Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος άρχισε να απασχολεί συστηματικά τη διεθνή κοινότητα μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μέχρι τότε, τα περιβαλλοντικά ζητήματα θεωρούνταν προβλήματα τοπικά ή περιφερειακά, εντοπίζονταν δε κυρίως στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική, δηλαδή σε περιοχές του κόσμου με μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη. Τα κυρίαρχα παραδείγματα οικονομικής ανάπτυξης –τόσο το καπιταλιστικό όσο και το σοσιαλιστικό– δεν έδιναν σημασία στους ρυθμούς άντλησης των φυσικών πόρων ή στο εξωτερικό κόστος (externalities) που προκαλείτο από τη ρύπανση. Αυτό που ενδιέφερε τις οικονομικά προηγμένες χώρες ήταν να εξασφαλίσουν πρωτίστως την επάρκεια φυσικών πόρων, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως οι πρώην αποικίες, νοιάζονταν περισσότερο για την προστασία της κυριαρχίας στον φυσικό τους πλούτο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα εξαπλώθηκαν γρήγορα σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα και σε νέα, άγνωστα μέχρι τότε, πεδία.
Το περιβάλλον και το μέλημα της προστασίας του δεν αναφέρονται πουθενά στον Χάρτη του ΟΗΕ. Οταν ιδρύθηκε ο παγκόσμιος οργανισμός, το 1945, το περιβάλλον δεν ήταν στις προτεραιότητες της διεθνούς πολιτικής. Η οργάνωση της πολυμερούς διπλωματίας επικεντρώθηκε αρχικά στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής τάξης και στην αποτροπή μιας άλλης παγκόσμιας διένεξης. Παρά ταύτα, το 1948, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν πρότεινε τη διοργάνωση μιας παγκόσμιας διάσκεψης για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων, θεωρώντας το ζήτημα αυτό μείζον για τη διατήρηση της ειρήνης. Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη με τη συμμετοχή 640 επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων από 50 χώρες. Τα θέματα που συζητήθηκαν αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη γη, τα ύδατα, τα δάση, την άγρια ζωή και τους θαλάσσιους πόρους, το πετρέλαιο, την ενέργεια, τον ορυκτό πλούτο και τα προβλήματα ως προς τη διαχείρισή τους. Η διάσκεψη δεν κατέληξε σε συμφωνία ούτε έδωσε κατευθυντήριες οδηγίες στα κράτη. Ηταν όμως το πρώτο βήμα για την κινητοποίηση επιστημόνων από όλο τον κόσμο.
Το πρώτο καμπανάκι του επερχόμενου κινδύνου
Η προσέγγιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων χωριστά από τα ζητήματα χρήσης των φυσικών πόρων άρχισε να γίνεται αισθητή στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι πρώτες ενδείξεις εκδηλώθηκαν στη Διάσκεψη για τη Βιόσφαιρα, που πραγματοποιήθηκε το 1968 στο Παρίσι, υπό την αιγίδα της UNESCO. Η διάσκεψη αυτή εξέτασε την επιστημονική βάση της ορθολογικής χρήσης και διαφύλαξης των φυσικών πόρων, και συζήτησε παράλληλα τις αιτίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν έντονες ανησυχίες για τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, τα φαινόμενα αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης. Τα αποτελέσματα αποτυπώθηκαν σε μια έκθεση με τίτλο «Προβλήματα του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος», η οποία δημοσιεύθηκε το 1969 από τον τότε γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ. Η έκθεση προειδοποίησε για τον επερχόμενο κίνδυνο περιβαλλοντικής κρίσης και επεσήμανε ότι ο χρόνος ήταν πολύ περιορισμένος για τη σοβαρή αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ρύπανσης των υδάτων, τη διάβρωση του εδάφους και τη σπατάλη των φυσικών πόρων.
Η έκκληση αυτή βρήκε απήχηση στην κοινή γνώμη των βιομηχανικών χωρών. Εκεί, άλλωστε, τα συμπτώματα της υποβάθμισης ήταν πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού (ρύπανση των υδάτων, πετρελαιοκηλίδες, όξινη βροχή, ατμοσφαιρική ρύπανση, εξαφάνιση διαφόρων ειδών χλωρίδας και πανίδας κ.ά.), ενώ είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται ένα δυναμικό περιβαλλοντικό κίνημα που οδήγησε αργότερα στην ίδρυση των πρώτων πράσινων κομμάτων.
Η καταστροφή στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας από πετρελαιοκηλίδα το 1969 ενέτεινε την ευαισθησία για το περιβάλλον.
Ακολούθησαν ορισμένες μελέτες που είχαν μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη. Μία από αυτές ήταν η Εκθεση της Λέσχης της Ρώμης για τα όρια της ανάπτυξης («Limits to Growth», 1972). Η Λέσχη αυτή, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών, ήταν μια ομάδα προβληματισμού που δημιουργήθηκε στη Ρώμη με πρωτοβουλία του βιομηχάνου Aurelio Peccei και του χημικού μηχανικού Alexander King. Τα «Ορια της ανάπτυξης» ήταν η πρώτη δημοσίευση που συνέδεσε την παγκόσμια οικονομία με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Το βασικό επιχείρημα –αρκετά συμπυκνωμένο– ήταν ότι όσο εξαντλούνται οι φυσικοί πόροι, θα ωθούνται προς τα πάνω οι τιμές των βασικών πρώτων υλών, ορυκτών και ενέργειας και θα επιβραδύνονται οι δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης. Η κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την παράλληλη αύξηση της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και του όγκου των απορριμμάτων τελικά θα καταστρέψει το περιβάλλον. Η Εκθεση προειδοποιούσε ότι αν δεν άλλαζαν οι οικολογικές, ηθικές και πολιτιστικές τάσεις, η ανθρωπότητα θα βίωνε μια μείζονα περιβαλλοντική κρίση μέχρι το τέλος της χιλιετίας.
Πρόταση από τη Σουηδία προς τα Ηνωμένα Εθνη
Η Εκθεση της Λέσχης της Ρώμης για «Τα όρια της ανάπτυξης».
Η προσωρινή έδρα του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (UNEP) στο Ναϊρόμπι της Κένυας.
* Η κ. Εμμανουέλα Δούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.