Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, στη Χιλή ένα αναμενόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον στρατηγό Πινοσέτ, ανέτρεψε τον νόμιμο πρόεδρο της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο οποίος υπερασπίστηκε με τη ζωή του την εξουσία που του είχε δώσει ο χιλιανός λαός. Λίγο μετά τις 8.30 το πρωί εκείνης της ημέρας μεταδόθηκε το πρώτο ραδιοφωνικό διάγγελμα των πραξικοπηματιών, που απαιτούσαν την άμεση παραίτηση του προέδρου, επικαλούμενοι «τη σοβαρότατη οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση που περνά η χώρα· την ανικανότητα της κυβέρνησης να ελέγξει το χάος· και τέλος, τη συνεχή αύξηση παραστρατιωτικών ομάδων, εκπαιδευμένων από τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας, που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν τον χιλιανό λαό σε εμφύλιο πόλεμο». Οι υπογράφοντες το διάγγελμα αρχηγοί των σωμάτων των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας δήλωναν έτοιμοι να αναλάβουν «την αποστολή της απελευθέρωσης της πατρίδας από τον μαρξιστικό ζυγό και της αποκατάστασης της τάξης και των θεσμών». Τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας έβαλαν τέλος στο σοσιαλιστικό πείραμα της Χιλής και άνοιξαν μία από τις σκοτεινές σελίδες της λατινοαμερικανικής ιστορίας.
Ο χιλιανός δρόμος προς τον σοσιαλισμό
Ο σοσιαλιστής γιατρός Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε κερδίσει το 1970 τις προεδρικές εκλογές ως επικεφαλής του συνασπισμού της Λαϊκής Ενότητας, στον οποίο συμμετείχαν το Σοσιαλιστικό, το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Ενωτικό Λαϊκό Κίνημα Δράσης (MAPU), που είχε αποσχιστεί από τη Χριστιανική Δημοκρατία, και δύο άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί της Αριστεράς. Αναδείχθηκε νικητής στον δεύτερο εκλογικό γύρο –με έμμεση εκλογή από το Κοινοβούλιο– με την υποστήριξη των κεντρώων Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών.
Σε μια εποχή που ο ένοπλος αγώνας είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Λατινική Αμερική μετά την Κουβανική Επανάσταση του 1959, η νίκη του Αλιέντε με ένα πολιτικό πρόγραμμα που υποσχόταν μια «ειρηνική επανάσταση», με σεβασμό στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλου του τότε προοδευτικού κόσμου.
Το Προεδρικό Μέγαρο βομβαρδίζεται από τους πραξικοπηματίες.
Ταυτόχρονα, ξύπνησε έντονες ανησυχίες τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις ΗΠΑ, οι οποίες εκδηλώθηκαν με την οργάνωση συνωμοσιών ήδη από την προεκλογική περίοδο. Η δεξιά παράταξη (Εθνικό Κόμμα) φρόντισε να εκμεταλλευθεί τον φόβο που προκαλούσε σε τμήματα της κοινωνίας η ιδέα της εγκαθίδρυσης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος και δημιούργησε κλίμα πανικού, το οποίο εκφράστηκε με μαζικές αναλήψεις τραπεζικών καταθέσεων, πτώση του χρηματιστηρίου και παράλυση των επενδύσεων. Παράλληλα, αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες συνωμοτούσαν εναντίον της εκλογής του Αλιέντε, ενώ, όπως δείχνουν αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά έγγραφα εκείνης της εποχής, η αμερικανική κυβέρνηση με τη CIA αναζητούσαν τρόπους αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος. Αποκορύφωση αυτού του κλίματος ήταν η δολοφονία, από μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων που είχαν χρηματοδοτηθεί από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, του αρχηγού του στρατού Ρενέ Σνάιντερ, ο οποίος είχε δεσμευθεί να σεβαστεί το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των εκλογών.
Χωρίς αποζημιώσεις
Παρά το δυσοίωνο αυτό ξεκίνημα, η εφαρμογή του πολιτικού προγράμματος του Αλιέντε προχώρησε με ταχείς ρυθμούς. Η πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση που έχαιρε ευρείας κοινωνικής αποδοχής ήταν η εθνικοποίηση των μεγάλων εταιρειών χαλκού. Αντίθετα με την προηγούμενη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση, που είχε ξεκινήσει τη διαδικασία, ο Αλιέντε αρνήθηκε να αποζημιώσει τους αμερικανικούς κολοσσούς Kennecott και Anaconda, με το επιχείρημα ότι είχαν αντλήσει υπέρογκα κέρδη εις βάρος του χιλιανού κράτους. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία προωθήθηκε γρήγορα με την απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών.
Παράλληλα, ξεκίνησε η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Αυτές οι επιχειρήσεις θα υπάγονταν στον λεγόμενο «κοινωνικοποιημένο» οικονομικό τομέα, ο οποίος προοριζόταν να γίνει ο βασικός άξονας της ανάπτυξης της χώρας και της μελλοντικής σοσιαλιστικής οικονομίας, αφού στη διαχείρισή του θα συμμετείχαν και οι εργαζόμενοι.
Πολιτικοί κρατούμενοι στο κολαστήριο του Εθνικού Σταδίου του Σαντιάγο.
Ενώ αρχικά φάνηκε ότι υπήρχαν περιθώρια οικοδόμησης μιας ευρύτερης συναίνεσης που θα υπερέβαινε τις δυνάμεις της Αριστεράς, η πολιτική της Λαϊκής Ενότητας σταδιακά απέκτησε όλο και πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα αποξενώνοντας τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις και μέρος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή οφειλόταν σε τρεις παράγοντες: στις πιέσεις που ασκούσαν στον Αλιέντε οι πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις της Λαϊκής Συμμαχίας, στην επίταση της λαϊκής κινητοποίησης, η οποία άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, και στη διαλεκτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, η οποία πήρε τη μορφή εμπόλεμης σχέσης που θα κατέληγε στα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Προσπάθειες υπονόμευσης της κυβέρνησης Αλιέντε
Οι προσπάθειες αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης ξεκίνησαν με την ανάληψη της προεδρίας από τον Αλιέντε, ενώ η οικονομική κρίση εκδηλώθηκε ήδη από το 1971. Η ενίσχυση της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων ήρθε αντιμέτωπη με περιορισμούς στην προσφορά αγαθών, με αποτέλεσμα τις ελλείψεις προϊόντων, τη δημιουργία «μαύρης» αγοράς και την εκτόξευση του πληθωρισμού. Τα προβλήματα αυτά ήταν εν μέρει αποτέλεσμα των νόμων της αγοράς και εν μέρει της υπονομευτικής τακτικής των αντιπάλων της κυβέρνησης. Αποκορύφωση αυτής της στρατηγικής της αντιπολίτευσης ήταν η «απεργία των αφεντικών» τον Οκτώβριο του 1972, η οποία, υποστηριζόμενη οικονομικά από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, παρέλυσε την οικονομία της Χιλής για δύο μήνες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτως ή άλλως, συνέβαλαν ανοιχτά στην οικονομική ασφυξία της χώρας: ο πρόεδρος Νίξον, από την εκλογή του Αλιέντε, διέκοψε κάθε χρηματική βοήθεια προς τη Χιλή –με εξαίρεση τα ποσά που προορίζονταν για τις ένοπλες δυνάμεις– και χρησιμοποίησε την αμερικανική επιρροή στους διεθνείς οργανισμούς για να παρεμποδίσει τη χορήγηση δανείων στη χώρα. Παράλληλα, οι αμερικανικοί κολοσσοί στον τομέα του χαλκού επενέβαιναν στην παγκόσμια αγορά για να κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα την τιμή του και ταυτόχρονα χρησιμοποίησαν ένδικα μέσα για να πετύχουν την κατάσχεση φορτίων του χιλιανού χαλκού που προορίζονταν για ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, πολιορκούμενος στο προεδρικό μέγαρο, αυτοκτόνησε.
Από τα τέλη του 1972, σ’ ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα και με έναν αχαλίνωτο πληθωρισμό που το 1973 θα έφτανε το 500%, ο Αλιέντε ταλαντευόταν προς διάφορες κατευθύνσεις: προσκάλεσε τους στρατιωτικούς να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του, αναζητούσε διόδους επικοινωνίας με τη μετριοπαθή αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα στηριζόταν όλο και περισσότερο στις δομές αυτοοργάνωσης των εργατικών στρωμάτων που είχαν αναλάβει την άμυνα της κυβέρνησης. Η χάραξη κυβερνητικής στρατηγικής ήταν πολύ δύσκολη λόγω αξεπέραστων διαφωνιών στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού: ο Αλιέντε, το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι μετριοπαθείς πτέρυγες της Λαϊκής Ενότητας ζητούσαν την υποχώρηση του ρυθμού των μεταρρυθμίσεων και την έναρξη διαλόγου με τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ οι πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις αρνούνταν οποιαδήποτε υποχώρηση και ζητούσαν εμβάθυνση του επαναστατικού προγράμματος.
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών τον Μάρτιο του 1973 πόλωσε ακόμη περισσότερο το κλίμα: παρόλο που ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης –με τη συμμετοχή των Χριστιανοδημοκρατών– επικράτησε, το ποσοστό που συγκέντρωσε δεν ήταν αρκετά υψηλό ώστε να μπορεί να ζητήσει την καθαίρεση του Αλιέντε. Η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούνιο του 1973, που απέτυχε χάρη στην παρέμβαση του αρχηγού του στρατού, στρατηγού Κάρλος Πρατς, άνοιξε τον επίλογο του χιλιανού σοσιαλιστικού πειράματος.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου
Οι στρατιωτικοί ήταν πλέον μοιρασμένοι σε υποστηρικτές της ανατροπής του Αλιέντε και σε όσους παρέμεναν προσηλωμένοι στη δημοκρατική νομιμότητα, με τη ζυγαριά να κλίνει προς την πλευρά των πρώτων. Η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων σεβόταν τις δημοκρατικές διαδικασίες αλλά είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο των ανώτατων αξιωματικών. Τον Αύγουστο του 1973 ο αρχηγός του στρατού στρατηγός Πρατς, έχοντας χάσει τον έλεγχο των στρατηγών, αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφήνοντας την αρχηγία στον Αουγούστο Πινοσέτ που όλο αυτό το διάστημα έχτιζε επιδέξια τη στρατηγική του κρατώντας αποστάσεις και από τις δύο πλευρές. Η οργάνωση του πραξικοπήματος φαίνεται ότι ξεκίνησε με την υποστήριξη της CIA από το Πολεμικό Ναυτικό, με βασικό σχεδιαστή τον αντιναύαρχο Χοσέ Τορίμπιο Μερίνο που αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός του Ναυτικού. Την παραμονή του χτυπήματος η διεύθυνση του πραξικοπήματος ανατέθηκε στον στρατηγό Πινοσέτ.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 πραγματοποιήθηκε το αναμενόμενο πραξικόπημα. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, αποφασισμένος να προκηρύξει δημοψήφισμα και ελπίζοντας μέχρι τελευταία στιγμή ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα διχάζονταν, αρνήθηκε πεισματικά να παραδώσει την εξουσία και παρέμεινε κλεισμένος στο Προεδρικό Μέγαρο, που από το πρωί εκείνης της μέρας είχε περικυκλωθεί από τις δυνάμεις του στρατού και βομβαρδιζόταν. Οταν όλα είχαν κριθεί, αναμετρούμενος πια μόνο με την Ιστορία, έθεσε τέλος στη ζωή του χαιρετίζοντας τον αγωνιζόμενο λαό. Το ειρηνικό σοσιαλιστικό πείραμα της Χιλής είχε αποδειχθεί ανέφικτο. Η δικτατορία του Πινοσέτ (1973-1990) εφάρμοσε τις πιο σκληρές μεθόδους κρατικής βίας με μαζικές φυλακίσεις και χιλιάδες απαγωγές και εκτελέσεις. Ολη αυτή η περίοδος, συνοδευόμενη από την ατιμωρησία που επικράτησε μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, προκάλεσε βαθύ διχασμό και τραύμα στη χιλιανή κοινωνία, η οποία τολμά σιγά σιγά να ξανακοιτάξει αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της.
* Η κ. Μαρία Δαμηλάκου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ