Η μάχη της Οκινάουα ήταν το πιο βίαιο, άγριο και θανατηφόρο αιματοκύλισμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο μέτωπο του Ειρηνικού. Οι αμερικανικές απώλειες ανήλθαν σε 65.000 στρατιώτες, περισσότερες απ’ όσες σε οποιαδήποτε άλλη μάχη του Πολέμου.
Ανάλογες ήταν οι απώλειες και των ιαπωνικών δυνάμεων, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν και 100.000 άμαχοι. Από αυτούς, οι 24.000 ήταν ντόπιοι που εξαναγκάστηκαν να καταταγούν και βρήκαν τραγικό θάνατο στις εβδομάδες που διήρκεσε η σύγκρουση. Στη θάλασσα, η μάχη κράτησε από την 1η Απριλίου έως τις 30 Ιουνίου 1945. Πάνω από 2.500 αεροσκάφη της ιαπωνικής «ειδικής μονάδας κρούσης», ή αλλιώς Τοκοτάι, βύθισαν 36 αμερικανικά πλοία και προκάλεσαν ζημιές σε σχεδόν 400 ακόμη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 5.000 ναύτες και να τραυματιστούν άλλοι τόσοι.
Στο μέτωπο του Ειρηνικού, τέτοιου μεγέθους απώλειες ήταν πρωτοφανείς και η μάχη έγινε αργότερα γνωστή ως «τυφώνας από ατσάλι», λόγω της αγριότητάς της, αλλά και της εκτεταμένης χρήσης επιθέσεων καμικάζι. Ωστόσο, η Οκινάουα δεν ήταν μόνο ένα μεγάλο μακελειό. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε και τη σύγκρουση όπου φάνηκαν πιο ξεκάθαρα από ποτέ οι αντιφάσεις της ιαπωνικής στρατηγικής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Ματωμένη» στρατηγική στην τελευταία γραμμή άμυνας της Ιαπωνίας
Το καλοκαίρι του 1944, η πλάστιγγα του Πολέμου είχε αρχίσει να γέρνει εναντίον της Ιαπωνίας. Στα χαρτιά, ο Στρατός ήταν σχεδόν άθικτος και το Ναυτικό της διατηρούσε ακόμη πολλά από τα ισχυρότερα θωρηκτά του. Από την άλλη, όμως, η εξωτερική περίμετρος της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, η οποία εκτεινόταν από τις νήσους Κουρίλες στη βορειοανατολική Ασία, μέχρι στη Βιρμανία στα νότια, τη Μαλαισία στα νοτιοανατολικά, και τις νήσους Τζίλμπερτ στον Ειρηνικό, είχε αρχίσει να καταρρέει υπό το βάρος της συμμαχικής αντεπίθεσης.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1944, οι ήττες στα σύνορα με την Ινδία και τις Μαριάνες νήσους, στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό, οδήγησαν το ιαπωνικό Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο για την Κατεύθυνση του Πολέμου, στο να χαράξει μια νέα στρατηγική. Σύμφωνα με αυτήν, προτεραιότητα δόθηκε στην ανάπτυξη του κύριου όγκου των δυνάμεων της χώρας σε τέσσερις περιοχές, τις Φιλιππίνες, την Ταϊβάν, τις ιαπωνικές νήσους και τις Κουρίλες. Αν οι Σύμμαχοι επιτίθεντο σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιοχές, ο ιαπωνικός Στρατός και το Ναυτικό θα διέθεταν όσες δυνάμεις μπορούσαν για να τις υπερασπίσουν, οδηγώντας τον πόλεμο σε μια αποφασιστική σύγκρουση.
Η εισβολή δεν εθεωρείτο αποδεκτή επιλογή και η τελευταία γραμμή άμυνας της Ιαπωνίας αντιμετωπίστηκε ως στάδιο για την τελική επιτυχία.
Επίσης, ο Στρατός ανέπτυξε ένα καινούργιο δόγμα αντιμετώπισης αμφίβιων επιχειρήσεων. Τα μαθήματα που είχαν μάθει έως τώρα, οδήγησαν τους στρατηγούς του στο να αποφεύγουν να αντιπαρατίθενται σε μια απόβαση στις ακτές και να προτιμούν την άμυνα σε βάθος, μέσα στην ενδοχώρα. Η άμυνα θα γινόταν από κινούμενες ομάδες, οι οποίες θα εξαπέλυαν φονικές αντεπιθέσεις από οχυρές και κρυφές τοποθεσίες.
Ο χρόνος και τα μέσα που χρειάζονταν για να τελεσφορήσει μια τέτοια τακτική ήταν πολύ περιορισμένα. Το πνεύμα των μαχητών θεωρήθηκε ως κλειδί για να αντισταθμίσει τις ελλείψεις σε μέσα. Το Πολεμικό Ναυτικό, έχοντας απομείνει με ελάχιστα καύσιμα και επαρκώς εκπαιδευμένους πιλότους, προσέγγισε τη νέα αυτή στρατηγική, διαθέτοντας όλες τις εναπομείνασες δυνάμεις επιφανείας που είχε στην προσπάθεια αποτροπής μιας απόβασης. Στην ανάγκη, θα οδηγούσαν τα θωρηκτά τους στα αβαθή και θα τα χρησιμοποιούσαν σαν χερσαία πυροβόλα εναντίον των συμμαχικών αποβατικών.
Στον πυρήνα της, η νέα στρατηγική ήταν απλή. Ο Αυτοκρατορικός Στρατός θα προσπαθούσε να καταστήσει την κατάληψη των νήσων Ριούκιους και Ογκασαγουάρας (βασικό βήμα για την τελική εισβολή στις ιαπωνικές νήσους) μια υπόθεση με πολύ υψηλό τίμημα. Προβάλλοντας αποτελεσματική αντίσταση σε αυτά τα νησιά, θα επέτρεπε στις δυνάμεις που υπερασπίζονταν την ιαπωνική ενδοχώρα να ενισχύσουν τις άμυνές τους και θα επηρέαζε αρνητικά το ηθικό του εχθρού, αλλά και τη διάθεσή του να πολεμήσει. Οι Ιάπωνες ονόμαζαν τη συγκεκριμένη στρατηγική «Σουκέτσου» (ματωμένη).
Μέχρις εσχάτων
Μόλις εγκρίθηκε η νέα στρατηγική, πολλοί άμαχοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την Οκινάουα. Επειτα από μια τραυματική αρχή (το πρώτο μεταγωγικό που εγκατέλειψε τα νησιά τορπιλίστηκε από αμερικανικό υποβρύχιο με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 700 μαθητές), η εκκένωση συνεχίστηκε έως τον Μάρτιο του 1945. Μέχρι τότε, περίπου 200 σκάφη είχαν καταφέρει να μεταφέρουν 60.000 παιδιά και 20.000 πολίτες στην ιαπωνική ενδοχώρα, ενώ 60.000 ηλικιωμένοι και παιδιά μετεγκαταστάθηκαν στη νότια Οκινάουα.
Η 32η Στρατιά, η οποία επωμίστηκε την άμυνα των νησιών, δεν ασχολήθηκε καθόλου με όσους έμειναν πίσω. Αντιθέτως, 25.000 πολίτες κατετάγησαν ή επανακλήθηκαν στα όπλα, ενώ κατασχέθηκε το φαγητό. Στόχος ήταν είτε η νίκη, είτε η παράταση της μάχης για όσο το δυνατόν περισσότερο και ο Στρατός ουδέποτε έκρυψε ότι ο σκοπός αυτός ήταν πολύ σημαντικότερος από την προστασία των πολιτών. Ακραίοι κατώτεροι αξιωματικοί εκτελούσαν όσους ντόπιους μιλούσαν τοπικές διαλέκτους, κατηγορώντας τους ως κατασκόπους ή όταν εκείνοι αρνούνταν να εκτελέσουν τις εντολές τους. Εκατοντάδες χωρικοί εξαναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν μαζικές αυτοκτονίες.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις εναντίον της Οκινάουα ξεκίνησαν στις 25 Μαρτίου 1945. Την πρώτη εβδομάδα, μια ναυτική αρμάδα αποτελούμενη από 1.300 πολεμικά σκάφη έβαλε συνεχώς εναντίον της Οκινάουα με σκοπό να καταστείλει τις άμυνές της. Υπολογίζεται ότι μόνο οι κύριες μονάδες επιφανείας του αμερικανικού Ναυτικού έριξαν περίπου 13.000 βλήματα. Στις 7 Απριλίου, ένας στολίσκος ιαπωνικών θωρηκτών που κατευθυνόταν προς την Οκινάουα, υπό την ηγεσία του γιγαντιαίου υπερθωρητκού Yamato, βυθίστηκε στο σύνολό του, από τα συνδυασμένα πυρά 300 αμερικανικών μαχητικών. Οι πρώτες αποβάσεις ξεκίνησαν την 1η Απριλίου και συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση. Πράγματι, την πρώτη εβδομάδα, οι Αμερικανοί δεν δέχθηκαν καμία σοβαρή ιαπωνική αντεπίθεση.
Στις 8 Απριλίου, η κατάσταση άλλαξε δραματικά, όταν η 7η και η 96η ταξιαρχία του αμερικανικού Στρατού δέχθηκαν επίθεση από στρατεύματα που αποτελούσαν την πρώτη γραμμή άμυνας των Ιαπώνων. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα αιματοκύλισμα χωρίς προηγούμενο. Μέχρι τις 21 Ιουνίου 1945, όταν και έπεσε η Οκινάουα, το δύσκολο έδαφος του νησιού (ένα μείγμα ζούγκλας, λόφων και απομονωμένων μικρών ξέφωτων) έγινε το θέατρο ενός αιματηρού πολέμου φθοράς, με ανταλλαγές πυρών από κρυφά ορύγματα και οχυρές τοποθεσίες. Οι Ιάπωνες είχαν διασπείρει τις δυνάμεις τους, μετέτρεψαν κορυφές λόφων σε βασικούς στόχους και είχαν οργανώσει σπηλιές απ’ όπου επιτίθεντο στις αμερικανικές δυνάμεις. Η αμερικανική απάντηση σε αυτές τις τακτικές ήταν η ανατίναξη σπηλιών και ο πυρπολισμός τους με φλογοβόλα. Χιλιάδες άμαχοι πολίτες εξαναγκάστηκαν να γίνουν βομβιστές αυτοκτονίας. Για τους Αμερικανούς, και μόνο η αντιμετώπιση των δυνάμεων που ήταν κρυμμένες σε σπήλαια κόστισε 8.000 ζωές στρατιωτών.
Η καταστροφή
Μόλις τελείωσε η μάχη, η εικόνα καταστροφής στο πεδίο της, ανέδειξε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο προβληματισμού. Αυτό που κατέστησε την Οκινάουα μία από τις πιο σοκαριστικές μάχες του πολέμου ήταν η πεποίθηση της 32ης Στρατιάς ότι η υπεράσπιση του νησιού μέχρι τέλους άξιζε περισσότερο από τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν οι πολίτες του. Στα χρόνια και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Οκινάουα έγινε σύμβολο αυτής της ανεύθυνης στρατηγικής, η οποία ακολουθήθηκε από έναν στρατό, ο οποίος είχε σταματήσει να πιστεύει ότι είναι καθήκον του να προστατεύει τους αμάχους. Η υπεράσπιση των νήσων του ιαπωνικού αρχιπελάγους είχε γίνει ο υπέρτατος στόχος ενός απελπισμένου συστήματος και οι κάτοικοι της Οκινάουα θυσιάστηκαν μόνο και μόνο για να αποδείξουν πόσο αποφασισμένοι ήταν οι Ιάπωνες.
Στις 6 Ιουνίου 1945, ο αντιναύαρχος Μίρου Οτα, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την από θαλάσσης υπεράσπιση της Οκινάουα έστειλε ένα μακροσκελές τηλεγράφημα στο Τόκιο και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Σε αυτό περιγράφει, μεταξύ άλλων, με πολλές λεπτομέρειες τις κακουχίες που υπέστησαν οι ντόπιοι και καταλήγει ως εξής: «Οι κάτοικοι της Οκινάουα πολέμησαν καλά. Ελπίζω ότι στο μέλλον αυτό θα τους αναγνωριστεί». Η μάχη της Οκινάουα είχε τελειώσει, αφήνοντας όμως πίσω της ένα βαθύ σημάδι στον ιαπωνικό κοινωνικό ιστό. Το σημάδι αυτό επηρεάζει ακόμη και σήμερα την περίπλοκη σχέση των ντόπιων με τις αρχές του Τόκιο, αλλά και με τα αμερικανικά στρατεύματα που έχουν τη βάση τους στο νησί.
*Ο Alessio Patalano (alessio.patalano @kcl.ac.uk) είναι λέκτορας στη Σχολή Πολέμου του Πανεπιστημίου King’s College, στο Λονδίνο.