Πακιστανοί, οι Μπαγκλαντεσιανοί, οι Αιγύπτιοι. Διαθέσιμοι να κάνουν όλες τις δουλειές που μέχρι τότε μόνο οι τσιγγάνοι έκαναν. Τότε λοιπόν, την δεκαετία του ’90, οδηγήθηκαν στην περιθωριοποίηση οι σκηνίτες τσιγγάνοι.
Βέβαια, το κλίμα ήταν ήδη στραβό. Λίγα χρόνια πριν η ΕΟΚ είχε δώσει πολλά λεφτά για να δημιουργηθούν πρότυποι καταυλισμοί σε όλες τις χώρες για τους μετακινούμενους τσιγγάνους. Η ιδέα ήταν απλή:
– «Σε ποιες περιοχές έχουμε ανάγκη από εργατικά χέρια τσιγγάνων;».
– «Εκεί, εκεί και εκεί»!
– «Και που ξεχειμωνιάζουν;».
– «Εκεί»!
Σε όλα τα «εκεί» λοιπόν, στην Ισπανία για παράδειγμα, έκαναν οργανωμένα κάμπινγκ. Οι δήμαρχοι όμως «εδώ» – δεξιοί και αριστεροί – αντί να κάνουν τα κάμπινγκ έκαναν «δημοψηφίσματα». «Να κάνουμε καταυλισμό ή να φτιάξουμε παιδικές χαρές;»… «Λεφτά για τους γύφτους ή για την πλατεία;»… Έτσι έκλεισε και το παράθυρο στη μόρφωση. Γιατί σε αυτούς τους οργανωμένους χώρους θα υπήρχαν και τάξεις για μαθήματα. «Σχολεία του δρόμου» τα έλεγαν στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, εκείνη πάλι την εποχή αρνηθήκαμε, στα παιδιά των περιπλανώμενων τσιγγάνων, την «μαθητική ταυτότητα», που θα τους επέτρεπε χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις, να παρακολουθούν μαθήματα όπου πήγαιναν για δουλειά οι γονείς τους. Έτσι ο αναλφαβητισμός έμεινε στην Ελλάδα σε ποσοστά 90% ενώ στην Ισπανία έπεσε στο 20%. Για να μην μιλήσουμε τώρα για το τσιγγάνικο σχολείο που πυρπολήθηκε στην Γκορυτσά ή για τα Εξαμήλια – αυτά τα έζησα πια σαν δημοσιογράφος. Τα θυμάστε; Με τους «ντόπιους» και στις δυο περιοχές να φωνάζουν «έξω οι γύφτοι». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου άλλωστε μας καταδίκασε – το 2008 – για τις κλειστές σχολικές πόρτες στα παιδιά των τσιγγάνων.
Μιλούσαμε όμως για το μεγάλο κύμα αποκλεισμού. Τότε που χάθηκαν οι δουλειές για τους τσιγγάνους εργάτες γης. Τι τους έμεινε; Να γίνουν όλοι μικροπωλητές. Όπως γυρολόγοι ήταν πολλοί από τους πατεράδες τους. Καρεκλάδες, σιδεράδες, γανωτήδες… Άδειες όμως μικροπωλητών δεν τους δόθηκαν ποτέ όσο κι αν το ζητούσαν. «Ε να μην γεμίσει η χώρα με πλανόδιους πωλητές», απαντούσαν οι υπουργοί. Πέφτει όμως το Τείχος και με την σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων «γεμίζει η χώρα πλανόδιους πωλητές». Όσοι έρχονται από τις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» δικαιούνται αυτομάτως άδεια μικροπωλητή για να πουλήσουν την οικοσκευή τους. Σύντομα αυτές οι άδειες γίνονται αορίστου χρόνου και έτσι οι βιομηχανικοί εργάτες της πρώην ΕΣΣΔ μετατρέπονται σε «λαϊκατζήδες» (αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία). Σε αυτή την άνιση, τουλάχιστον, μεταχείριση αναζητήστε την έχθρα που συνεχίζουν να έχουν οι τσιγγάνοι – στον Ασπρόπυργο ας πούμε – «με αυτούς που ήρθαν από την Ρωσία και πήραν και τις δουλειές και τα σπίτια».
«Ωραία. Αυτή είναι η ιστορία των τσιγγάνων. Οι γύφτοι όμως;». «Αυτοί που είναι στα φανάρια;». «Αυτοί που κλέβουν;». Μια στιγμή να ξεμπερδευτούμε. Γύφτοι και τσιγγάνοι είναι το ίδιο. Οι Έλληνες έχουν βρισιά το «γύφτος» και οι Ισπανοί το «τσιγγάνος». Ακόμη και στην Ελλάδα τους χρωματίζουμε διαφορετικά. Στην Αθήνα και στην νότια Ελλάδα, «τσιγγάνους» λέμε αυτούς που ζουν σε σπίτια και «γύφτους» αυτούς που ζουν σε καταυλισμούς. Στη Βόρεια Ελλάδα το ανάποδο.
Μάλιστα ο Α.Γ. Πασπάτης το 1857 στο «Περί των Ατσιγγάνων» υποστηρίζει ότι η διεθνής ονομασία «Gypsy» δεν προέρχεται από την Αίγυπτο, αλλά από τη Μεθώνη. Τότε λόγω της εμπορικής της σημασίας ονομαζόταν «Μικρά Αίγυπτος» και οι μαυριδεροί σιδεράδες της είχαν το προσωνύμιο «μικροί Αιγύπτιοι», δηλαδή γύφτοι. Όλα αυτά τον 12ο αιώνα. Από τότε υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για τσιγγάνους στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Μακεδονία, το Ιόνιο. Στην Κέρκυρα, μάλιστα, είχαν δικό τους ανεξάρτητο φέουδο, το Feudum Acinganoram. Και στον Χάνδακα (Ηράκλειο) η φυλή των «Ham» ζει εκεί από το 1300 γράφει ο καθηγητής Κώστας Κόμης στα βιβλία του.
Καλαθάδες, Φυτσίρια, Αρναούτια, Νταλίπιδες, Μετσκάρια, Μπατσόρια, Ντεμεκλήδες, Ζάπαροι, Καλπαζάνοι… Αλλά όλοι να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Αυτή που από το 1971 ονομάσαμε διεθνώς «Ρομανί». Αυτή είναι που τους συνέδεσε με την Ινδία – πολύ πριν έρθουν τα τεστ DNA και το επιβεβαιώσουν.
Προσέξτε όμως: το 10% με 20% της Ρομανί έχει ρίζες ελληνικές, «ανακαλύπτει» μια Αμερικανική μελέτη του 1987 – «A glossary of Greek Romany as spoken in Agia Varvara, Athens».
Φανταστείτε το! Ένα ατέλειωτο καραβάνι ξεκινά από τη βορειοδυτική Ινδία, διασχίζει το σημερινό Πακιστάν, Αφγανιστάν, Περσία, Ιράκ και λίγο πριν την Τουρκία σκορπά. Κάποιοι πάνε νοτιοδυτικά προς την Αίγυπτο, κάποιοι βορειοδυτικά για Ρουμανία, Ουγγαρία αλλά και Ιταλία, Ισπανία, νησιά Βρετάνης και Σκανδιναβική Χερσόνησο. Και κάποιοι Ελλάδα.
Για αιώνες υπήρχαν μόνο μύθοι για την καταγωγή τους. «Απόγονοι του Χαμ, του γιου του βιβλικού Νώε», «οι επιζώντες της βυθισμένης Ατλαντίδος», «οι σφαγείς των νηπίων της Βηθλεέμ», «οι σιδεράδες που έφτιαξαν τα καρφιά του Ιησού». «Καταραμένοι, γι’ αυτό δεν στεριώνουν». Και στην κατάρα πίστεψαν περισσότερο από όλους οι Άγγλοι και αργότερα ο Χίτλερ. Τον 15ο αιώνα οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι στην Αγγλία ήταν επικηρυγμένοι. Κρεμάλα για τους άντρες, πνιγμός για τις γυναίκες. Κουρά, μαστίγωμα, κοπή αφτιών, ήταν οι ποινές σε άλλες χώρες. Αλλά και κωπηλάτες, σιδηροδέσμιοι, στις γαλέρες.
Ο Χίτλερ μετά εξόντωσε περίπου μισό εκατομμύριο τσιγγάνους. Τους σημάδευαν με ένα αναποδογυρισμένο τρίγωνο με το γράμμα «Ζήτα» στο κέντρο. Σε ένα μόνο βράδυ – 10 Οκτωβρίου του ’44 – στον θάλαμο αερίων Μπίρκεναου του Άουσβιτς έπνιξαν 800 παιδιά τσιγγάνων που μέχρι τότε τα χρησιμοποιούσαν σαν πειραματόζωα. Στον «υπαρκτό» με πρώτο τον Τσαουσέσκου, υποχρέωναν τις τσιγγάνες σε στείρωση. Και στον πόλεμο στη Βοσνία όλοι τους «έσφαζαν». Γιατί δεν ήταν με «κανέναν». Ούτε Σέρβοι, ούτε Κροάτες. Ούτε Ορθόδοξοι, ούτε Καθολικοί, ούτε Μουσουλμάνοι.
Αλλά πολύ μαυρίσαμε. Αρκετοί τσιγγάνοι, ειδικά στην βόρεια Ελλάδα, θα σου πουν ότι η φυλή τους «είναι ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Για να σωθούν απ’ το κυνηγητό οι πρόγονοι τους πουλούσαν πολλούς αντίστοιχους μύθους. Τον 14ο αιώνα περιπλανιόντουσαν με συστατική επιστολή του Πάπα Μαρτίνου Ε’ που υποχρέωνε τις Αρχές καθολικών πόλεων να δείχνουν σεβασμό στα καραβάνια του «Δούκα Ανδρέα». Μόνο που Δούκας Ανδρέας δεν υπήρχε. Μέχρι να το καταλάβουν οι «γκατζέ», οι ξένοι δηλαδή, οι τσιγγάνοι πέρασαν μερικές δεκαετίες ξεγνοιασιάς. Αιώνες από τότε, οι τσιγγάνοι δεν έχουν απαρνηθεί τα «τεχνάσματα». Ψάχνουν ακόμα τον νονό που θα κοιτάξει συμπονετικά το παιδί τους. Να το ασημώσει και να δώσει αυτός (!) το όνομα που θέλει στο «γυφτάκι». Τα παιδιά, βέβαια, έχουν το δικό τους τσιγγάνικο όνομα από τη στιγμή που θα γεννηθούν.
Ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσοι είναι οι τσιγγάνοι στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα από το ’51 απογράφονται μόνο ως Έλληνες. Οι ίδιοι λένε ότι είναι μισό εκατομμύριο. Ψύχραιμοι ερευνητές θα σου πουν «γύρω στις 300 χιλιάδες», όπως πάνω κάτω και στη Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Στη Ρουμανία είναι 2 εκατομμύρια. Στην Τουρκία 1 εκατομμύριο. Στην Ισπανία και Ουγγαρία από 700 χιλιάδες.
Σύνολο 10 με 12 εκατομμύρια. Το μεγαλύτερο σκόρπιο κράτος της Ευρώπης.
«Ο μεγάλος διωγμός των Τσιγγάνων» ήταν ο τίτλος σε πολλά ευρωπαϊκά Μέσα πριν περίπου 10 χρόνια. Μπερλουσκόνι και μετά Σαρκοζί, προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις και δημιούργησαν ένα κύμα που τα απόνερα του έφτασαν και στην χώρα μας. Δεν είναι μυστικό ότι την δεκαετία του 2010 στους καταυλισμούς των τσιγγάνων στην Ελλάδα εμφανίστηκαν κυνηγημένοι αρκετοί «ξένοι» τσιγγάνοι με «φουσκωμένο» ποινικό μητρώο. Οι αποκλεισμένοι από την κοινωνία Έλληνες τσιγγάνοι, άνεργοι και πάμφτωχοι οι περισσότεροι, ήταν πρόσφορη «καύσιμη ύλη» γι’ αυτούς που έψαχναν συνεταίρους στο έγκλημα. Και η παραβατικότητα που συνοδεύει την ζωή πολλών τσιγγάνων στους καταυλισμούς, αναβαθμίστηκε. «Αν ζεις στο δάσος μαθαίνεις να είσαι καλός με τους λύκους, αλλά αυτοί είναι ύαινες», μου είχε πει εκείνες τις μέρες, ένας γέρος φίλος στο Σοφό. Τα ίδια και στον Δενδροπόταμο, όπου υπήρξαν και συγκρούσεις όταν οι δικοί μας τσιγγάνοι, κατάλαβαν ότι η «δράση» των «ξένων» θα φέρνει κάθε μέρα τους αστυνομικούς στην πόρτα τους.
Ο θάνατος του 20χρόνου στο Πέραμα – πόσο ανόητο είναι αλήθεια να αδειάζεις το όπλο σου σε ένα ήδη ακινητοποιημένο αυτοκίνητο γεμάτο ανθρώπους – φούντωσε ξανά τις λογοτεχνικές προσεγγίσεις για τους τσιγγάνους.
Από την μία, αυτοί που λένε «οι γύφτοι που φταίνε για όλα» και από την άλλη, αυτοί που για να το αντισταθμίσουν λένε «οι Ρομά που δεν φταίνε για τίποτα».
Η ζωή όμως στους καταυλισμούς δεν είναι σήμερα αυτή που παρουσίασε ο Μανουσάκης το 1998 στους Ψίθυρους καρδιάς. Η Ερατώ, αλλά μάλλον και ο Μάρκος, δεν μένουν πια εκεί. Και για να σπάσουν τα γκέτο στο Ζεφύρι, στα Λιόσια, το Μενίδι – για να μείνω μόνο πέριξ της Αττικής – δεν αρκούν τα αστυνομικά μέτρα.
«Τα δάνεια για σπίτια» που είναι η καραμέλα όλων των πολιτικάντηδων – δεξιών και αριστερών – δεν είναι η λύση.
Η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να χαράξει μια εκπαιδευτική πολιτική για τους τσιγγάνους. Με κίνητρα αλλά και κυρώσεις γι’ αυτούς που δεν θα στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και άμεσα η Πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει έτσι ώστε να απορροφηθούν οι τσιγγάνοι σε σταθερές δουλειές. Επίσης με κίνητρα – αυτή τη φορά στις εταιρίες. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένας εργαζόμενος τσιγγάνος – ένας, για δείγμα! – σε όλες τις επιχειρήσεις των βιομηχανικών περιοχών, οι οποίες μάλιστα συνορεύουν με καταυλισμούς.
Οι εκρήξεις ζωής, τα γλέντια, η ανεμελιά, η μανουσσιπέ τελικά – η ανθρωπιά δηλαδή – θα επιστρέψει στους καταυλισμούς μόνο όταν οι τσιγγάνοι πάψουν να ζουν μέσα στην ανέχεια.
«Το ανήμερο του ανθρώπου δεν είναι το κακό που υπάρχει σε αυτόν, είναι το καλό», λέει ο Αντόνιο Πόρτσια. Ναι! Αρκεί «το ανήμερο» να είναι επιλογή ζωής και όχι όρος επιβίωσης.
*Μαγκάβ τουτ Μπαλαμό
«Μαγκάβ τουτ» στα τσιγγάνικα σημαίνει «σ’ αγαπώ». Όμως όταν το λέει κάποιος σε έναν φίλο σημαίνει «σε χρειάζομαι».
Και «Μπαλαμό» αποκαλούν οι τσιγγάνοι τους άλλους Έλληνες.
«Μαγκάβ τουτ Μπαλαμό» λοιπόν σημαίνει «σε χρειάζομαι Έλληνα».
Ακούστε τo Podcast:
Όλα τα podcast του Σταύρου Θεοδωράκη μπορείτε να τα ακούσετε στο pod.gr