Τον Φεβρουάριο του 1953 έκπληκτη η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε τις διπλωματικές επαφές μεταξύ της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο και δύο μελών του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας και της Τουρκίας, για δημιουργία περιφερειακής στρατιωτικής συμμαχίας στα Βαλκάνια. Και μπορεί στη σημερινή εποχή, που ο Ψυχρός Πόλεμος έχει λήξει, η προσέγγιση κρατών με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο να μην προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το 1953 όμως φάνταζε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Την εποχή εκείνη η σύγκρουση Ανατολής και Δύσης δεν ήταν μόνο θεωρητική, αφού ο πόλεμος της Κορέας, που είχε ξεσπάσει τον Ιούνιο του 1950 και διαρκούσε ακόμη, με την εμπλοκή πολυεθνικής δύναμης του ΟΗΕ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και κομμουνιστικών κινεζικών στρατευμάτων να αποτελεί την πρώτη μεγάλης εμβέλειας σύρραξη μεταξύ των δύο συνασπισμών.
Η προσέγγιση της Αθήνας, του Βελιγραδίου και της Αγκυρας δεν θα μπορούσε βέβαια να έχει επιτευχθεί αν η ρήξη Τίτο-Στάλιν το καλοκαίρι του 1948 δεν είχε οδηγήσει στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform, αλλάζοντας τα διεθνή και βαλκανικά δεδομένα. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης προσέγγισε τόσο τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις όσο και τις βαλκανικές συμμάχους τους για την ανεύρεση στρατηγικών εταίρων και την εξασφάλιση οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Οι προσπάθειές του να διασώσει το καθεστώς του στον διπολικό κόσμο της εποχής συμπαρέσυραν δυτικές δυνάμεις και όμορα κράτη σε ένα παιχνίδι λεπτών διπλωματικών χειρισμών και επίδειξης πολιτικής δεξιότητας.
Στα τέλη του 1950, ο Ελληνας πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών Σοφοκλής Βενιζέλος, παραμερίζοντας το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί στις σχέσεις των δύο κρατών λόγω της ανακίνησης του «μακεδονικού» ζητήματος και της ενεργού εμπλοκής του γιουγκοσλαβικού καθεστώτος στην πρώτη φάση του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, ανέλαβε την πρωτοβουλία προσέγγισης του Βελιγραδίου και πέτυχε την πλήρη αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Η κίνηση αυτή εγκαινίασε μια περίοδο διμερών επαφών με τη διενέργεια εκατέρωθεν επισκέψεων πολιτικών αντιπροσωπειών, η οποία έγινε ουσιαστικότερη με την εκλογική νίκη του αρχιστράτηγου Παπάγου τον Νοέμβριο του 1952.
Ο νέος πρωθυπουργός εκτιμούσε ως επείγουσα την ανάγκη συνομιλιών με τη Γιουγκοσλαβία ώστε να υπάρχει δυνατότητα ανάσχεσης πιθανής σοβιετικής επίθεσης. Τις ίδιες απόψεις συμμεριζόταν και ο Τούρκος πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, ο οποίος, μετά την επίτευξη της εισόδου της χώρας του στο ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο του 1952, αποφάσισε να ενσωματώσει στην ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής τη στρατιωτική προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας και να συντονίσει τις προσπάθειές του με αυτές της Αθήνας. Οι δύο ηγεσίες πίστευαν ότι η είσοδος της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ, ως πλήρους μέλους, θα ενδυνάμωνε τη νοτιο-ανατολική πτέρυγά του.
Μυστικές συνομιλίες μεταξύ των τριών Γενικών Επιτελείων
Οι μυστικές ελληνοτουρκικές επαφές οδήγησαν σε έναρξη συνομιλιών μεταξύ των Γενικών Επιτελείων των τριών κρατών που έλαβαν χώρα σε δύο γύρους, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1952. Και ενώ τον Σεπτέμβριο το Βελιγράδι δεν φαινόταν διατεθειμένο να προχωρήσει πέρα από εθιμοτυπικές επαφές, τον Δεκέμβριο η στάση της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας ήταν εντελώς διαφορετική: οι Γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί δήλωσαν ότι επιθυμούν την έναρξη συγκεκριμένου κοινού στρατιωτικού σχεδιασμού και ήταν έτοιμοι να αποκαλύψουν τα επιτελικά τους σχέδια. Η αιτία της αλλαγής της γιουγκοσλαβικής πολιτικής, που τόσο προβλημάτισε τους Ελληνες και Τούρκους ιθύνοντες, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αποτυχία των παράλληλων στρατιωτικών συνομιλιών του Βελιγραδίου με τις δυτικές δυνάμεις, και συγκεκριμένα με την αντιπροσωπεία υπό τον στρατηγό Τόμας Χάρντι, λεπτομέρειες των οποίων δεν γνώριζαν ούτε η Αθήνα ούτε η Αγκυρα. Οπως αναφέρει ο Τζορτζ Αλλεν, πρέσβης των ΗΠΑ στο Βελιγράδι εκείνη την περίοδο «η αυξημένη δεκτικότητα των Τούρκων και των Ελλήνων στη διεύρυνση του πεδίου των συνομιλιών σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια των όρων αναφοράς του Χάρντι, ειδικά στο πολιτικό πεδίο, θεωρούμε ότι παρακίνησε τον Τίτο να αρχίσει τη διαδικασία της ένταξης στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ με την απόπειρα να εξασφαλίσει συμμαχίες προς τον Νότο».
Ο Τίτο, βέβαια, δεν φαινόταν διατεθειμένος να αλλάξει την πολιτική τής μη συμμετοχής του στο ΝΑΤΟ, την οποία είχε υιοθετήσει μετά την αποπομπή του από την Cominform. Απλώς επιζητούσε συμμάχους έναντι μιας πιθανής επίθεσης από τη Σοβιετική Ενωση και τις σύμμαχες χώρες της, καθώς δεν επιθυμούσε, σε καμία περίπτωση, να δει τη χώρα του απομονωμένη, παθητικό παρατηρητή ανάμεσα σε έναν ισχυρό ανατολικό συνασπισμό και σε μία δυτική Ευρώπη η οποία την περίοδο εκείνη συζητούσε τις δυνατότητες πολιτικής και στρατιωτικής ενοποίησής της. Ισως στο μυαλό του Τίτο είχαν αρχίσει να δημιουργούνται οι πρώτες σκέψεις για το Κίνημα των Αδεσμεύτων που αποτέλεσε τον βασικό άξονα της πολιτικής του τα επόμενα χρόνια. Με τον Στάλιν όμως να ηγείται ακόμα της Σοβιετικής Ενωσης, η Γιουγκοσλαβία χρειαζόταν ερείσματα στον δυτικό κόσμο, από την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια του οποίου εξαρτιόταν η επιβίωση του καθεστώτος της. Μετά την αποτυχία της αποστολής Χάρντι, o Τίτο έδειξε την προτίμησή του στη σύναψη ενός περιφερειακού συμφώνου πολιτικής ή στρατιωτικής μορφής, το οποίο θα μπορούσε στο μέλλον να ενισχυθεί με διάφορες ρυθμίσεις που να αφορούν σε άλλους τομείς.
Στροφή λόγω ανασφάλειας
Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 1952 και τις αρχές του 1953 έντονη διπλωματική δραστηριότητα μεταξύ των τριών κρατών οδήγησε στην υπογραφή Συμφωνίας Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, την 28η Φεβρουαρίου 1953, γνωστής έκτοτε ως Συμφωνίας της Αγκυρας, από τον τόπο υπογραφής της. Αν και δεν αποτελεί κείμενο στρατιωτικής συμμαχίας «έχει συνταχθεί στο πνεύμα στρατιωτικής συμμαχίας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε συνέντευξή του ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Εμμανουήλ Τσουδερός. Θεωρήθηκε ένδειξη αλλαγής της πολιτικής Τίτο, η οποία θα οδηγούσε σταδιακά σε μεγαλύτερη σύνδεσή του με τον δυτικό συνασπισμό. Ο ίδιος ο Τίτο επιβεβαίωνε τη νέα θέση της χώρας του στη διεθνή σκηνή σε συνέντευξή του στις 9 Μαρτίου 1953: «Η Γιουγκοσλαβία εγκατέλειψε την πολιτική της πλήρους μη δέσμευσης λόγω ανασφάλειας της διεθνούς σκηνής».
Η μετέπειτα πορεία διέψευσε τις προσδοκίες
Αμέσως μετά, τον Μάρτιο του 1953, έφθασαν τα απρόσμενα νέα του θανάτου του Στάλιν που άλλαξαν τα διεθνή δεδομένα. Η νέα ηγεσία της Σοβιετικής Ενωσης με πρωθυπουργό αρχικά τον Γκεόργκι Μαλένκοφ, εγκαινίασε έναντι της Δύσης μια πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης, σύμφωνα με την οποία ο ανταγωνισμός των δύο πολιτικών συστημάτων θα γινόταν πλέον με ειρηνικά μέσα. Η σοβιετική «επίθεση ειρήνης» έγινε αντιληπτή και στα Βαλκάνια με την πραγματοποίηση διπλωματικού ανοίγματος προς τη Γιουγκοσλαβία. Επειτα από μια νέα περίοδο γιουγκοσλαβικών δισταγμών, τα τρία κράτη που είχαν υπογράψει τη Συμφωνία της Αγκυρας υπέγραψαν τελικά και στρατιωτική συμμαχία τον Αύγουστο του 1954: τη Συνθήκη Συμμαχίας, Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας, γνωστής έκτοτε ως συμμαχίας του Μπλεντ, από την γιουγκοσλαβική πόλη στην οποία υπεγράφη.
Η πορεία, όμως, δεν ήταν ανάλογη της διεθνούς δημοσιότητας που δόθηκε στην υπογραφή των Βαλκανικών Συμφώνων της Αγκυρας και του Μπλεντ, αλλά ούτε και στις προσδοκίες των ηγεσιών των συμμετεχόντων. Η έλλειψη εμπιστοσύνης που κυριαρχούσε στις μεταξύ τους σχέσεις δυναμίτισε τις όποιες προσπάθειες συνεργασίας, οι οποίες περιορίστηκαν σε ζητήματα πολιτιστικού και τουριστικού, μόνο, ενδιαφέροντος. Το κλίμα δυσπιστίας αποκαλύπτεται πλήρως από τη μελέτη των πρακτικών της συσταθείσης Γραμματείας των Συμφώνων. Προτάσεις που έμειναν στα χαρτιά, ελλιπής στελέχωση διαφόρων Επιτροπών συνεργασίας λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τις κυβερνήσεις των τριών κρατών, εντάσεις και διάσταση απόψεων ακόμη και μεταξύ αντιπροσώπων του ίδιου κράτους!
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι τα Βαλκανικά Σύμφωνα απέτυχαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους, και βυθίστηκαν στη λήθη. Οι τρεις σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους σε νέους στόχους: η Γιουγκοσλαβία μπόρεσε να χαράξει τη δική της πορεία που την οδήγησε στην πολιτική της ουδετερότητας. Η περιπέτεια που ξεκίνησε ως προσωπική διαμάχη με τον Στάλιν εξελίχθηκε τελικά σε ένα ολόκληρο κίνημα που συσπείρωσε κράτη της Αφρικής και της Ασίας και ευαγγελιζόταν τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Η Τουρκία έστρεψε το ενδιαφέρον της προς τη Μέση Ανατολή, επιζητώντας να παίξει σημαίνοντα ρόλο στα δρώμενα της περιοχής και να αναδειχθεί ως ισότιμος εταίρος των δυτικών συμμάχων. Η Ελλάδα, τέλος, αναλώθηκε σε έναν απέλπιδα αγώνα επίλυσης του καυτού προβλήματος του Κυπριακού που αναζωπυρώθηκε την ίδια περίοδο. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, με τις διώξεις του ελληνικού στοιχείου στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, κορύφωσαν την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οδήγησαν σε στασιμότητα όλους τους τομείς της βαλκανικής συμμαχίας. Στην ουσία, αποτέλεσαν την ταφόπετρα ενός ήδη νεκρού συμφώνου.
* Η κ. Δώρα Γκότα-Σμυρνιούδη είναι διδάκτωρ Νεώτερης Ιστορίας και εμπειρογνώμων στο υπουργείο Εξωτερικών.